Άλλη μια νέα σελίδα για το ΚΘΒΕ
Του Γιώργου Τούλα Με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με συνδέει μια μάλλον συναισθηματική σχέση. Που όπως συμβαίνει με όποιον αγάπησες πολύ έχει περάσει από όλα τα στάδια των εξάρσεων. Έρωτας, ενθουσιασμός, συνήθεια, βαρεμάρα, απογοήτευση, θυμός, αποχή. Η πρώτη φορά που πέρασα το κατώφλι του θεάτρου ήταν στα δεκαπέντε μου. Χειμώνας του 1980 ο Νίκος […]
Του Γιώργου Τούλα
Με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με συνδέει μια μάλλον συναισθηματική σχέση. Που όπως συμβαίνει με όποιον αγάπησες πολύ έχει περάσει από όλα τα στάδια των εξάρσεων. Έρωτας, ενθουσιασμός, συνήθεια, βαρεμάρα, απογοήτευση, θυμός, αποχή. Η πρώτη φορά που πέρασα το κατώφλι του θεάτρου ήταν στα δεκαπέντε μου. Χειμώνας του 1980 ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθετεί Μπρέχτ, την Όπερα της Πεντάρας. Εμείς μαθητές τρίτης γυμνασίου, βγάζουμε ένα εισιτήριο που κόστιζε μόλις 15 δραχμές για το βήτα εξώστη και κρεμασμένοι σχεδόν σε όλη την παράσταση μένουμε άφωνοι από το θέαμα.
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ελάχιστα πράγματα στο σανίδι θυμάμαι τόσο καλά. Στο τέλος της μάλιστα κατευθυνθήκαμε στα παρασκήνια για να πάρουμε αυτόγραφα από τη Βέρα Κρούσκα, μοναδική στο ρόλο της Πόλι. Για την ιστορία, ήταν η βραδιά που κατέρρευσαν οι κερκίδες στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελών αλλά εμάς το μόνο που μας ένοιαζε ήταν αυτό το μαγικό πράγμα που είχαμε δει. Στο τιμόνι του θεάτρου τότε ήταν ο κύριος Νίκος Μπακόλας και το τι ακολούθησε για μια τριετία ήταν αληθινά μαγικό. Χάρολντ και Μοντ, Μπρεχτ και Χίτλερ, Μπέκετ. Οι παραστάσεις ήταν η μία καλύτερη από την άλλη. Ένα αληθινό θεατρικό σχολείο. Κάθε χρονιά και ένας θρίαμβος. Ή έτσι το νοιώθαμε. Μεγάλοι ηθοποιοί, σπουδαίοι σκηνοθέτες, κόσμος στις παραστάσεις. Στο παρασκήνιο βέβαια συνέβαιναν και τότε διάφορα, αλλά για μας ήταν μια ρομαντική περίοδος που περιοριζόταν στο σανίδι και τη λάμψη του.
Από το 1988 που άρχισα να παρακολουθώ επαγγελματικά λόγω δουλειάς τα τεκταινόμενα στο αγαπημένο θέατρο άρχισα να συνειδητοποιώ πως στις κρατικές σκηνές εκτός από το προσκήνιο είναι εξίσου σημαντικά και όσα συμβαίνουν στο παρασκήνιο. Αυτό το παρασκήνιο άρχισε να κορυφώνεται και να αποκτά τον απόλυτο πρωταγωνιστικό λόγο στη δεκαετία του ενενήντα και παραμένει μέχρι τις μέρες μας καθοριστικό.
Κατά τη γνώμη μου η κρίσιμη καμπή στη νεώτερη ιστορία αυτού του θεάτρου υπήρξε η εποχή πριν την Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 97. Ανάμεσα στα περίφημα έργα της Πολιτιστικής μερικά από τα κυριότερα ήταν η ανακαίνιση του θεάτρου της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, η ανακατασκευή του Βασιλικού θεάτρου, που αποτέλεσε και το μεγαλύτερο οικονομικό της σκάνδαλο ξεκινώντας με ένα προϋπολογισμό 3 δις και φτάνοντας τα 9 στο τέλος και η δημιουργία δύο σκηνών στην αποκεντρωμένη Μονή Λαζαριστών. Για να μπορέσουν όλα αυτά να πραγματοποιηθούν, το θέατρο ξεσπιτώθηκε στην κυριολεξία για μια τουλάχιστον τριετία. Το όποιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα εκπονήθηκε τα χρόνια εκείνα φιλοξενήθηκε σε σκηνές περιφερειακά της πόλης, ενώ το κοινό σε κείνη τη μεταβατική φάση απώλεσε την τακτική του επαφή με τη μεγάλη θεατρική σκηνή της πόλης.
Τα κλειστά θέατρα από τη μία, η γιγάντωση του συνδικαλισμού των εργαζομένων από την άλλη, οι διαρκείς αντικαταστάσεις καλλιτεχνικών διευθυντών, η αυξανόμενη επιρροή του Διοικητικού Συμβουλίου, οι άτολμες επιλογές στο πρόγραμμα, η έλλειψη ενός χώρου πρωτοποριακών παραστάσεων, όπως υπήρξε για χρόνια το Υπερώο, στο πατάρι του Κρατικού, ένα αληθινό φυτώριο νέων προσώπων και ιδεών οδήγησαν σταδιακά το θέατρο σε μια παρατεταμένη προβληματική κατάσταση. Εξετάζοντας το καθένα ξεχωριστά τα παραπάνω και πιθανότατα γράφοντας τις ιστορίες που ζήσαμε ή ακούσαμε ως δημοσιογράφοι δεκαπέντε χρόνια τώρα θα μπορούσαμε να συνθέσουμε το παζλ αυτής της παρατεταμένης απαξίωσης. Ιστορίες άγριων καυγάδων προέδρων με καλλιτεχνικούς διευθυντές, που οι οι εκρήξεις τους ακούγονταν από τον έκτο μέχρι το ισόγειο της ΕΜΣ, τρικλοποδιές στη δουλειά των διευθυντών από παράγοντες και απίστευτοι βυζαντινισμοί που αφηγούνται οι εργαζόμενοι του θεάτρου, απεργίες ακόμα και δια ασήμαντη αφορμή που κρατούν για μήνες στο θέατρο κλειστό, απειλές και λογική δημοσίου πολλές φορές από τους εργαζόμενους.
Θα σας διηγηθώ δύο περιστατικά που μου συνέβησαν την τελευταία δεκαπενταετία. Κάποτε είπα στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο πως τα κλειστά θέατρα είναι καταδικασμένα να μείνουν για πάντα άδεια και πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος διεκδίκησης γιατί τα θέατρα πρέπει πάση θυσία να παίζουν. Μου τηλεφώνησε γνωστός συνδικαλιστής στο κινητό μου και με απείλησε να κοιτάω τη δουλειά μου διότι…. Μια άλλη φορά είχαμε κανονίσει μια φωτογράφιση με τους συντελεστές μιας παράστασης για τις ανάγκες ενός μεγάλου αφιερώματος στο θέατρο της πόλης. Οι ηθοποιοί ήταν στη σκηνή της μονής Λαζαριστών, βαμμένοι και ντυμένοι με τα κοστούμια τους για ώρα περιμένοντας όπως και εγώ με τη φωτογράφο, συνολικά τριάντα άνθρωποι, και ξάφνου ένας φωτιστής κατεβάζει τους διακόπτες των φώτων αρνούμενος να φωτίσει για δέκα λεπτά γιατί το ωράριο του έληγε σε λίγο! Η φωτογράφηση ματαιώθηκε όπως φαντάζεστε.
Ένα μεγάλο πρόβλημα σε αυτό το θέατρο τα τελευταία χρόνια ήταν η ατολμία στις επιλογές καλλιτεχνικών διευθυντών, η εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων και ο φόβος των κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία για μια αληθινή παρέμβαση υπέρ του θεάτρου. Ό,τι συνέβη στην Αθήνα δηλαδή με την περίπτωση του Νίκου Κούρκουλου, αλλά και του Γιώργου Λούκου αλλά και του Γιάννη Χουβαρδά. Εδώ τα σενάρια στην καλύτερη περίπτωση φέρνουν στο διοικητικό συμβούλιο παροπλισμένα αστέρια του εβδομήντα σαν την Καίτη Ιμπροχώρη και το όνομα του Κώστα Καρρά στην καρέκλα του καλλιτεχνικού διευθυντή. Από την άλλη η έλλειψη ενός ικανού περί τα πολιτιστικά μάνατζερ που θα μπορούσε να αναλάβει το διοικητικό-οικονομικό κομμάτι, αφήνοντας απερίσπαστο τον καλλιτεχνικό διευθυντή να παράγει έργο δημιουργεί περισσότερες τριβές. Το τι κυκλοφορεί κάθε φορά για απίστευτες σπατάλες σε ένα θέατρο που έχει απλήρωτα τιμολόγια τριών χρόνων και ένα προϋπολογισμό μαμούθ είναι απερίγραπτο.
Και επειδή ένα θέατρο είναι πάνω από όλα παραστάσεις, αν προσπαθήσω να θυμηθώ τι είδαμε στις σκηνές του τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια θα με πιάσει κατάθλιψη. Μεγάλες τηλεοπτικές φίρμες της Αθήνας που θέλουν να κάνουν διάλειμμα στην επαρχία, ο Γκλέτσος, η Γαληνέα, ο Τζώρτζογλου βρήκαν εδώ φιλόξενη στέγη, τα πούλμαν έφεραν τον κόσμο από την επαρχία τα Σαββατόβραδα και ο στόχος επετεύχθη. Και όλα αυτά σε ένα πέπλο σιωπής, καθώς κανένας δημόσια δεν τολμούσε να πάρει θέση. Τα τοπικά ΜΜΕ έβρισκαν εξώφυλλα για τις εκδόσεις τους, οι κυρίες κάποιας ηλικίας που αποτελούσαν το μόνιμο πια κοινό των αιθουσών, τα έβρισκαν όλα νόστιμα και χαριτωμένα και μεις κάθε χρόνο που περνούσε μέναμε με την αίσθηση πως το Θέατρο που μεγαλώσαμε στην πόλη και μας έκανε να αγαπήσουμε το σανίδι είναι ένας Μεγάλος Ασθενής που αργοπεθαίνει κάτω από ηχηρά πυροτεχνήματα γεμάτα χρήμα, ίντριγκα, πολιτικό παρασκήνιο και σουσούμια ατάλαντων ανθρώπων που δεν θέλουν να κάνουν πρόβες εκτός ωραρίου!
Η τελευταία δεκαετία με τον Νικήτα Τσακίρογλου και τη συντηρητική στροφή από κάθε άποψη και τις μαρτυρίες για παρεμβάσεις από τη σύζυγο του στην διοίκηση του οργανισμού, η ατυχής περίοδος Χατζάκη που μόνο προβλήματα δημιούργησε, χρέη, σκάνδαλα και διχασμό, οι διαρκείς συγκρούσεις με τους προέδρους και τους ηθοποιούς και το τελικό στάδιο με την συνύπαρξη Βούρου-Λυσσαρίδου, δυο αμιγείς κομματικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, που μοίρασαν στη συγκυβέρνηση ισόποσα πόστα και στους τομείς του πολιτισμού, ένα στάδιο σαφώς αξιοπρεπέστερο σε σχέση με το παρελθόν πλην όμως ανέμπνευστο και βέβαια μάλλον απλά διεκπεραιωτικό, σε σχέση με το έργο που αφήνει πίσω του και τις υπόνοιες σκανδάλων που εξετάζονται σε σχέση με την παράσταση της Ροκ Όπερας και της σχέσης κόστους – αποτελέσματός της.
Η παραίτηση του διοικητικού συμβουλίου την περασμένη άνοιξη, η ρευστή περίοδος μηνών στην Κυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ, ο ορισμός του νέου Διοικητικού Συμβουλίου, του καθηγητή Άρη Στυλλιανού στο τιμόνι της Προεδρίας, ενός πρόσωπου που δεν προέρχεται από το χώρο του θεάτρου και της άρνησης άλλων πρόσωπων, από το χώρο του πολιτισμού, να αναλάβουν τα ηνία και τέλος η προδιαγεγραμμένη παραίτηση Βούρου και ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής που θα ανακοινωθεί, θέση για την οποία ακούγονται διάφορα ονόματα φαβορί, όμως το δικό μας ρεπορτάζ μιλά για ένα πρόσωπο εκτός λίστας, που αν επιβεβαιωθεί ξεκινά μια νέα πορεία στο πολύπαθο θέατρο. Στους κύκλους των ηθοποιών θεωρείται απόψε σχεδόν δεδομένη η τοποθέτηση του Γιάννη Αναστασάκη, Θεσσαλονικιού ηθοποιού και σκηνοθέτη, στην καρέκλα του Καλλιτεχνικού Διευθυντή. Ένα πρόσωπο αγαπητό και αποδεκτό στους χώρους του θεάτρου και για πρώτη φορά ένα πρόσωπο με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, από το 1991 που ήταν ο Νίκος Μπακόλας. Που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και για πρώτη φορά την πόλη. γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1964, σπούδασε Κλασσική Φιλολογία στα Γιάννενα, Θέατρο στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ και έχει συνεχή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα ως σκηνοθέτης και ως ηθοποιός. Μένει να δούμε αν αύριο η εξέλιξη θα είναι σε αυτή την κατεύθυνση και η νέα περίοδος ενός θεάτρου που χρωστά περισσότερα από 4 μηνιάτικα στους εργαζομένους του, με το ΙΚΑ να καιροφυλακτεί για απλήρωτες εισφορές και περίεργες υποθέσεις του να απασχολούν τη δικαιοσύνη, θα ξεκινήσει τη νέα του περίοδο πιο γαλήνια από ότι τέλειωσε την προηγούμενη. Μακάρι.
Διαβάστε επίσης: Η απουσία του ΚΘΒΕ