Αλήθεια, τι θα αφήσει πίσω του ο κοροναϊός;
100 και μία σκέψεις μου.
Μέρα καραντίνας νούμερο 20. Την πρώτη εβδομάδα θα παραδεχτώ πως ήμουν αισιόδοξη, έβρισκα κάτι να κάνω, εκκρεμότητες που άφηνα συνέχεια ξεχασμένες στο σπίτι, γιατί ποτέ δεν έφτανε ο χρόνος να μείνω σε αυτό, επικοινωνία και μετάδοση θετικών σκέψεων στους γύρω, δημιουργικότητα και ανταλλαγή ιδεών. Τώρα όμως που διανύω την 20η μέρα αυτής, της ”υποχρεωτικής κατάστασης”, πιάνω τον εαυτό μου να απελπίζεται.
Τις τελευταίες μέρες κοιμάμαι και ξυπνάω με ένα βάρος, σαν να νιώθω πως κάτι λείπει, σαν να περιορίζομαι να εκφραστώ, σαν να ανησυχώ συνεχώς για το τι συμβαίνει. Είμαι από τους τύπους που διαβάζω και κοιτώ ασταμάτητα τις ειδήσεις, δυστυχώς βλέπεις η δουλειά είναι τέτοια. Με έναν πρόχειρο απολογισμό συνειδητοποίησα πως ίσως τελικά η ανάλωση του τόσου βαρύγδουπου φορτίου της πληροφορίας και των εξελίξεων να με έχουν ”κλείσει” σε σκέψεις σκοτεινές.
Σε σκέψεις όπως: λίγες μέρες πριν απολάμβανα μία απλή βόλτα στην παραλία με την καλύτερη μου φίλη και έναν παγωμένο καφέ. Αγκαλιές δυνατές και ανέμελες, χωρίς αποστάσεις δύο μέτρων. Επιβάτες στα λεωφορεία ”ενωμένοι” θέλοντας και μη, ουρές στα σουπερμάρκετ με κουτσομπολιά των μεγαλύτερων για τις τιμές, χειραψίες για ”χάρηκα”, γνώση σε αίθουσες πανεπιστημίων και σχολείων. Καμία καχυποψία για το τι θα ακολουθήσει 20 μέρες μετά. Όλα αυτά που τότε μου φαινόταν απλά καθημερινότητα τώρα πια λειτουργούν μέσα μου σαν ανάμνηση.
Έξω μπήκε Απρίλης και είναι σαν μία επανάληψη του χειμώνα, σαν να λέμε η άνοιξη θρηνεί για την ανθρωπότητα. Πως μπορώ να αντιμετωπίσω τον φόβο κατάματα, τι θα ξημερώσει την επομένη. Είναι κάποιες από αυτές τις σκοτεινές απορίες που με περιτριγυρίζουν.
Από την άλλη, η πιο δυνατή μου σκέψη είναι τι θα αφήσει πίσω της η πανδημία. Γιατί μόλις ξεκίνησε να γεννιέται ένας παράλογος φόβος για ζωή. Πώς οι άνθρωποι θα ξαναβγούν στους δρόμους χωρίς να είναι καχύποπτοι, πως θα αγκαλιάσεις εσύ τους δικούς σου χωρίς να φοβηθείς μην έχεις κάτι μέσα σου, πως χιλιάδες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επιζήσουν και μετέπειτα να επανέλθουν. Η παραλία θα ανοίξει και πάλι την αγκαλιά της και αν ναι, ο κόσμος θα ξεχυθεί τόσο ελεύθερα σε αυτήν;
Εμείς που διανύουμε την δεύτερη δεκαετία της ζωής μας θα μπορέσουμε να δούμε όλον τον κόσμο όπως τον ονειρευτήκαμε; Θα βγούμε και πάλι στις πλατείες απολαμβάνοντας τον ήλιο; Θα μαζευόμαστε 20-20 σε μπιραρίες και μαγαζιά χορεύοντας μέχρι το ξημέρωμα; Θα βρούμε δουλειά ή θα είμαστε ακόμα μία γενιά που μεγάλωσε σε μία περίοδο κρίσης;
Προσπαθώ να δώσω απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα μα είναι αδύνατο, είναι η πρώτη φορά που μόνη αποτρέπω τον εαυτό μου να κοιτάξει το μέλλον, είναι η πρώτη φορά που δεν νιώθω σίγουρη και ασφαλής. Κάθε μέρα κάτι αλλάζει, κάτι καινούριο μαθαίνουμε γι αυτή την αρρώστια που έχει θανατώσει, κόσμο, πόλεις, χώρες ολόκληρες κι έτσι πια γεννάται ο φόβος, η ανασφάλεια και ο πανικός, τρία απλά συναισθήματα που θα μας κυνηγήσουν για πολύ καιρό ακόμα.