Ο Άκης Δήμου βγήκε να περπατήσει το Γενάρη στη “Μεγάλη Πλατεία”
Κι έμεινε εκεί εννιά μήνες.
Εικόνες: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος
Υπάρχει μια στιγμή, όταν ξεκινάς να γράφεις, που μοιάζει λίγο με το “Εν Ιορδάνη”. Ακούς παπάδες να ψέλνουν στο κεφάλι σου και λες “όποια κι αν είναι αυτά τα νερά θα βουτήξω. Κι ό,τι πιάσω, μπορεί το σταυρό μπορεί φύκια…”.
Δεν ξέρεις τι θα γράψεις κι αν θ’ αξίζει, ξέρεις μονάχα ότι θα βραχείς, θα ξεπαγιάσεις. Αλλά το ‘χεις πάρει απόφαση: θα ζήσεις στον βυθό των λέξεων.
Γενάρη μήνα οριστικοποιήθηκε η πρόταση του Γιάννη Αναστασάκη να μεταφέρω τη “Μεγάλη Πλατεία” στην κεντρική σκηνή της Μονής Λαζαριστών. Είχα δεχτεί από την πρώτη κρούση, το Νοέμβριο του 2018, με κάτι παραπάνω από χαρά, αγνοώντας ή μη θέλοντας να σκέφτομαι τους κινδύνους (που ήταν περισσότεροι απ’ όσους μπορούσα να φανταστώ). Ωστόσο, γράφει κανείς για να κινδυνέψει, όχι για να αποφύγει τον κίνδυνο.
Διάβασα το μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα τέσσερις φορές. Συν μία εκείνη της πρώτης πρώτης ανάγνωσής μου το 1988. Το διάβασα “κανονικά”, διαγωνίως, πηδώντας κεφάλαια για να συναντήσω άλλα και ξαναγυρνώντας σ’ εκείνα που άφησα. Σημειώνοντας, αναστενάζοντας, αγκομαχώντας, άλλοτε καλοπιάνοντας τον συγγραφέα του κι άλλοτε ζητώντας του, ευγενικά μα σθεναρά, αν ήθελε να γίνει η δουλειά μας, να μείνει μακριά μου και να μ’ αφήσει να κάνω την δικιά μου. Πάντοτε συγκινημένος όμως, ποτέ αμέτοχος.
Μπήκα στο βιβλίο μέσα από τα τραγούδια: Τσιτσάνης, ταγκό, σμυρνέικα, αντάρτικά, Εντουάρντο Μπιάνκο και Χρήστος Χαιρόπουλος – ένα μελωδικό τοπίο γρατζουνισμένο απ’ τα χρόνια, που μέσα του κυκλοφορούσαν τα πρόσωπα. Άκουγα και σημείωνα. Τα τραγούδια δεν με τοποθέτησαν μόνο με ακρίβεια μέσα στους χρόνους δράσης, ήταν το μονοπάτι που μ’ έβγαλε κατευθείαν στην συννεφιασμένες καρδιές των ηρώων.
Έφαγα τα περισσότερα από τα απογεύματα του καλοκαιριού γυρνώντας και ξαναγυρνώντας στα μέρη όπου συμβαίνουν τα γεγονότα: Χαριλάου, Μαρτίου, Ντεπό, Ανάληψη. Ένα μεσημέρι, ανεβοκατέβαινα την Γραβιάς, γύρω στο εικοσάλεπτο, προσπαθώντας να εντοπίσω το σημείο απ’ όπου είχαν διαφύγει οι δράστες της δολοφονίας του Βέρογλου (μια κομβική σκηνή που αλλάζει δραματικά όλο το κλίμα του έργου) κι ένα απόγευμα, έψαξα το δέντρο που σκαρφάλωνε ο Άγγελος για να κρυφτεί. Μάταιος κόπος ανάμεσα σε τόσο τσιμέντο.
Απ’ όλα τα πρόσωπα της “Πλατείας” πιο πολύ αγαπάω τον Φώτη. Ίσως γιατί εκείνος είναι ο μόνος που λείπει τόσο συχνά απ’ τη Θεσσαλονίκη αλλά κουβαλάει τόση Θεσσαλονίκη μέσα του που είναι καταδικασμένος να επιστρέφει. Θα ήθελα κάποτε να γράψω ένα έργο γι’ αυτόν: για τα χρόνια του “στην Αραπιά” και στον Λίβανο, τις μέρες του στα καταστρώματα των καραβιών και την συμμετοχή του στο κίνημα του Ναυτικού, την βασανισμένη του τρυφερότητα και το βουβό του καημό (μπορεί να το κάνω μπορεί και όχι).
Η σκηνή που αναδύθηκε πρώτα στην οθόνη του υπολογιστή ήταν ο μονόλογος της Αντιγόνης που απευθύνεται στους θεατές. Ύστερα ήρθε η πρώτη “κανονική” σκηνή: στο σπίτι του Φώτη, εκείνος μαθαίνει από τον αδερφό του Στρατή την σύλληψη και τον θάνατο του “άλλου Φώτη”, του Γιαγκούλα (αναφορά ανύπαρκτη στο μυθιστόρημα). Στην πραγματικότητα, σχεδίαζα να γράψω αυτήν την σκηνή τελείως διαφορετικά: ψάχνοντας διάβασα ότι οι περιπέτειες του Γιαγκούλα αποτέλεσαν το θέμα μιας ταινίας κάποιου Κομινάκη, γυρισμένης εδώ το 1928, σε μια εμβρυακή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Είχα αποφασίσει το έργο ν’ αρχίζει έτσι: με τον Στρατή να επιστρέφει στο σπίτι τους ύστερα απ’ το γύρισμα, στο οποίο συμμετείχε, φορώντας τη φουστανέλα του κομπάρσου, και τον Φώτη – που μόλις έχει γυρίσει από μια ακόμη ξενιτιά του – να μην τον αναγνωρίζει αμέσως. Για κάποιον λόγο, η σκηνή γράφτηκε αλλιώς.
Το έργο δεν θα ολοκληρωνόταν έτσι όπως ολοκληρώθηκε χωρίς την Ελένη Ευθυμίου. Όχι μόνο γιατί η στενή σχέση της με τη μουσική της επέτρεψε να εντοπίσει με άνεση τη μελωδική γραμμή και τη ρυθμολογία του κειμένου και να τις εξελίξει αλλά και, επιπλέον, γιατί ξέρει καλά – πολύ καλά! – να κινεί πολυπρόσωπα ανσάμπλ ηθοποιών πάνω στη σκηνή και να συντονίζει το κάθε αίσθημα ξεχωριστά με το αίσθημα της αφήγησης (το Πλήθος, εξάλλου, είναι δική της επινόηση). Δεν ξέρω πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες που να μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο.
Έγραψα ένα έργο – βόλτα με πολλές στάσεις: διάλογοι, μονόλογοι, τίτλοι σκηνών που διεκδικούν τη δική τους δραματουργική αυτονομία, πολυφωνικές αφηγήσεις, ρεαλιστικές δράσεις και ονειρικές υποτροπές, τραγούδια, χαστούκια, χάδια και πυροβολισμούς, φιλιά που για δευτερόλεπτα ακινητούν στον αέρα πριν βρουν το στόμα και κορμιά σε παρατεταμένο συναγερμό. Υποχρεωτικά παρέλειψα πρόσωπα και γεγονότα, ανέπτυξα άλλα, αναδιέταξα και συνένωσα τις δράσεις, διασταύρωσα το κείμενο του Μπακόλα με άλλα κείμενα (δικά του και άλλων), απέφυγα τις πολλές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων (θέατρο κάνουμε όχι ντοκιμαντέρ), αυθαιρέτησα (νόμιμα, ελπίζω) αλλάζοντας το φινάλε… Κοντολογίς: υπάκουσα στις απαιτήσεις της θεατρικότητας ακροβατώντας ανάμεσα στο “γράμμα” του μυθιστορήματος και στην προσωπική μου ανάγνωση. Με αριθμούς: Εννιά μήνες καθημερινής δουλειάς, πέντε διαδοχικές γραφές, ενενήντα δύο πυκνογραμμένες σελίδες Α4. 18.651 λέξεις συνολικά το τυπωμένο κείμενο. Χώρια τα τετράδια των σημειώσεων.
Είναι ένα σπάνιο βιβλίο η “Μεγάλη Πλατεία”. Ο τρόπος που τα όνειρα εκβάλλουν στην “πραγματική” ζωή των ηρώων υπονομεύοντας ή καθορίζοντας τις συμπεριφορές τους, ο ανήμερος ερωτισμός του – καθόλου τυχαίο που το τελευταίο, αδημοσίευτο προς το παρόν, μυθιστόρημα του Μπακόλα έχει τίτλο “Για τον Έρωτα και μόνο” -, οι διατομές ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, η εξαρθρωμένη, σε πολλά σημεία, σύνταξη και ο υπόκωφος λυρισμός της αφήγησης, η βαριά ανάσα της Ιστορίας που καταλήγει να γίνει ο επιθανάτιος ρόγχος των “μικρών” ιστοριών, η απομυθοποίηση μιας μυθοποιημένης αριστεράς (της οποίας οι αδυσώπητοι μηχανισμοί αφάνισαν πολλούς αληθινά αριστερούς) και μιας επίσης μυθοποιημένης Θεσσαλονίκης (που τα σκοτάδια της επιμένουν επιμελώς να κρύβουν τα δοξαστικά και οι μεγαλοστομίες των ρητόρων της κάθε εποχής) … Ένα επίτευγμα! Κι όμως, έχω την αίσθηση ότι, παρόλο που είναι ένα βραβευμένο και πολυσυζητημένο μυθιστόρημα, δεν έχει διαβαστεί όσο του αξίζει. Πιθανώς γιατί ο συγγραφέας του δεν έκανε καμία έκπτωση προς χάρη του μεγάλου αναγνωστικού κοινού, αν και κάνει τεράστια χάρη σε κείνους που θέλουν να διαβάζουν μ’ ανοιχτά τα μάτια. Μακάρι το ίδιο να συμβεί και με την παράσταση.
Ευχαριστούμε την Ανθούλα Πουλουκτσή και το Κέντρο του Βιβλίου για την παραχώρηση του χώρου για την φωτογράφιση
*H πρεμιέρα της παράστασης του ΚΘΒΕ ”Η Μεγάλη Πλατεία” βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Μπακόλα, σε θεατρική διασκευή Άκη Δήμου και σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου είναι το Σάββατο 12/10/2019 στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών.
*Το κείμενο της θεατρικής διασκευής της “Μεγάλης Πλατείας” θα κυκλοφορήσει εντός της εβδομάδας από τις εκδόσεις Σοκόλη.