Αμίλητα ζευγάρια, σχεδόν βουβά
Ζωές που δεν μετρήθηκαν όπως έπρεπε, όταν έπρεπε και κατέληξαν αδιέξοδες.
Λογικά θα έπρεπε αυτή την ώρα που η ζωή κυλάει σα ρυάκι στις φλέβες και η μέρα είναι μπροστά, κάτι να είχαν να πουν. Τα όνειρα που είδαν τη νύχτα, τα άγχη για το τι θα απογίνουν τα παιδιά, ένα σχέδιο για μια εκδρομή, πως θα βγει ο μήνας με τόσα έξοδα. Αντί για αυτά σιωπή. Ίσως κανένα νευρικό σχόλιο για το μποτιλιάρισμα. Μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, αχτένιστος έφυγες πάλι από το σπίτι και μετά σιωπή.
Τα ίδια ζευγάρια τα βράδια στις ταβέρνες ή τα καφέ. Κοιτάζουν τον κατάλογο, ανταλλάσσουν δυο στυφές κουβέντες για τον καιρό που κρύωσε έξαφνα και μετά που και που ρίχνουν καμιά κλεφτή ματιά στο κινητό, μήπως η λύση έρθει από κει. Θα σχολιάσουν στην καλύτερη των περιπτώσεων το φόρεμα μιας ελαφρώς ενδεδυμένης κυρίας. Κάποια στιγμή ένας από τους δυο θα πει κάτι για το φαγητό, καλό, κακό λίγη σημασία έχει και θα προτείνει το λογαριασμό. Ο άλλος θα αναστενάξει με ανακούφιση. Θα γυρίσουν σπίτι το ίδιο αμίλητοι, θα βάλουν ίσως ένα dvd από τα δεκάδες που πήραν από τις εφημερίδες, θα αποκοιμηθούν στον καναπέ με την τηλεόραση να παίζει.
Τα χρόνια θα περάσουν, οι κουβέντες θα γίνονται λιγότερες, διεκπεραιωτικές, η σιωπή θα πληθύνει. Και τα λόγια θα κρατηθούν εκτός σπιτιού. Στενάχωρη εικόνα. Σαν πίνακας του Έντουαρντ Χόπερ. Με κείνη στο παράθυρο να κοιτάζει έξω και κείνον στο τραπέζι βουβό. Και η τηλεόραση θα λέει νούμερα. Άνθρωποι απόμακροι που ο φόβος της κρίσης τους κρατά πια μαζί αναγκαστικά. Ανεβαίνεις σε ασανσέρ πολυκατοικιών και ακούς την απόλυτη σιωπή. Ή καβγάδες. Γέλια ελάχιστα.
Το φανάρι ανάβει πράσινο, το αυτοκίνητο ξεκινά. Σε λίγο μπαίνει στην Τσιμισκή. Τουλάχιστον εκεί έχει βιτρίνες. Ένα σχόλιο για τις τιμές, τα χρώματα του χειμώνα που είναι έντονα φέτος. Την κίνηση. Στα γιορτινά τραπέζια, η παρουσία των παιδιών, οι αναμνήσεις παλιών, λιγότερο αμήχανων ημερών, δυο γουλιές κρασί, λειτούργησαν ως καταλύτης στον πάγο της αβάσταχτης καθημερινότητας. Τώρα ξανά σιωπή.