ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ VI
Από το αρχείο της Parallaxi...
ΛEΕΙ. Αν πρέπει να διαλέξεις, καλύτερα στριπτιτζού να παντρευτείς. Από τραγουδιάρα, χίλιες φορές καλύτερα. Του το λέγανε. Στα λόγια όλα εύκολα. ∆εν άκουσε. Και να πεις ότι δεν ήξερε. Χίλιες γυναίκες είχε περάσει. Όχι µια και δύο. Χίλιες. Κι εκείνον άµα τον ερώταγες, το ίδιο θα σου ΄λεγε. Η στριπτιζού κάνει για σπίτι, η τραγουδιάρα όχι. Αντέχεται όµως; Να τη βλέπουν εκατό µαλάκες κάθε βράδυ να τα πετάει. ∆εν αντέχεται. Εκείνος, εκείνος µέχρι που΄χε κλάψει ένα βράδυ για πάρτη της. Τόσο όµορφη τού φαινότανε. Την έβλεπε που κοιµότανε, όµορφη σα λουλούδι και δώστου το κλάµα. ∆ε θυµότανε άλλη φορά να΄χει κλάψει. Το πρωί δεν της το΄πε. ∆ε λέγονται αυτά. Να το πάρει πάνω της, να τον αρχίσει. ∆ε λέγονται. Ούτε όταν βάλανε στεφάνι, της είπε τίποτα. Σαν να της έκανε χάρη για την πράσινη κάρτα. Έτσι το΄φερε. Στα µουλωχτά την αγαπούσε, στα µουλωχτά και την εθαύµαζε. Μέχρι που µια µέρα, δεν άντεξε. Είχανε µπάτσελορ κάτι χλεχλέδες και την πειράζανε. Όταν τελείωσε, την έπιασε και την είπε, «τελείωσε ο στύλος για σένα. Θα σε βγάλω πάλκο».
Το λόγο του τον ετίµησε. Έφερε κι από την Αθήνα κάτι εκεί να την εκάνουνε φωνητικές κι ορθοφωνίες κι απ’ όλα. Να τη φύγει κι η προφορά που φαινόταν µε τίποτα να µην ξεκολλάει από πάνω της. Να βγει στο πάλκο να είναι ωραία. Να κάνει εντύπωση. Μέτρησε και σε ένα µόδιστρο χιλιάρικα και την έκανε φιγουρίνι. Μανεκέν. Υπήρχε πλάνο. Θα ξεκινούσε από επαρχία, να µάθει τη δουλειά, και σιγά σιγά θα ερχότανε Θεσσαλονίκη. Κι άµα ήταν καλή, να. Χίλιοι γνωστοί υπήρχανε. Κι άµα δεν ήταν, πάλι τα τραγουδάκια της θα ΄βγαινε να τα λέει. Μπορεί όταν ξεκίναγε το πρόγραµµα, µπορεί στο τέλος, αλλά έτσι δε θα ‘µενε. Πρώτη δουλειά την έκλεισε σε ένα στην Ξάνθη. Σοβαρό µέρος. Την έβαλε σε ταξί και την έστειλε. Μιλάγανε κάθε βράδυ. Πέρασε η πρώτη βδοµάδα. Μετά η δεύτερη. Την τρίτη τον ήρθαν τα µαντάτα. Η κυρία πηδούσε το µαέστρο. Την έταζε Αθήνες και µεγαλεία.
Πήρε το δίλιτρο, ούτε κατάλαβε πότε έφτασε. Φοβήθηκε εκείνη ότι θα την εχτυπήσει. Τα πήρε στο κρανίο, αλλά δεν έκανε τίποτα. Γυναίκα ούτε µε τριαντάφυλλο να πούµε. Ποτέ. Τα χαΐρια του γέρου του, ποτέ. Τη δουλειά, ναι. Τα χαΐρια, όχι. Έκλαιγε αυτή, έλεγε διάφορα. Τα µισά στη γλώσσα της. Κάτι λίγα καταλάβαινε, περίµενε να τελειώσει. Άµα τελείωσε, της είπε. Έλα σπίτι. Εκείνη κοίταγε κάτω. ∆ε µίλαγε. Της είπε, εγώ για πάρτη σου έκλαιγα ένα βράδυ. Σε έβλεπα κι έκλαιγα. Ούτε όταν πέθανε η µάνα µου η συχωρεµένη δεν έκλαψα. Καταλαβαίνεις; Έλα σπίτι. Εκείνη είπε, είναι αργά. Σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγε στο µαέστρο που την περίµενε. Βγήκε έξω, µπήκε στο δίλιτρο, πήγε λίγο και το κάρφωσε στον τοίχο µιας µάντρας. Ανοίξανε οι µπροστινοί, οι πλαϊνοί, ό,τι αερόσακος υπήρχε, άνοιξε. Βγήκε, εκείνος ούτε µια γκρατζουνιά. Άρχισε και κλώτσαγε το αµάξι, σαν να τον έφταιγε εκείνο. Μετά από µια βδοµάδα, τον ήρθανε τα χαρτιά του διαζυγίου. Τα υπέγραψε κι έσβησε τον αριθµό της από το κινητό του.
Τον πήρε τηλέφωνο πριν µια βδοµάδα από απόκρυψη. ∆ουλεύει σε µπουάτ, κάπου στην Κυψέλη. Ογδόντα ευρώ το βράδυ τη δίνουνε. Κι η Βίσση κι η Βανδή από µπουάτ ξεκινήσανε, του΄πε. Πήγε να της πει εκείνες ήταν δέκα χρόνια µικρότερες από σένα όταν δουλεύανε σε µπουάτ, αλλά δεν είπε τίποτα. Στην αρχή τον ρωτούσε για το µαγαζί και για αυτά. Μετά σταµάτησε κι εκείνη. Έµειναν αµίλητοι. Πολύ ώρα. ∆εν το ‘κλείνε, σα να περίµενε να της πει κάτι. Εκείνος καθόταν κι έβλεπε τα δευτερόλεπτα πώς περνούσαν στο ρολόι που ΄χε πάνω στο γραφείο του. Να ‘σαι καλά, της είπε τελικά. Και το ‘κλεισε.