«Άγριες Μέλισσες» και «ήμερη» αρχιτεκτονική
Όσο πείθουμε τον εαυτό μας να βλέπει την Ελλάδα μέσα από τη μυθοπλασία τόσο η Ελλάδα θα απέχει από τη μυθοπλασία αυτή…
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι τα περισσότερα τηλεοπτικά κανάλια του ελλαδικού χώρου έχουν αρχίσει να παράγουν πιο επισταμένα νέες σειρές μυθοπλασίας μετά την «τηλεοπτική ύφεση» των χρόνων της Ελληνικής οικονομικής κρίσης. Το «Κωνσταντίνου και Ελένης», το «Είσαι το ταίρι μου», οι «Δύο ξένοι», το «Ντόλτσε Βίτα» και άλλες σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης που πέτυχαν μαζικά κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αν και διατηρούν την επιτυχία τους, ίσως και την πρωτοκαθεδρία τους, ακόμα και στις νεότερες σημερινές γενιές, ένα νέο «κύμα» σειρών φαίνεται να εδράζεται όλο και πιο ισχυρά στην ελληνική τηλεόραση.
Το «κύμα» αυτό, για εμένα, απέχει σημαντικά από αντίστοιχα «κύματα», όπως το Γαλλικό “Nouvelle Vague” ή το “Greek Weird Wave”. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι πρόκειται για μια τρομερά ισχυρή αναπαράσταση των στόχων και των «καημών» του μεγαλύτερου μέρους της ελλαδικής κοινωνίας. Πρόκειται για τηλεοπτικές σειρές, τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας τηλεόρασης, που αναφέρονται σε μια «παλιά Ελλάδα», συνήθως πριν το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνδυάζουν σκηνογραφικά την αρχιτεκτονική και το «ειδυλλιακό τοπίο» της παραδοσιακής Ελλάδας με μια μυθοπλασία στην οποία οι χαρακτήρες φαίνεται να έχουν ως κοινό στοιχείο μια ηθική και συμπεριφορική ακεραιότητα σαφώς πιο άκαμπτη (αν το δούμε αρνητικά) ή στέρεη (αν το δούμε θετικά) από τους χαρακτήρες των σειρών του 1990 ή του 2000.
Στο κείμενο αυτό θέλω να μιλήσω για την σκηνογραφία των σειρών αυτών. Ίσως να κάνω λάθος αλλά έχω την εντύπωση ότι ένας πολύ βασικός λόγος που τα κανάλια κάνουν όλο και πιο δυνατά στροφή σε τέτοια προγράμματα μυθοπλασίας είναι ότι η εν λόγω σκηνογραφία, δηλαδή η παραδοσιακή αρχιτεκτονική – η νεοκλασική, η νεοβυζαντινή, οι καστροπολιτείες της Πελοποννήσου, οι ξερολιθιές του Αιγαίου και της Κρήτης, κλπ. – εκφράζει συνειδητά ή και ενίοτε υποσυνείδητα την, συνήθως σιωπηλή, αγανάκτηση των περισσότερων ελλαδιτών σχετικά με την αισθητική που κυριαρχεί στις περισσότερες πόλεις και γενικότερα στους οικισμούς της χώρας. Πρόκειται για την «Ελληνική ανώνυμη Μοντέρνα αρχιτεκτονική». Με λίγα λόγια για αυτό που γενικευμένα αποκαλούμε «πολυκατοικίες».
Σήμερα, για όσα άτομα ασχολούνται με την αρχιτεκτονική, την τέχνη ή ειδικότερα με την σημειολογία, είναι μάλλον ευρέως αποδεκτό ότι οι πολυκατοικίες, αυτή η μορφή αρχιτεκτονικής, αν και παραμένει ευρύτατα μισητή μέσα στην Ελλάδα, και όχι μόνο, δεν παύει να αποτελεί ένα λαμπρό αντιπαράδειγμα στους κοινωνικά νεκρούς χώρους που δημιουργούσε η πολεοδομία και η αρχιτεκτονική του Μοντέρνου κινήματος σε άλλες χώρες μέσα στον 20ο αιώνα. Το ζήτημα αυτό έχουν αναδείξει θεωρητικοί της αρχιτεκτονικής όπως ο Kenneth Frampton, πιο ευρέως και πέρα από τα ελλαδικά όρια ο Jan Gehl και προσφάτως οι άνθρωποι της Αθηναϊκής ομάδας Desired Landscapes. Ακόμα, και πάλι υπέρ της «πολυκατοικίας», είναι ίσως παγιωμένη η σημειολογική άποψη ότι το εγχώριο «μίσος» απέναντι στις πολυκατοικίες έχει πιο πολύ να κάνει με την τάση μας να συγκρινόμαστε με τα Παρίσια και τις Λόνδρες παρά με κάποιο αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια. Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για μια συγκριτική ασσυμετρία και όχι για μια βιολογικού υπόβαθρου συναισθηματική αποτυχία. Το βιβλίο «Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα» από τη Συνεργατική Ομάδα Διπλωματικών για την Αθήνα (Σ.Ο.Δ.Α.) αναλύει διεξοδικά την παραπάνω άποψη.
Ωστόσο, η συνειδητοποίηση αυτή δεν αναιρεί την υφιστάμενη αρνητική κατάσταση ή το γεγονός ότι η αισθητική, και όχι η πολεοδομία, της «πολυκατοικίας» συνιστά μια ασυνέχεια στην αρχιτεκτονική του τόπου, ασύμμετρη απέναντι ακόμα και στα πιο ιδιόμορφα καθεστώτα ή αυτοκρατορίες που πέρασαν από την περιοχή μας. Η λύση που αναδύεται από τα παραπάνω μας οδηγεί σε μια προσπάθεια μεταβολής του κυρίαρχου εγχώριου αρχιτεκτονικού ιδανικού/αφηγήματος. Η μεταβολή αφηγήματος είναι, για εμένα, αναγκαία για τον ελλαδικό χώρο, και όχι μόνο σχετικά με την αρχιτεκτονική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτός ο δρόμος είναι επιτεύξιμος ή οικονομικότερος από κάποιον άλλον.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Μαρίνα Σάττι, στα πλαίσια μιας ευρύτερης κριτικής στην Ελλάδα μέσα από την τέχνη της, κατά την συμμετοχή της στη Eurovision του 2024 επέλεξε στο πιο έντονο σημείο του τραγουδιού της μια αεροφωτογραφία από ελληνικές πολυκατοικίες για το video wall που συμπλήρωνε την χορογραφία της. Μπορεί να μην συμφωνώ με όλα όσα έχει παράξει η Σάττι αλλά αναγνωρίζω ότι η κίνηση αυτή ήταν μια μικρή «χειρουργική επέμβαση» στα ατροφικά μάτια της ελληνικής κοινωνίας, τουλάχιστον ως προς το θέμα της αρχιτεκτονικής. Ήταν για εμένα ένα καμπανάκι που εξέπεμπε το μήνυμα ότι: ωραία τα Μάταλα και οι έρωτες ανάμεσα σε ψυχοκόρες και βαρκάρηδες αλλά όπως είπε ο φιλόσοφος Roland Barthes: όσο αυξάνονται οι φωτογραφίες τόσο μειώνεται η ζωή. Κατά τη δική μου ερμηνεία: όσο αυξάνεται στην καθημερινότητά μας η αναπαράσταση της πραγματικότητας, τόσο μειώνεται η πραγματικότητα. Όσο πείθουμε τον εαυτό μας να βλέπει την Ελλάδα μέσα από τη μυθοπλασία τόσο η Ελλάδα θα απέχει από τη μυθοπλασία αυτή…