Αν ή Να;
Μην το ρωτάς. Δεν είναι εγκεφαλική, είναι ψυχική λειτουργία. Κάν’ το.
της Ελένης Πλακίδα
Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει μια πολεμική εναντίον του Αν. Κείμενα πολλά – συνήθως διαδικτυακά – όπου οι γράφοντες εκθέτουν τον προβληματισμό τους και αντιπροτείνουν το Να.
Αν. Μια τοσοδούλικη λέξη. Δυο γράμματα που όμως την κάνουν τη ζημιά τους. Τη γνωρίζω και προσωπικά τη λέξη. Έχω περάσει μαζί της ώρες και μέρες και νύχτες και χρόνια. Είναι όμως άλλα τα Αν της ημέρας και άλλα εκείνα της νύχτας. Τα πρώτα είναι πιο ανώδυνα, πιο ακίνδυνα, πιο ανάλαφρα. Θα μπορούσαμε να τα βαφτίσουμε τα «Αν» της φιλοσοφίας ή της αμπελοφιλοσοφίας, αν είμαστε αυστηροί κριτές. Δεν είμαστε, όμως. Οπότε, τα ακούμε και μας προκαλούν ένα ελαφρύ μειδίαμα συγκατάβασης. Ενίοτε και μια θυμηδία.
Τα δεύτερα – εκείνα της νύχτας – είναι που πονάνε. Είναι τότε που στήνεις το Α και το Ν έτσι κι αλλιώς. Τους αλλάζεις θέση, τα γέρνεις (γέρνεις κι εσύ μαζί τους), τα στραβώνεις (αφού έχεις υποστεί κι εσύ στρέβλωση), τα μικραίνεις ή, μάλλον, το προσπαθείς, αλλά αυτά αντιστέκονται και μεγαλώνουν, μεγαλώνουν… Κυριεύουν κατά κράτος τα δευτερόλεπτά σου, εκείνα τα δευτερόλεπτα της νύχτας που αργούν να αθροιστούν, για να περάσουν τα λεπτά και να γίνουν ώρες. Δεν προσπαθείς να τα εξηγήσεις αυτά τα νυχτερινά Αν. Κάποια στιγμή τα ενσωματώνεις και πορεύεσαι μαζί τους. Αν δείτε άνθρωπο σκυφτό, είναι από το άχθος αυτών των Αν.
Τι προτείνουν λοιπόν οι πολέμιοι του Αν; Να το κάνουμε Να.
Εύκολο θα μου πείτε. Αντιστρέφουμε τα γράμματα και έγινε. Όλα καλά! Πόσο αθώο είναι όμως αυτό το Να;
Κατ’ αρχήν, η πρόταση της οποίας ηγείται είναι δευτερεύουσα βουλητική ως υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα πρέπει (φιλολογική αλλοτρίωση). Γίνεται όμως κύρια! Διαχωρίζεται από το πρέπει, το ν γίνεται Ν και φιγουράρει μόνη της ως κυρία!
Να είσαι ευγενικός. Να είσαι καλός. Να δώσεις το χεράκι σου και να πεις χρόνια πολλά (σύνηθες στην παιδική ηλικία). Να καθαρίσεις το δωμάτιό σου. Να έχεις πιο χαμηλά τη μουσική. Να… Μέχρι εδώ καλά (;). Λέγονται, συνήθως, για να διαμορφώσουν καλούς χαρακτήρες (ιερός σκοπός).
Να σταθείς στα πόδια σου (που δε σε κρατάνε). Να είσαι δυνατός. Να παλέψεις (με τι;). Να μην το αφήσεις να σε νικήσει. Να χαμογελάς (κι ας μην μπορείς). Να πιάσεις τον ταύρο απ’ τα κέρατα (γαμώ το κέρατό μου). Να στηρίζεις (ενώ τα δικά σου δοκάρια έχουν καταρρεύσει). Να πετάς, έστω και με σπασμένα φτερά, που λέει κι ο ποιητής. Μόνο που ο ποιητής το λέει στον εαυτό του και – ειρήσθω εν παρόδω – είναι και κληρονόμος πουλιών.
Κι αν λέγονται από παθόντες και μαθόντες, πάει καλά. Είναι, όμως, αυτά τα Να συμβουλές προς ναυτιλομένους – ναυαγούς από άβρεχους ναυάρχους των γραφείων. Φοράνε οι ναύαρχοι τα καλά τους, έχουν διαβάσει τη θεωρία τους, παίρνουν εκείνο το ύφος 150 καρδιναλίων, τεντώνουν το δείκτη, ενίοτε, σε χτυπούν και φιλικά στον ώμο. Αυτά τα Να σε θυμώνουν. Σε εξοργίζουν. Σε αηδιάζουν. Σε κάνουν έξω φρενών. Σε μουλαρώνουν. Τέλος, είναι κάτι γλυκά Να. Να μου προσέχεις. Να τρως γιατί μου αδυνάτισες. Να κοιμάσαι το μεσημέρι για να ξεκουράζεσαι λίγο. Να σου τρίψω λίγο την πλατούλα; Να σου κάνω ένα καφεδάκι; Να σου δώσω ένα ποτήρι δροσερό νερό; Να σε κάνω μια αγκαλιά;
Η γλύκα τους είναι εκείνο το «μου» ή το «σου – σε». Αυτές οι αντωνυμίες είναι που τους προσδίδουν μια τρυφερότητα, ένα νοιάξιμο.
Εδώ ο αντίλογος έχει να κάνει με όσα έχουν ερωτηματικό. Μην το ρωτάς. Δεν είναι εγκεφαλική, είναι ψυχική λειτουργία. Κάν’ το. Λοιπόν; Αν ή Να;
*Η Ελένη Πλακίδα είναι φιλόλογος