Άνθρωπος στη θάλασσα
Γιατί παρατήσαμε το τιμόνι στην Αδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε από ανία το ερημικό πουλί που κάθησε κάποτε στην πρύμη μας;
«Κάποτε η κραυγή “άνθρωπος στη θάλασσα!” υποχρέωνε την κοινότητα ενός καραβιού να επιστρατεύσει όλες τις υλικές και ηθικές δυνάμεις της για να σώσει αυτόν που βρισκόταν σε κίνδυνο.
Η επιστράτευση της κοινότητας ήταν ολοκληρωτική, εσωτερική, ενστικτώδης, δηλαδή ανάλογη σε δύναμη και ομόλογη σε ποιότητα προς τα φυσικά στοιχεία που απειλούσαν το κινδυνεύον μέλος της. Γιατί αλίμονο στο σκάφος εκείνο που θα μπορούσε να αδιαφορήσει σε μια τέτοια κραυγή.
Θα ήταν ένα σκάφος καταδικασμένο και το ίδιο σε χαμό, ένα σκάφος καταραμένο, άρρωστο, ταμένο του Διαόλου.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, στο δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ολόφωτο πλέει το καράβι μας στα κύματα των πνιγμένων που κανείς δεν τους άκουσε ποτέ. Μα αν δεν ξυπνήσουμε στην ώρα μας, θα ξυπνήσουμε αύριο πεθαμένοι-σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σε τούτο το άσκοπο πλεούμενο. Με όλους τους νόμους και τους προφήτες να σαπίζουνε στο αμπάρι. Με την παντιέρα κουρέλι και τη χολέρα να κόβει βόλτες εκεί που ηχούσαν κάποτε τραγούδια.
Γιατί παρατήσαμε το τιμόνι στην Αδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε από ανία το ερημικό πουλί που κάθησε κάποτε στην πρύμη μας.»
– Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Άνθρωπος στην Θάλασσα, εκδ. Ύψιλον, 1992