Parallax View

Ο καινούργιος της μαμάς

Ψαρεύανε όταν του το ‘πε. Είχαν ανοιχτεί µέσα µε τη Ζόντιακ, ίσα που φαινόταν η Καλλικράτεια. Ρίξανε τις πετονιές και περίµεναν. Τον είδε που πήγε να ανοίξει το τρανζίστορ και το ΄πε γρήγορα, να τον προλάβει. Αυτός, ο καινούργιος της µαµάς. Ο δικαστής. Τη δέρνει.

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
ο-καινούργιος-της-μαμάς-39644
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

Ψαρεύανε όταν του το ‘πε. Είχαν ανοιχτεί µέσα µε τη Ζόντιακ, ίσα που φαινόταν η Καλλικράτεια. Ρίξανε τις πετονιές και περίµεναν. Τον είδε που πήγε να ανοίξει το τρανζίστορ και το ΄πε γρήγορα, να τον προλάβει. Αυτός, ο καινούργιος της µαµάς. Ο δικαστής. Τη δέρνει. Εκείνος γύρισε, τον κοίταξε – δεν µπορούσε να ξεχωρίσει τα µάτια του κάτω από το καπέλο. Ύστερα γύρισε πάλι προς τη θάλασσα. Έµειναν έτσι µερικά λεπτά. Η πετονιά του τραβούσε, χτυπούσε µαλακά και ακανόνιστα πάνω στο φουσκωτό. ∆εν έκανε κίνηση να τραβήξει. Περίµενε. ∆εν είναι πλέον δικό µου θέµα η µάνα σου, του ‘πε κι άνοιξε το τρανζίστορ. Όταν τράβηξε, το αγκίστρι είχε κοπεί. Όταν γύρισαν, το βράδυ, έκλεψε τη φωτοβολίδα από τη βάρκα.

∆εν είχε σχέδιο. Όχι κάτι συγκεκριµένο. Είχε µια αόριστη εικόνα. Το σηµάδι στον ώµο του διπλανού του. Είχε κατέβει Καραϊσκάκη στο δύο ένα. Που βάλαµε πρώτοι το γκολ και µετά φάγαµε δύο. Χωρίς κασκόλ, αλλά ποιος ξέρει; Τον µυριστήκανε. Με τη λήξη, τον στρίµωξαν σε ένα στενό και του σβήσανε έναν πυρσό στον ώµο. ∆ύο βδοµάδες έκανε να ‘ρθει σχολείο. Και µετά, όταν ήρθε, δεν πολυµιλούσε. ∆εν ήθελε. Βγήκε και ελεύθερος γυµναστικής. Το καλοκαίρι, µε τα κοντοµάνικα, είχε δει πρώτη φορά το σηµάδι στον ώµο. Ένα µαύρο πράγµα. Σαν κρατήρας. Έκρυψε τη φωτοβολίδα και περίµενε.

Μη φύγεις πάλι! Κάθε φορά που πάω να σου µιλήσω, φεύγεις! Το ξέρω, το ξέρω ότι δεν καταλαβαίνω. Πες µου εσύ. Πες µου να καταλάβω. Επειδή είµαι δεκαεφτά, δεν καταλαβαίνω. Ντάξει, κι εσύ που είσαι σαράντα και κάθεσαι και σε βαράει τι έχεις καταλάβει; Μην τα λες σε µένα αυτά τα κουλτουριάρικα. ∆εν έχουν γίνει µόνο για σένα τα λόγια δύσκολα. Βαρέθηκα. Εσένα, ρε, ναι. Να είσαι µε τα µαύρα γυαλιά µέσα στο σπίτι. Να φοράς ζιβάγκο κι έξω να κάνει σαράντα βαθµούς. Όχι, δεν θα πάω να µείνω µε τον µπαµπά . Εδώ θα κάτσω. Ή εγώ ή αυτός! Ή εγώ ή αυτός. Μη φύγεις. Φύγε. Φύγε αλλά να ξέρεις!. Θα φύγω κι εγώ.

Κανά µήνα µετά πήγε ήσυχα το πράγµα. Ύστερα µια µέρα ξύπνησε κι εκείνη φορούσε πάλι µαύρα γυαλιά. Πήρε τη φωτοβολίδα και ταξί για τα δικαστήρια. Κάτι πήγε να του πει η γραµµατέας, ούτε έδωσε σηµασία. Μπήκε µέσα. Ξαφνιάστηκε ο άλλος, πήγε να πει κάτι ευγενικό αλλά είδε τη φωτοβολίδα και σταµάτησε. Να ξέρεις, αυτό που κάνεις στη µάνα µου, του είπε, µε πονάει περισσότερο. Ύστερα άνοιξε τη φωτοβολίδα και τα µάτια του γέµισαν από κίτρινο χρώµα. Ο δικαστής τον κοίταζε σαν να µην καταλάβαινε. Πήρε µια ανάσα και κόλλησε τη φωτοβολίδα στην αριστερή του παλάµη.

Ψαρεύανε πάλι. Ρώτησε, η µάνα σου καλά; Έγνεψε καταφατικά. Με εκείνο το θέµα που ΄χες πει; Τελείωσε, του ‘πε. Κι ύστερα, θέλω να βγω έξω. Πρέπει να αλλάξω τη γάζα. Γύρισε, τον κοίταξε. Έκλεισε το τρανζίστορ, µάζεψε την πετονιά, έβαλε µπροστά τη µηχανή. Τα σπίτια της Καλλικράτειας άρχισαν να φαίνονται όλο και µεγαλύτερα. Κάθε πότε πρέπει να την αλλάζεις; τον ρώτησε. Κάθε τρεις ώρες. Κοίταξε το ρολόι του. Ούτε ώρα δεν είχε που ‘χανε ανοιχτεί.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα