Parallax View

Μαλώνανε σε κύματα

Όταν βγήκαν τα αποτελέσµατα των Πανελλαδικών, ότι είχε περάσει στο Πολυτεχνείο Ηρακλείου, εκείνοι ξαναµαλώσανε. Πιο δυνατά από ότι συνήθως.

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
μαλώνανε-σε-κύματα-39494
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

Από το αρχείο της σειράς κειμένων “ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ” της parallaxi

Μαλώνανε σε κύµατα. Ηρεµούσανε για λίγες µέρες και µετά ξαναρχίζανε. Για τη µάνα της που την έκανε ό,τι ήθελε. Για τη µάνα του που τον είχε ακόµα, τόσο χρονών άνδρα, χωµένο στο βρακί της. Που ήταν πολυέξοδη. Που αυτός δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι. Που άλλοι άνδρες τα είχαν όλα έτοιµα. Που άλλες γυναίκες τις είχαν στα ώπα ώπα. Που του άξιζε καλύτερη αλλά στραβώθηκε. Που της άξιζε καλύτερος αλλά στραβώθηκε. Ξανά και ξανά. Τα ίδια και τα ίδια. Χτυπούσανε τις πόρτες, εκείνη έκλαιγε, εκείνος έσπαζε. Κανά βάζο, συνήθως. Όποτε πήγαινε να µπει στη µέση ήταν έτοιµοι. Και οι δύο. ∆ες τι κάνεις στο παιδί. Εγώ; Εγώ κάνω στο παιδί; Μάτια έχει και βλέπει το παιδί ποιος προκαλεί. Ούτε κουφό είναι, ούτε τυφλό. Καταλαβαίνει. Καταλάβαινε. Και δεν µπλεκότανε.

Τους παρατηρούσε πόσο σοβαρά προσπαθούσαν. Να καταφέρουν να χτυπήσουν ο ένας τον άλλον. Να βρουν αυτό που θα πλήγωνε περισσότερο. Ελεύθεροι να χρησιµοποιήσουν κάθε όπλο. Να πατήσουν σε ότι υπήρχε ακάλυπτο. Να αποκαλύψουν τα πάντα. Μέχρι να βρουν ένα αδύνατο σηµείο. Αυτό που θα έκανε τον άλλο να λυγίσει. Να παραδεχτεί το λάθος του. Την κατωτερότητά του. Ή, τουλάχιστον, ότι έχει άδικο αυτή τη φορά. Και µέχρι την επόµενη. Τους παρατηρούσε και σκεφτόταν πόση, πόση δύναµη χρειαζόταν όλο αυτό. Πόση επιµονή. Επένδυαν ο ένας στην καταστροφή του άλλου περισσότερη ενέργεια από ό,τι στις δουλειές τους. Πιο πολύ απ’ ό,τι ασχολούνταν µε αυτόν. Όταν τους ρωτούσε γιατί δε χώριζαν, του απαντούσαν για κείνον. Το παιδί. Υπήρχε εκείνος και δεν µπορούσαν να χωρίσουν. Εκείνος ήταν ο λόγος που ξεσχίζονταν ξανά και ξανά.

Όταν βγήκαν τα αποτελέσµατα των Πανελλαδικών, ότι είχε περάσει στο Πολυτεχνείο Ηρακλείου, εκείνοι ξαναµαλώσανε. Πιο δυνατά από ότι συνήθως. Ανελέητα αποκάλυψε τους λόγους που τη σιχαίνονταν. Κι εκείνη. Όλα εκείνα που τον έκαναν να φαίνεται στα µάτια της απολύτως ανάξιος. Κλαίγανε και σπάγανε για δύο µέρες. Κι ενώ ξεµπρόστιασε ο ένας τον άλλο, µε κάθε λεπτοµέρεια, δεν έγινε ούτε µια αναφορά. Ούτε µια ερώτηση. Για το πώς το παιδί βρέθηκε στην Κρήτη, ενώ συµµαθητές του, οι οποίοι είχαν γράψει χαµηλότερους βαθµούς είχαν περάσει στη Θεσσαλονίκη. Ούτε εκείνος θεώρησε σκόπιµο να τους πει.

Ζώντας πλέον για πολύ µεγάλα διαστήµατα ήρεµος, µπορούσε πιο καθαρά να τους παρατηρεί να µαλώνουν µπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τον πατέρα του να σπάει το πιάτο µε τη µαγειρίτσα, τη µάνα του να κλαίει ενώ επιχειρεί να αλειφτεί µε αντηλιακό. Λίγο οι σπουδές, που του ανέπτυξαν την αναλυτική σκέψη, λίγο που παρακολούθησε κάποιες θεατρικές παραστάσεις της πανεπιστηµιακής οµάδας, οδηγήθηκε σε νέες προσεγγίσεις. Κάποιες φορές πίστευε ότι αυτό που κάνουν οι γονείς του είναι µια µορφή ακραίας ψυχανάλυσης. Άλλες, ότι αναπαριστούν, ότι υποδύονται ένα κείµενο. Προγραµµένο και σαφές. Και στη µια και στην άλλη περίπτωση, άρχισε να υποπτεύεται ότι γουστάρουν που σφάζονται. Όταν τους ρώτησε γιατί δε χωρίζουν τώρα που αυτός είναι µακριά, εκείνοι του απάντησαν πως µόνο µαζί µπορούσαν να αντιµετωπίσουν τα έξοδα της Κρήτης. Επιχείρηµα, πάντως, που δεν µπορούσαν να χρησιµοποιήσουν όταν αυτός έφυγε για Αµερική, µε πλήρη υποτροφία.

Οι φασαρίες τους ήταν πλέον µόνος ήχος. Που έφτανε ανάµεσα στα κρουκ κρουκ των τηλεφωνικών συνδέσεων στην άλλη πλευρά του κόσµου. Η γυναίκα του, ήταν κόρη χίπιδων διανοούµενων. Ενός Αµερικάνου και µια Σουηδής. Στα πέντε χρόνια της κοινής τους ζωής, η Λίλιαν αντιµετώπισε τις ελάχιστες στιγµές έντασης κάνοντας γιόγκα πιο εντατικά. Εκείνος περπατώντας δύο χιλιόµετρα παραπάνω. Εκείνη δίδασκε λογοτεχνία, αυτός µελέτη φυσικών πόρων. Το βράδυ, όταν καλοκαίριαζε, κάθονταν στη βεράντα του σπιτιού που τους εκχωρούσε η σχολή. Μιλούσαν χαµηλόφωνα.

Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο, µε το γιό του σε µια µάρσιπο στο στήθος του και τη Λίλιαν δίπλα του, ενθουσιασµένη που επιτέλους θα γνώριζε τους γονείς του, για τους οποίους εκείνος σπάνια της µιλούσε, σκέφτηκε ότι ίσως αυτή η επίσκεψη να ήταν λάθος. Και σιγουρεύτηκε µισή ώρα αργότερα, όταν οι δικοί του µαλώσανε γιατί ο πατέρας του µε το βρωµόχερά του έπιασε το κεφάλι του µωρού, το απόγευµα γιατί η µάνα του το πίεσε να φάει, το βράδυ και οι δύο γιατί αν ήταν αλλιώς και δεν ήταν έτσι, δεν θα παντρευόταν το παιδί στην άλλη άκρη του κόσµου και θα ΄χαν το εγγόνι τους όχι µια φορά το χρόνο κι αν, αλλά κάθε µέρα.

Ξαπλωµένος στο δωµάτιό του, δίπλα στη Λίλιαν µε το µωρό να αναδεύεται στο ριλάξ του, ενώ από µέσα ακούγονταν να µαλώνουν, σκέφτηκε ότι πέρασαν εφτά χρόνια που τους είχε δει τελευταία φορά και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Κι ότι ποτέ δεν θα αλλάζανε. Ποτέ. Κι αυτή η διαπίστωση, αντί να τον διαλύσει, τον ηρέµησε.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα