Ακραία, αλλά αναμενόμενα φυσικά φαινόμενα
Υπάρχουν λύσεις για την άξενη πόλη; Γράφει ο Ν. Καλογήρου
Λέξεις: Νίκος Καλογήρου
Στις 15 Νοεμβρίου 2017, μετά από έντονη βροχόπτωση, εκδηλώθηκε μεγάλη πλημμύρα στη Δυτική Αττική, από την οποία έχασαν τη ζωή τους 24 άτομα.
Πέρα από τις ποινικές κυρώσεις που πρόσφατα καταλογίστηκαν για όσους είχαν την θεσμική ευθύνη της διαχείρισης, αναδείχθηκε η χρόνια επικινδυνότητα της τοπογραφίας μητροπόλεων, που επεκτάθηκαν με πυκνή δόμηση και αυθαιρεσίες, αγνοώντας το φυσικό περιβάλλον.
Στις περιπτώσεις παρατεταμένου καύσωνα, οι απώλειες μπορεί να είναι μεγαλύτερες. Η διασπορά των θυμάτων και ο εντοπισμός τους σε ευάλωτες ομάδες δεν προσφέρονται για άμεσους θεσμικούς καταλογισμούς.
Στην γνωστή παλιότερη ελληνική περίπτωση του Ιουλίου 1987, καταγράφηκαν επίσημα 1300 θάνατοι, κυρίως στην Αττική. Οι περίοδοι με ακραίες θερμικές συνθήκες σε ελληνικές πόλεις, παρά το γεγονός ότι αυτές εντάσσονται σε εύκρατες κλιματικές ζώνες, σταδιακά αυξάνονται και δημιουργούν δυσεπίλυτα προβλήματα. Οι πόλεις μας οικοδομούνται αποκλειστικά με σκληρά επεξεργασμένα υλικά, που δημιουργούν τεχνητά ενδιαιτήματα, ασυμβίβαστα με ένα πιο φυσικό ανθρώπινο οικοσύστημα.
Όταν εμφανίζονται έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως οι καταιγίδες και οι αυξημένες θερμοκρασίες, στις πόλεις δημιουργούνται προβληματικές καταστάσεις. Πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης, μετά τις πρόσφατες έντονες βροχοπτώσεις, πλημμύρισαν και η θάλασσα στον Θερμαϊκό μολύνθηκε με ακαθαρσίες και νεκρά ποντίκια. Ακολούθησαν πρώιμοι θερινοί καύσωνες.
Σε συνθήκες άπνοιας, η θερμοκρασία στην κεντρική πυκνοδομημένη περιοχή μπορεί να είναι υψηλότερη κατά 5-8 °C σε σχέση με την περιαστική περιοχή. Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, όπως το αποκαλούν οι ειδικοί, δημιουργεί ένα μείζον πολεοδομικό πρόβλημα, καθώς η τοπική υπερθέρμανση στις πόλεις επιδεινώνει το γενικότερο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Αυτά τα φαινόμενα, εάν δεν αντιμετωπιστούν από τις τοπικές αρχές και τους ειδικούς, μπορούν, σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, να κάνουν τις πόλεις μας αβίωτες.
Η Θεσσαλονίκη ανοικοδομήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια με συμπαγή πυκνή δόμηση και αδιαπέρατες επικαλύψεις με άσφαλτο, τσιμέντο, πλακοστρώσεις στους ακάλυπτους χώρους. Έτσι, συγκεντρώνει, δυστυχώς, πολλαπλά μειονεκτήματα. Υλικά δόμησης και δάπεδα με μεγάλη θερμοχωρητικότητα και σκούρα χρώματα λειτουργούν ως συσσωρευτές θερμότητας τις θερινές ημέρες και την εκπέμπουν στο περιβάλλον τα βράδια, στερώντας τη δροσιά στους κατοίκους τις ώρες που αποζητούν την ανάπαυση.
Στην ακατάλληλη δομή των οικοδομών και των υπαίθριων χώρων προστίθενται τα καυσαέρια των οχημάτων και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και, στην κρίσιμη περίοδο, η θερμότητα που εκπέμπουν οι εξωτερικές μονάδες των κλιματιστικών.
Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ένα διαρκώς επιδεινούμενο θέμα δημόσιας υγείας, που επιβαρύνει τις θεραπευτικές δομές και μπορεί να προκαλέσει θανάτους. Η αναζήτηση ριζικών μέτρων και επιλύσεων είναι δύσκολη σε ένα τέτοιο πολυπαραγοντικό πρόβλημα. Τα μέτρα που απαιτεί ένας αρχιτεκτονικός και αστικός σχεδιασμός, φιλικός προς το περιβάλλον, δύσκολα εφαρμόζονται σε διαμορφωμένες αστικές συγκεντρώσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές απλές και βιώσιμες πολιτικές πρακτικές, οι οποίες, με ελάχιστο κόστος, μπορούν να βελτιώσουν αισθητά τις συνθήκες θερμικής άνεσης στις συνεκτικές ελληνικές πόλεις.
Οι αυξημένοι χώροι πρασίνου προβάλλονται συνήθως ως η προφανής λύση. Οι φυτεύσεις στο έδαφος και τα δένδρα δημιουργούν αποτελεσματικά φίλτρα στις ηλιακές ακτίνες. Σε συνδυασμό με την εξάτμιση-διαπνοή λειτουργούν ως φυσικός κλιματισμός. Όμως, η δημιουργία νέων μεγάλων πάρκων σε πόλεις με ελάχιστο πράσινο, όπως η Θεσσαλονίκη, δεν είναι εύκολα εφικτή και οι ανταγωνιστικές χρήσεις αποτελούν τροχοπέδη. Η κατασκευή κτιρίων αποδίδει άμεσα κέρδη και εξυπηρετεί απτές ανάγκες, ενώ η διαμόρφωση μητροπολιτικών πάρκων απαιτεί δημόσιες επενδύσεις και οι ενδεχόμενες απαλλοτριώσεις είναι απαγορευτικές.
Ωστόσο, οι μεγάλοι σκιασμένοι χώροι πρασίνου δροσίζουν την ατμόσφαιρα σε απόσταση ορισμένων εκατοντάδων μέτρων. Η επιρροή τους, πέρα από το σημείο αυτό, ελαχιστοποιείται, ιδιαίτερα όταν μεσολαβούν τα τυπικά πυκνοδομημένα οικοδομικά τετράγωνα με πολυκατοικίες. Αυτός είναι ο λόγος που το πολύτιμο γειτονικό τεχνητό δάσος του Σέιχ Σου δεν έχει τις προσδοκώμενες επιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι εκτείνεται παράλληλα με την πόλη και τον άλλο φυσικό κλιματικό ρυθμιστή, που προκύπτει από το εκτεταμένο θαλάσσιο μέτωπο του Θερμαϊκού Κόλπου.
Οι σχετικές μελέτες και η διεθνής εμπειρία έχουν δείξει ότι διαδοχικά πολλαπλά μικρά πάρκα «τσέπης» μεγέθους ενός εκταρίου, ή και μικρότερα, επιφέρουν μιαν όχι αμελητέα βελτίωση στο αστικό κλίμα. Οι προαναφερθείσες δύο εκτεταμένες βιοκλιματικές συνιστώσες —η θάλασσα και τα δασωμένα υψώματα— μπορούν να συνδεθούν, όπως ήδη συμβαίνει στους μεγάλους σχεδιασμένους κάθετους άξονες της Θεσσαλονίκης. Η μνημειακή μεγάλη χειρονομία της Αριστοτέλους και η «εκτός των τειχών» ακολουθία ανοιχτών χώρων με διάσπαρτα μοντέρνα περίπτερα κτίρια στην περιοχή του ΑΠΘ, της ΔΕΘ και του ΓΣΣ, δημιουργούν άξονες φυσικού αερισμού, αλλά και επικοινωνίας της αστικής πανίδας.
Δυστυχώς, τείνουμε να αγνοούμε τη σημασία τους και συχνά υιοθετούμε σχεδιασμούς που τους υποβαθμίζουν. Η κατάλληλη διευθέτηση και διαχείριση αυτών των διαδρομών, μετά από μια προσεκτική ανάγνωση των χαρακτηριστικών τους, μπορεί να επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις για τους πολίτες, αλλά και να ενθαρρύνει μερικές μορφές «αστικής» βιοποικιλότητας. Τα σωρευτικά αποτελέσματα μπορούν να μεγεθυνθούν αν προστεθούν και άλλες συνδετήριες διαδρομές, καθώς και παράλληλοι ή διαγώνιοι άξονες, που θα δημιουργήσουν πλεγματικές δομές.
Η παρουσία του νερού διευκολύνει τον φυσικό δροσισμό και μειώνει τις έντονες θερμικές εναλλαγές. Πόλεις που διασχίζονται από ποταμούς επωφελούνται σημαντικά. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν πολλαπλά ρέματα, που έχουν επιχωθεί. Οι σπάνιες εξαιρέσεις εμφανίζουν υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον (π.χ. Ρέματα Δόξας και Τούμπας). Η ανάπλασή τους και η επαναφορά με αποκάλυψη ορισμένων με ελεγχόμενη ροή θα μπορούσε να δημιουργήσει γραμμικούς υγρούς χώρους, που ευνοούν τις παρόχθιες φυσικές φυτεύσεις.
Τα ευεργετικά αποτελέσματα θα επεκτείνονταν σε παράλληλες ζώνες. Στην πράξη, κυριαρχούν επιπόλαιες, αλλά και δημοφιλείς λύσεις με κρήνες και σιντριβάνια. Στις καλύτερες περιπτώσεις έχουν εντοπισμένες τοπικές επιδράσεις. Το παράδοξο είναι ότι συχνά προτείνονται σε πολλές εργασίες φοιτητών και συναδέλφων δεξαμενές και πίδακες δίπλα στη θάλασσα, όπου έχουν περισσότερο «συμβολική» σημασία.
Για να υλοποιηθούν οι προτάσεις που προτείνονται, οι απαιτούμενες τεχνικές είναι σχετικά απλές. Μπορούν, όμως, να οδηγήσουν σε θεαματικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, δεν έχουν ακόμη γίνει ευρύτερα συνειδητά τα αρνητικά αποτελέσματα άστοχων, αλλά κοινότυπων επιλογών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποκλειστική χρήση των βολικών υποστρωμάτων από σκυρόδεμα ή ασφαλτοτάπητα σε όλους, πρακτικά, τους ελεύθερους χώρους, γεγονός που επιτείνει τα θερμικά και πλημμυρικά φαινόμενα στους κοινόχρηστους και ανοιχτούς χώρους. Η σχεδόν αντίστοιχη, από πλευρά κόστους, χρήση διαπερατών δαπέδων ή πατημένου χώματος-χαλικοστρώσεων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας, πεζοδρόμους-πεζοδρόμια είναι εύκολη και μπορεί να συνδυαστεί με διάτρητα δομικά στοιχεία, σε συνδυασμό με πράσινο στους χώρους στάθμευσης, που βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την πόλη.
Πρέπει να προωθήσουμε εναλλακτικές λύσεις, αλλά με έναν πεφωτισμένο τρόπο. Αρχικά, απαιτείται μια στρατηγική επισήμανση-καταγραφή των υποψήφιων για βελτίωση αστικών χώρων. Οι σχολικές αυλές, τα προαύλια των εκκλησιών, οι ανοιχτοί χώροι των δημόσιων και ιδιωτικών συγκροτημάτων, οι υπαίθριοι χώροι που καταλαμβάνονται από τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος αποτελούν περιοχές υποψήφιες για μικροπεριβαλλοντικές αναπλάσεις.
Οι αλλαγές, ακόμη και αν δεν είναι ριζικές, θα συνεισφέρουν στο συνολικό αποτέλεσμα με τη μεγάλη διασπορά τους. Το προτεινόμενο πράσινο πρέπει να επικεντρωθεί στη χρήση ανθεκτικών τοπικών φυτών, που είναι προσαρμοσμένα στο κλίμα και δεν απαιτούν συχνά ποτίσματα. Πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες αποφυγής «πειραματισμών» με εξωτικά είδη, που επιβάλλονται από το lifestyle.
Παράλληλα, απαιτείται συνεκτίμηση των άλλων πολιτισμικών παραμέτρων, όπως η ανάδειξη και η ελεύθερη θέαση των μνημείων και των ελάχιστων διατηρητέων κτιρίων που διασώζονται. Αυτές οι επιλύσεις είναι, προφανώς, αναπόσπαστες συνιστώσες μιας ολιστικής αντίληψης για μια σύνθετη πολιτική ανάδειξης της μοναδικής αστικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης. Τα υλικά κατασκευής των διαμορφώσεων οφείλουν να είναι τοπικά, ανθεκτικά με μικρή επεξεργασία και αυξημένες δυνατότητες επανάχρησης-ανακύκλωσης.
Κλείνοντας, θέλω να αναφερθώ και στη δύσκολη προοπτική εφαρμογής επεμβάσεων στα υφιστάμενα κτίρια. Ταλαιπωρημένα από το πέρασμα του χρόνου, έχουν άμεσες ανάγκες αναβάθμισης, όχι μόνο ενεργειακής. Οι δυσκολίες που προκύπτουν στις πολυώροφες οικοδομές από την κατάτμηση που δημιουργείται με τις οριζόντιες ιδιοκτησίες δυσχεραίνουν τις πρακτικές βελτιώσεις. Οι προοπτικές δημιουργίας πράσινων όψεων με κατακόρυφες φυτεύσεις και τα φυτεμένα δώματα εμφανίζονται, σε κάποιο βαθμό, ως σουρεαλιστικές διευθετήσεις για τα καθημερινά κτίρια. Ωστόσο, απλούστερες βελτιώσεις με αναρριχώμενα φυτά και πέργολες, ακόμη και με συστηματική βαφή των δωμάτων με ανοιχτόχρωμα ψυχρά χρώματα, εάν γενικευτούν, θα έχουν απτά συνολικά αποτελέσματα.
Ένα προσωρινό συμπέρασμα που προκύπτει επικεντρώνεται, προφανώς, στην καλλιέργεια μας σταθερής πολιτικής βούλησης, που αποτελεί προϋπόθεση για να εφαρμοστούν λύσεις βιώσιμες, ήπιες και γενικευμένες. Ο χρονικός ορίζοντας των εκλεγμένων διοικήσεων συχνά ευνοεί τις λεγόμενες «εμβληματικές» επεμβάσεις. Σε αντίστοιχο πλαίσιο, πρέπει να κρίνεται και η συμβολή των ακαδημαϊκών προσεγγίσεων. Ένας συμπεριληπτικός περιβαλλοντικός σχεδιασμός της πόλης και της αρχιτεκτονικής μπορεί να αποτελέσει κεντρικό αντικείμενο μιας ευρύτερης παιδείας, όχι μόνο στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ έχει εντάξει από καιρό στο πρόγραμμά του συνθετικά εργαστήρια με περιβαλλοντική οπτική.
Τα τελευταία χρόνια λειτουργεί με επιτυχία και το, μοναδικό στην Ελλάδα, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στον «Περιβαλλοντικό Αρχιτεκτονικό και Αστικό Σχεδιασμό». Κατά προσωπική μου άποψη, εκτιμώ ότι, ως συνθέτες, δάσκαλοι και ερευνητές οφείλουμε να συμβάλλουμε στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να μην περιοριζόμαστε στις, συχνά ακροβατικές, αρχιτεκτονικές συλλήψεις, που χαρακτήρισαν την «ανέμελη» περίοδο που προηγήθηκε και οδήγησε στην γενικευμένη οικονομική και περιβαλλοντική κρίση.
*Ο Νίκος Καλογήρου είναι Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ