Ανακαλύπτοντας τη λούμπεν επιχειρηματικότητα
Σίγουρα δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένας πρώην εργοδότης σου να κατηγορείται για κακουργηματική πράξη σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, που επισύρει ποινή μέχρι και ισόβιας κάθειρξης. Το πρώτο πράγμα που νιώθεις με μια τέτοια είδηση, ιδίως αν παραιτήθηκες μην αντέχοντας ένα ασίγαστα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον που κάθε μέρα σε απέβαλλε, σαν ξένο σώμα; Ασφαλώς μια […]
Σίγουρα δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένας πρώην εργοδότης σου να κατηγορείται για κακουργηματική πράξη σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, που επισύρει ποινή μέχρι και ισόβιας κάθειρξης.
Το πρώτο πράγμα που νιώθεις με μια τέτοια είδηση, ιδίως αν παραιτήθηκες μην αντέχοντας ένα ασίγαστα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον που κάθε μέρα σε απέβαλλε, σαν ξένο σώμα; Ασφαλώς μια δικαίωση για την επιλογή σου να προτιμήσεις την ανεργία από μια ισοπεδωτική, ηθικά και ψυχικά, δουλειά. Απόφαση δύσκολη και με βαρύ τίμημα: την καθημερινότητα της ανεργίας, της απελπισμένης αποστολής βιογραφικών, της αυτοεξορίας από την κοινωνία ή τουλάχιστο από αυτό το μεγάλο και κομβικό κομμάτι της που λέγεται εργασία. Με επακόλουθο μια καθημερινή ψυχολογική μάχη με τον ίδιο σου τον εαυτό – μια μάχη που κοπάζει κάθε βράδυ που πέφτεις να κοιμηθείς και ξαναρχίζει φρέσκια κάθε πρωί – ενάντια στην αίσθηση απαξίωσης, την απογοήτευση, σε αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα που αναβλύζουν ανελέητα, ζητώντας απαντήσεις που δεν υπάρχουν.
Εν συνεχεία, βάζοντας στην άκρη τα ουκ ολίγα συναισθήματα – και νικώντας τον ζωντανό πειρασμό να διηγηθείς καταστάσεις που βίωσες σε αυτή τη δουλειά, τις οποίες πλέον είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να διερευνήσει και όχι δική σου να αναπαράγεις –, αναρωτιέσαι γιατί έπρεπε να φτάσει η χώρα σου στη χρεοκοπία, την εποπτεία από μια Τρόικα, στο διεθνή διασυρμό, στην από χίλιες πλευρές εξαθλίωση των κατοίκων της, σε έναν πάτο δίχως προηγούμενο για να «ανακαλυφθεί», να έρθει επιτέλους στο φως η λούμπεν επιχειρηματικότητα που αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της όλα αυτά τα χρόνια. Κακοί εργοδότες που εκμεταλλεύονταν αμείλικτα τους εργαζόμενούς τους, που χρωστούσαν στο Δημόσιο ή απλώς το έκλεβαν, που εμφάνιζαν μια παραπλανητική βιτρίνα πίσω από την οποία κρυβόταν ένας εφιάλτης που μόνο εργαζόμενοι που είχαν πέσει στα δίχτυα τους γνώριζαν. Αλλά και διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί που με το αζημίωτο έκαναν τα στραβά μάτια ή και κάτι περισσότερο προκειμένου να πάει παρακάτω, να τσουλήσει το τρενάκι του εύκολου, παρακμιακού, ανθρωποβόρου πλουτισμού, καταβροχθίζοντας αξίες, ιδανικά, ανθρώπινες ζωές στο διάβα του.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν μια φτωχή, πεινασμένη, αξιακά ελλειμματική χώρα, δίχως θεσμικά ή άλλα δίχτυα ασφαλείας – μια ανοχύρωτη πόλη – από την οποία πέρασε σαν τυφώνας, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του ο καπιταλισμός της μαζικής κατανάλωσης. Δημιουργώντας στην πορεία πυλώνες – κάπως σαν αυτούς που περνάει τα καλώδιά της η ΔΕΗ – που εγγυούνταν τη διαιώνισή του και τη διάχυσή του ακόμα και στις πιο απόμερες γωνιές της: αμέτρητους νεόπλουτους που παρέλαυναν με τις αμαξάρες τους στους ρημαγμένους δρόμους της επιδεικνύοντας τη ζηλευτή κοινωνική τους επιτυχία, βασισμένη κατά κανόνα στην προαναφερθείσα παρακμιακή επιχειρηματικότητα. Αλλά και νέες αξίες όπως αυτή του εύκολου, άκοπου χρηματιστηριακού κέρδους. Επιπλέον, καινούργιες μεγάλες ιδέες όπως αυτή της αθλητικής υπεροχής με τις μεθυστικές επιτυχίες Ελλήνων αθλητών σε διεθνείς διοργανώσεις (εργαστηριακά κατασκευασμένες όπως φάνηκε εκ των υστέρων), ήρθαν να συμπληρώσουν το παζλ, να δώσουν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στο πρωινό όνειρο λίγο πριν το ξημέρωμα της κρίσης.
Εν τέλει, υπάρχει απ’ τη μια η ηθική ικανοποίηση που, έστω και σήμερα, εργοδότες όπως ο εν λόγω αλλά και πολλοί άλλοι έρχονται αντιμέτωποι με τις «αμαρτίες τους» και καλούνται να πληρώσουν. Αλλά, απ’ την άλλη, αναρωτιέσαι γιατί έπρεπε να φτάσουμε μέχρι εδώ για να αλλάξουμε – ή να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε – ρότα. Και αν αυτή η αλλαγή πορείας έχει άραγε περάσει σαν ηθική επιταγή στη νεοελληνική κοινωνία. Ή απλώς αποτελεί ένα επίπονο και αναπόφευκτο στάδιο, μια στενωπό από την οποία πρέπει να περάσει αυτή η κοινωνία προκειμένου, κάποια στιγμή, να επιστρέψει πανηγυρικά στα παλιά καλά χρόνια.