Αγγελιοφόρος- Αναμνήσεις μιας επταετίας
του Θοδωρή Μπούντα Τι χρειάζεται για να φτιαχτεί μια εφημερίδα; Μερικά καφάσια, ένα γραφείο, ένα τηλέφωνο, ένα τυπογραφείο και μερικοί «παλαβοί». Τι χρειάζεται για να κλείσει; Πολυτελή γραφεία, τεχνολογία και πολλοί συνδικαλισμένοι. Αυτή είναι η ιστορία της εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» όπως την έζησα από πρώτο χέρι στα πρώτα επτά χρόνια της. Δική μου η οπτική γωνία […]
του Θοδωρή Μπούντα
Τι χρειάζεται για να φτιαχτεί μια εφημερίδα; Μερικά καφάσια, ένα γραφείο, ένα τηλέφωνο, ένα τυπογραφείο και μερικοί «παλαβοί». Τι χρειάζεται για να κλείσει; Πολυτελή γραφεία, τεχνολογία και πολλοί συνδικαλισμένοι. Αυτή είναι η ιστορία της εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» όπως την έζησα από πρώτο χέρι στα πρώτα επτά χρόνια της. Δική μου η οπτική γωνία και γι΄αυτό δεν θα μπω σε διάλογο ή αντιπαράθεση με κανέναν. Του Θοδωρή Μπούντα
Ήταν αρχές καλοκαιρού του 1996 (θεέ μου πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια) όταν μου τηλεφώνησε ο συνάδελφος Αλέκος Παπαδόπουλος και μου ζήτησε να πάω σε ένα meeting που είχε ως σκοπό τη δημιουργία ή μάλλον την αναβάθμιση μιας εφημερίδας. Επρόκειτο για τον Αγγελιοφόρο που μέχρι τότε κυκλοφορούσε ως εφημερίδα αγγελιών. Η κατάρρευση της δυναστείας Βελλίδη είχε δημιουργήσει το τέλειο περιβάλλον για μια νέα πολιτική εφημερίδα στη βόρεια Ελλάδα. Αφού μας ενημέρωσαν πως από πίσω βρισκόταν μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα της Αθήνας πέσαμε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά. Ο χώρος ήταν ένα δυαράκι διαμέρισμα στην οδό Μητροπόλεως. Τρία γραφεία για 15 άτομα, ένα τηλέφωνο. Για να καθόμαστε εκ περιτροπής επιστρατεύσαμε μερικά καφάσια που βρήκαμε έξω από την πολυκατοικία και ριχτήκαμε στη δουλειά. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε 3 του Σεπτέμβρη. Η ημερομηνία ήταν συμβολική και όσοι είναι παλιοί «Πασόκοι» καταλαβαίνουν.
Η επιτυχία ήρθε αμέσως, αφού υπήρχε σοβαρό κενό αλλά και επειδή για πρώτη φορά η Θεσσαλονίκη είχε εφημερίδα Αθηναϊκών προδιαγραφών. Μετά από λίγο καιρό μεταφερθήκαμε στα καινούρια γραφεία στην Τσιμισκή. Πολυτέλεια, τεχνολογία, τηλέφωνα και υπολογιστές, αμέτρητο προσωπικό και βέβαια ο καθένας από μία λειτουργική καρέκλα να κάθεται. Η εφημερίδα απέκτησε και κυριακάτικη έκδοση, εμπλουτίστηκε με περιοδικά, κι άλλο προσωπικό αλλά και χρηματοδότη βιομήχανο εκ Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν τα εκπληκτικά εκτυπωτικά στο Κιλκίς και όλα ήταν απίστευτα επαγγελματικά.
Για μένα θυμάμαι μεταξύ άλλων να πηγαίνω στο φλεγόμενο Σεράγεβο με C-130, να κάνω δεκάδες πτήσεις με Σινούκ, να ψάχνω το Γιάκοβλεφ στον παγωμένο Όλυμπο και αμέσως μετά να μένω με πνευμονία στο κρεβάτι για ένα μήνα, να καλύπτω την υπόθεση με τον Άκη Πάνου και την δολοφονία του γαμπρού του (ποτέ δεν πείστηκα ότι το έκανε αυτός μολονότι ομολόγησε ενώ ήξερε ότι σε έξι μήνες θα πέθαινε από καρκίνο όπως και έγινε. Για μένα κάλυψε κάποιον ή μάλλον κάποια), να ψάχνω το αποκεφαλισμένο πτώμα της ελληνοαμερικανίδας στις ακτές της Καβάλας, να οργώνω με τον φωτογράφο της εφημερίδας Νεκτάριο Βαρδίκο τη βόρεια Ελλάδα από το Διδυμότειχο μέχρι την Κοζάνη από χωριό σε χωριό. Τον Αλέκο να μου λέει από το τηλέφωνο «Μη ξεχάσεις, θέλω κεφαλάκια όπου πας», εννοώντας φωτογραφίες ανώνυμων πολιτών με όνομα και δήλωση. Το clubbing για το οποίο δούλευα εκτός ωραρίου επειδή το αγαπούσα. Αστυνομικό, στρατιωτικό, καλλιτεχνικό, ελεύθερο, δικαστικό σχεδόν όλα τα ρεπορτάζ.
Στην εφημερίδα γνώρισα καλούς και κακούς ανθρώπους (αλλά μιλάμε για πολύ κακούς), καλούς δημοσιογράφους αλλά και κακούς. Κάποια στιγμή μετατέθηκα στο Κυριακάτικο φύλο (γυναίκα αρχισυντάκτης που δεν ζει πια μου έκανε τη ζωή κόλαση επειδή δε με χώνευε), αργότερα στο περιοδικό Sunday (με τον Τούλα να μου μιλάει για καλλιτέχνες που δεν είχα ακούσει ποτέ). Μετά βαρέθηκα και απολύθηκα. Έτσι κι αλλιώς η εφημερίδα είχε καταντήσει Βυζαντινό ανάκτορο. Ραδιουργίες, συνομωσίες, καρφώματα, αλλαγές επί αλλαγών διευθυντών. Αηδία. Η εφημερίδα συνέχισε τον δρόμο της και για χρόνια άκουγα κουτσομπολιά. Ώσπου όλα κατέρρευσαν μαζί με τις οικονομικές αιμοδοσίες πολιτικών και τραπεζιτών αλλά και τη γενικότερη κρίση των Εντύπων.
Τι μου έμεινε; Δέκα τρελοί να κάθονται πάνω σε καφάσια για να βγάλουν μια εφημερίδα. Να κουράζονται αλλά όταν παίρνουν στο χέρι τους το πρώτο τεύχος, να το ξεφυλλίζουν, να το αγγίζουν και να το μυρίζουν. Να νιώθουν όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο στην πλώρη του Τιτανικού. Χωρίς ακόμη να ξέρουν για το παγόβουνο που περίμενε πιο κάτω.