Ο άνθρωπος με το ηλίθιο χαμόγελο
Φαρδύ και ηλίθιο. Ζωγραφισμένο στα χείλη. Άρχισε να αμφιβάλλει.
Λέξεις: Δημήτρης Τσινικόπουλος
Έστριψε βιαστικός σε μια γωνιά του δρόμου. Περπάτησε γρήγορα και ήρθε φάτσα με φάτσα με έναν τύπο που χαμογελούσε. Με ηλίθιο χαμόγελο. Τον κοίταξε κάποια στιγμή περίεργα. Του φάνηκε ακίνητος στη μέση του πεζοδρομίου. Ήθελε να καθίσει για λίγο απέναντί του. Και να τον περιεργαστεί. Να τον ρωτήσει, γιατί, είχε εκείνο το περίεργο, το ηλίθιο χαμόγελο. Στα αφυδατωμένα χείλη. Τι τον έκανε να χαμογελάει έτσι, και να δείχνει χαρούμενος ενώ ήταν ρακένδυτος σχεδόν;
Για μια στιγμή σκέφτηκε, μήπως, ήταν βισματωμένος με κανένα αδιόρατο καλώδιο, κι άκουγε μήνυμα από το κινητό του, ή συνομιλούσε. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα, ν’ ακούσει τη φωνή του, να δει τα χείλη του ν’ ανοιγοκλείνουν. Περίμενε να σιγουρευτεί ότι συνομιλεί με κάποιον. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Τίποτα. Ο τύπος δεν συνομιλούσε με κανέναν, και με κανένα κινητό. Δεν είχε ακουστικά στα αυτιά. Σιγουρεύτηκε. Τότε, προς τι, το διάπλατο αυτό ηλίθιο, χαμόγελο; Πού οφειλόταν; Ήταν ευτυχισμένος; Είχε προηγηθεί χαρμόσυνο γεγονός; Σκεφτόταν ποιον θα συναντούσε; Συλλογιζόταν τι τον περίμενε;
Γύρισε καθώς τον προσπέρασε να τον ξανακοιτάξει. Να τον περιεργασθεί από πίσω, μήπως αντλούσε κάποια πληροφορία άλλη, αλλά ο τύπος με το ηλίθιο χαμόγελο, είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί.
Τάχυνε το βήμα του. Μπήκε στο αστικό. Κάθισε σε μια άδεια θέση, και, ω! να τος πάλι, μπροστά του ο άνθρωπος με το ηλίθιο χαμόγελο. Να τος πάλι! Τον είδε να βγάζει το καπέλο του και να το ξαναφοράει με τρόπο που έδειχνε σα να χαιρετάει κάποιον. Τον κοίταξε και πάλι προσεκτικά. Τον κοίταξε κι αυτός. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Για λίγο. Μόνο που τώρα, τώρα που τον ξαναέβλεπε, του φάνηκε πιο χοντρός και πιο καλοντυμένος. Δεν ήταν και τόσο ρακένδυτος. Αλλά, το χαμόγελο, χαμόγελο! Φαρδύ και ηλίθιο. Ζωγραφισμένο στα χείλη. Άρχισε να αμφιβάλλει. Ήταν ο ίδιος με τον πρώτο που είδε, ή ήταν κάποιος άλλος; Και από πού αυτή η ευφορία, ώστε να χαμογελά; Κοίταξε τους άλλους συνεπιβάτες τριγύρω. Κατηφείς οι περισσότεροι. Βλέμμα απλανές. Αδιάφορο. Χείλη σφιγμένα. Σκέψεις σκοτεινές. Αδιαπέραστες. Κάποιες συσπάσεις στα χείλη θυμίζουν χαμόγελο. Ίχνη από χαλασμένο ξυνισμένο χαμόγελο. Απομεινάρια ενός παλιού ξεχασμένου γέλιου. Αλλά αυτός εκεί. Στη θέση του. Με ένα φαρδύ, ηλίθιο, χαμόγελο. Σκαλισμένο στα χείλη.
Κατέβηκαν στην ίδια στάση. Τον έχασε ξαφνικά μέσα στο πλήθος. Τον έψαξε δεξιά, αριστερά. Πουθενά. Ήταν χαμένος μέσα στο πλήθος, το ανώνυμο, με τα σφιγμένα χείλη, με την κατήφεια στα μάτια. Περπάτησε 500 μέτρα περίπου μέχρι να φτάσει στο σπίτι του. Αλλά, πριν φτάσει, να τος πάλι ο περίεργος άνθρωπος με το ηλίθιο πλατύ χαμόγελο. Τον κοίταξε για να δει αν τον κοίταζε κι αυτός. Ναι, τον κοίταζε κοροϊδευτικά κάπως. Τον περιεργάστηκε. Αυτή τη φορά, του φάνηκε πιο ψηλός και ξερακιανός κάπως. Ήταν ο ίδιος τύπος; Μήπως του φάνηκε ότι είναι άλλος, αλλά είναι ο ίδιος; Κι αν είναι άλλος, από πού ξεφύτρωσαν τόσοι άνθρωποι με ένα πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη;
Μπήκε στο σπίτι του συλλογισμένος. Κάθησε στο καθιστικό. Η γυναίκα του ήρθε κοντά του και καθώς τον είδε, τον σιγορώτησε: «Γιατί έχεις ένα πλατύ, σχεδόν ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη;».