Ανθρώπινα οστά στα πέριξ του Γεντί Κουλέ
Διήγημα από την υπό έκδοση συλλογή «ΠΑΡΚΟΥΡ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ»
Διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού, βαλόντες κλήρον…
Κατά Ματθαίον.
Βρέθηκα! Με βρήκαν επιτέλους! Ξεθάφτηκα και βγήκα στο φως του ήλιου ύστερα από τόσα… πόσα άραγε χρόνια; Στο απόλυτο σκοτάδι χάνεις το μέτρημα. Μαζί με καμιά τριανταριά ακόμα, συντρόφους, συγκρατούμενους, συναγωνιστές… πώς να μας πω άραγε; φυλακισμένους στο Γεντί και εκτελεσμένους.
Εκεί από πίσω, στα λοφάκια τα χαμηλά, στα βοσκοτόπια τα χορταριασμένα, όπου οι Ασβεστοχωρίτες τσομπαναραίοι κατέβαζαν τα προβατάκια τους για βοσκή. Στη εκτέλεσή μας, πρωί πρωί, αχάραγα ακόμα, δεν ήταν παρόντα εκείνη τη στιγμή για να ‘χουμε με τα βελάσματά τους τη δικιά τους τουλάχιστον μαρτυρία και συμπόνοια.
Έσκαψαν τον λάκκο μας οι ποινικοί. Αφού μας έγδυσαν ολότελα, ρούχα, παπούτσια, τιμαλφή, ήταν η αμοιβή τους για την αγγαρεία, μας παράχωσαν όλους τον ένα δίπλα στο άλλο, ολόγυμνους και όπως όπως. Κάποιους πίστομα, μερικούς στο πλάι, χωρίς καν να μας σταυρώσουν τα χέρια στη στάση της αιώνιας ανάπαυσης.
Τι ξεφτιλίκι! Ντρέπομαι, ντρέπομαι τόσο πολύ. Ντρέπομαι που με βρήκαν γυμνό οι ζωντανοί, ντρέπομαι που γυμνός παρουσιάστηκα στον άλλο κόσμο.
Στο χωριό μου τους πεθαμένους τους παραχώναμε όλους, πλούσιους και φτωχούς, τίμιους και άτιμους, με τα καλύτερά τους ρούχα, τα επίσημα, τα γαμπριάτικα για τους άντρες, τα νυφικά για τις γυναίκες.
Αχ μανούλα μου, καλύτερα που τα ματάκια σου δεν αντίκρισαν την γύμνια μου. Ούτε στην ταφή ούτε στην εκταφή μου.
* * *
«Πάμε κοντά στη φαγάνα, θέλω να δω πώς δουλεύει!»
Ο ξανθομπάμπουρας τραβάει τη μαμά του από το μπουφάν. Εκείνη βιάζεται, ο μικρός επιμένει. 12 30΄ το μεσημέρι, μόλις σχόλασε η πρώτη βάρδια του νηπιαγωγείου. Ασυγκράτητα πιτσιρίκια έχουν ξεχυθεί στο δρόμο, οι δασκάλες τα μοιράζουν σε γονείς και παπούδες.
«Πάμε κοντά στη φαγάνα, σου λέω!…»
Το σκαπτικό του δήμου άρχισε εδώ και ώρα τη διάνοιξη του φρεατίου αποχέτευσης στα πλαίσια της ανάπλασης της πλατείας. Το μεγάλο έργο κατά την σύμβαση θα ολοκληρωθεί μέσα στο χρόνο και προβλέπει παιδική χαρά, υπαίθριο γυμναστήριο για το κοινό, διαδρόμους για ρόλερ και σκέιμπορντ, παγκάκια ανάπαυσης για να ξεκουράζονται παπούδες και γιαγιάδες.
Κάποια στιγμή ο Αλβανός αρχιεργάτης κάνει επιταχτικά νόημα στον χειριστή να σταματήσει. Μια κνήμη κι ένα πέλμα προβάλουν μέσα από το φρεσκοσκαμμένο λάκκο του φρεατίου. Ευτυχώς ο Αλβανός τα πρόσεξε έγκαιρα.
«Όχι, ρε πούστη μου, αυτά είναι ανθρώπινα!»
Όλο το εργοτάξιο μαζεύτηκε για να αναγνωριστεί το μακάβριο εύρημα, που όχι, δεν ανήκει σε ζώο. Είναι πράγματι ανθρώπινα οστά. Στα δύο μέτρα πιο εκεί άλλα οστά. Κι ένα κρανίο. Γενική κινητοποίηση. Κατέφτασε πάραυτα και ο αντιδήμαρχος τεχνικών έργων.
Πιθανόν πρόκειται για τάφο ομαδικό. Η φυλακή Γεντί Κουλέ δεν απέχει παραπάνω από διακόσια μέρα και η γύρω περιοχή ήταν γνωστός τόπος εκτέλεσης θανατοποινιτών. Ποινικών και πολιτικών. Στο εξής θα πρέπει να σκάψουν πιο προσεχτικά το μέγεθος της ταφής. Πάντως, μετά την πρώτη εκτίμηση, υπάρχει γενική ανακούφιση. Πρόκειται για τάφο σύχρονο, για εκτελεσμένους την εποχή του Εμφύλιου, και όχι για τίποτα αρχαιότητες με κτερίσματα και προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, πολύτιμα για τους αρχαιολόγους, που όμως θα μπορούσαν να στείλουν περίπατο τον φιλόδοξο σχεδιασμό του δημοτικού έργου. Ευτυχώς!
* * *
Είμαι μπερδεμένος, πέρασαν τόσα χρόνια στην απομόνωση της γης. Βάλε και τις διάφορες φυλακές. Μόνο στο Γεντί παρέμεινα σχεδόν μισό χρόνο περιμένοντας την εκτέλεση της ποινής μου.
Δεν θυμάμαι γιατί, για ποιο έγκλημα, ούτε καν ποιος είμαι. Απ’ τα δεκαεφτά μου στο κίνημα ξέχασα την μικρή μου πατρίδα, το χωριό μου, την οικογένεια, τα αδέλφια, τους φίλους. Στο μυαλό μου είχα μόνο τη μεγάλη παγκόσμια πατρίδα και φίλο μου το όπλο που μου εμπιστεύτηκαν για να την υπερασπιστώ.
Με συνέλαβαν ύστερα από καρφωτή. Κατέληξα υπό διωγμόν κατάσκοπος, φονιάς, προδότης…
Το άδειο κρανίο μου, κούφιο καύκαλο, δεν μπορεί πια να φτιάξει εικόνες, να συναρμολογήσει τα κομμάτια της ζωής μου, να θυμηθεί.
* * *
Το συνεργείο του δήμου με τα κράνη και τα φωσφοριζέ γιλέκα έχουν περιφράξει το έργο με φαρδύ πορτοκαλί πλέγμα. Η προσεχτική εκσκαφή αποκάλυψε τελικά τριάντα τρεις σκελετούς εκτελεσμένων. Όσο προχωρούν οι εργασίες παρουσία του ιατροδικαστή, η πορτοκαλί περίφραξη ενισχύεται με αδιαφανείς νάυλον λωρίδες.
Τα ευρήματα δεν πρέπει να εκτίθενται στα μάτια του κοινού. Προπάντων στα μάτια των μικρών παιδιών του διπλανού νηπιαγωγείου. Οι μαθητές δεν πρέπει επ’ ουδενί να δουν, δεν πρέπει ποτέ να μάθουν πως η αυλή του σχολείου τους ήταν κάποτε πεδίον βολής σε ζωντανούς στόχους.
Υπάλληλοι της ιατροδικαστικής φορώντας πλαστικά γάντια ξεχωρίζουν τους σκελετούς και τους τοποθετούν σε μεγάλες μαύρες σακκούλες.
Στα εργαστήρια της υπηρεσίας με δείγμα DNA από τους εναπομείναντες συγγενείς θα γίνει η ταυτοποίηση.
Το συγκεκριμμένο έργο επιβάλλεται να ολοκληρωθεί εγκαίρως, ίσως και συντομότερα από τον προβλεπόμενο χρόνο. Η ιστορία είναι μαρτυριάρα και ανεπιθύμητες οι καταθέσεις της για τις συλλογικές μας ενοχές. Στον χώρο της εκτέλεσης με τη βιασύνη του επείγοντως θα στηθούν τσουλήθρες και τραμπάλες και μονόζυγα για να παίζουν ξένιαστα τα παιδάκια τρώγοντας πατατάκια και γκοφρέτες. Την άνοιξη αγριομολόχες και παπαρούνες θα καλύψουν τα παρτέρια με το χώμα της εκταφής.
Τα κόκκινα λουλούδια τους μπορεί να είναι σταλαγματιές από το αίμα της χαριστικής βολής. Αυτό όμως δεν θα το μάθουν ποτέ τα παιδάκια του νηπιαγωγείου.
* * *
Κι εγώ, ανάμεσα στο πουθενά και στο παντού, στο είμαι και δεν υπάρχω, θα περιφέρομαι ανώνυμη σκιά ανάμεσα σε σκιές συντρόφων, άγνωστος, γυμνός, ο μόνος αταυτοποίητος, και θα τους ρωτάω έναν έναν με αγωνία:
«Ρε σύντροφοι, ποιος είμαι; Με ξέρετε; Με γνωρίζει κανένας;»
*Διήγημα από την υπό έκδοση συλλογή «ΠΑΡΚΟΥΡ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ»