Featured

Η αντι-συνταγματικότητα του προστίμου των 100 ευρώ

Το μέτρο αυτό έχει ανοίξει δικαιολογημένα μεγάλη συζήτηση και έντονους προβληματισμούς γύρω από τη νομιμότητα των μέτρων στον καιρό της πανδημίας

Χρήστος Ωραιόπουλος
η-αντι-συνταγματικότητα-του-προστίμο-850760
Χρήστος Ωραιόπουλος
Εικόνα: Unsplash

Ο εμβολιασμός πράγματι αποτελεί μονόδρομο κι ο κόσμος πρέπει να το κατανοήσει αυτό. Το εμβόλιο αποτελεί το μοναδικό όπλο που έχουμε τόσο για την ατομική προστασία του καθενός απέναντι στα συμπτώματα νόσησης, όσο και στην ευρύτερη προστασία του κοινωνικού συνόλου, δεδομένου μάλιστα ότι η εξάπλωση και η ενδυνάμωση του ιού, με την έννοια της διαρκούς μετάλλαξης και τη μορφή παραλλαγών ενισχύεται κυρίως από τη μετάδοση του ιού μεταξύ ανεμβολίαστου πληθυσμού.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πιο πρόσφατη παραλλαγή Όμικρον προέρχεται από την Αφρική, μια ήπειρο που δυστυχώς ακόμα και μέχρι σήμερα παραμένει αποκλεισμένη χωρίς πρόσβαση σε αυτό το προνόμιο του δυτικού κόσμου με τις εταιρείες να μην άρουν την πατέντα, με τις τηλεοράσεις και τα μέσα να μην λογαριάζουν έστω κι αριθμητικά τους εκεί ανθρώπους στα μαύρα κιτάπια της πανδημίας.

Η πιο πρόσφατη εξαγγελία νέων μέτρων από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αναφορικά με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, άνοιξε ξανά μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τη νομιμότητα και συνταγματικότητα των ρυθμίσεων στην αρένα της δημόσιας υγείας και της πανδημίας, με την ίδια ένταση που διεξάγονταν συζητήσεις, διαφωνίες, καυγάδες στους πρώτους μήνες της επιβολής του lockdown, δηλαδή του περιορισμού της ελευθερίας της κίνησης και άρα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και μετέπειτα της προσπάθειας αναστολής του συλλογικού συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης.

Με τη θέσπιση του προστίμου των 100 ευρώ γεννάται για πρώτη φορά η άμεση υποχρεωτική φύση του εμβολιασμού, αφού το να μην προβεί κάποιος στην πράξη αυτή οδηγεί στην τιμωρία του εκ μέρους και κατόπιν επιβολής του κράτους, παράγει δηλαδή νομικές συνέπειες. Η Κυβέρνηση προβαίνει σε μια τέτοια που χαρακτηρίζεται από αυτή τη σκληρότητα που ενέχει η φύση της άμεσης υποχρεωτικότητας βλέποντας καθημερινά να σημειώνονται μεγάλοι αριθμοί θανάτων που αφορούν κατά 9/10 τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, δηλαδή τους άνω των 60, καθώς και των διασωληνώσεων κατά 7/10, που προφανώς συνδέονται και με το μη εμβολιασμό τους. Ταυτόχρονα η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι κυριολεκτικά δραματική, με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό να φτάνουν καθημερινά στα όριά τους δίνοντας μάχη σε δομές και με μέσα που πλέον δεν επαρκούν.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά μέτρα που ελήφθησαν, άρα και οι περισσότερες αντίστοιχες συζητήσεις περί προσφορότητάς ή νομιμότητάς τους ελήφθησαν και αντίστοιχα ξεκίνησαν, λόγω των σοβαρών ελλείψεων ενός συστήματος υγείας που σε μια μεγάλη, πράγματι, κρίση φάνηκε ανοχύρωτο και κρατιέται με υπερπροσπάθεια των ανθρώπων του, οι οποίοι δεν έχουν λάβει κάποια σοβαρή, μελετημένη και αποτελεσματική στήριξη. Ας μη θυμηθούμε τις προτροπές για χειροκροτήματα από τα μπαλκόνια.

Το μέτρο που επιβάλλει υποχρεωτικό εμβολιασμό στους άνω των 60 επί ποινή προστίμου 100 ευρώ έχει προκαλέσει δικαιολογημένα έντονες αντιδράσεις και έχει ανοίξει εκ νέου τους νομικούς προβληματισμούς για τη συμπεριφορά και το χειρισμό του Κράτους απέναντι και εντός της πανδημικής κατάστασης.

Αρχικά πρέπει να πούμε πως η επιλογή των μέτρων παρόλο που κάποια εξ αυτών προτείνονται από την ειδική Επιτροπή, τονίζω κάποια, δεν παύουν να ενέχουν το στοιχείο της πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας, όπως και κάθε πρόταση νόμου ή νομοσχέδιο το οποίο άμα τη ψηφίσει του αποκτά, τότε, την κανονιστική του ισχύ. Πριν από αυτό είναι μια πολιτική ιδέα και πρόταση που σαφώς φέρει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία προφανώς και δεν παραμερίζονται επειδή έλαβε διάσταση νόμου πολιτική πρόταση, αλλά έρχονται δευτερευόντως, επειδή κυριαρχεί η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τον, πλέον, νόμο.

Γεωργιάδης: «Κάποια στιγμή στην Ελλάδα θα πρέπει να επιβραβεύονται οι υπεύθυνοι»

Από εκείνο το σημείο κι εντεύθεν βέβαια υπάρχει η δικλίδα όχι της πολιτικής κριτικής, ώστε να υπάρξει ένα πρακτικό, ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά η ανάγνωση του, πλέον, νόμου με βάση τους συνταγματικούς και γενικώς δικαιοπολιτικούς κανόνες.

Όπως όλα τα περιοριστικά μέτρα έτσι και το πιο πρόσφατο για το πρόστιμο στους ανεμβολίαστους άνω των 60 συνιστούν περιορισμό συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, τόσο ατομικών, όσο και συλλογικών. Κάτι τέτοιο είναι πέρα από αυτονόητο και θεμιτό, αφού η έκτακτη και δύσκολη κατάσταση που δημιουργεί μαι πανδημία απειλεί τη δημόσια υγεία και το κοινωνικό σύνολο, δυο πράγματα τα οποία εντάσσονται στον πυρήνα προστασίας του Κράτους, το οποίο οφείλει προβαίνοντας σε ενέργειες, δηλαδή δρώντας να τα διασφαλίζει. Βασική προϋπόθεση, όπως και στη σύγκρουση συνταγματικών διατάξεων, είναι να μη θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος και η πορεία που θα ακολουθεί το συγκρουόμενο με το επίμαχο δικαίωμα να υπόκειται στην αναλογικότητα, την προσφορότητα και την καταλληλότητα.

Η απόφαση του Κράτους να εισπράττει χρήματα ανθρώπων που ανήκουν σε μια ηλικιακή ομάδα επειδή δεν εμβολιάστηκαν συνιστά μια αθέμιτη και ατεκμηρίωτη διάκριση. Τα ποσοστά των ΜΕΘ και των θανάτων δεν μπορούν από μόνα τους να γεφυρώσουν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ προσωπικών οικονομικών δεδομένων και μιας υγειονομικής κατάστασης. Η συνάφεια του μη εμβολιασμού και του προστίμου ύψους 100 ευρώ εμφανίζεται προβληματική, διότι είναι δυο πράγματα τα οποία βαδίζουν εξαρχής παράλληλα και το ένα δεν μπορούν με βάση τα δομικά του χαρακτηριστικά να επηρεάσει επιστημονικά τεκμηριωμένα το άλλο. Η εκ των υστέρων αποτελεσματικότητα του μέτρου δεν μπορεί να λειτουργήσει ως νομική δικαιολογία που να εξιλεώνει τυχόν νομικά σφάλματα του μέτρου όσα ραντεβού κι αν κλειστούν.

Σε αντιπαραβολή του ασύνδετου του προστίμου με τον εμβολιασμό, μπορούμε να αναφέρουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών και τη θέση σε αναστολή των μη εμβολιασμένων, επειδή ακριβώς σε αυτό το μέτρο υπάρχει μια αποδεδειγμένη εκ των προτέρων συνάφεια. Το εμβόλιο είναι πράγματι προστατευτικό, ο ανεμβολίαστος υγειονομικός συνιστά κίνδυνο μεγαλύτερης πιθανότητας μετάδοσης και φορτίου και κατά την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών η επαφή αφορά τη φύση της υγείας κατά την οποία, όπως αναφέραμε παραπάνω, το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει λαμβάνοντας μέτρα. Αφήνοντας τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς να παρέχουν υπηρεσίες αυτομάτων δεν λαμβάνει το Κράτος όση προστασία οφείλει να παρέχει αφού θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους πολίτες.

Δεύτερον η επιλογή ορισμού του πλαισίου της ηλικίας δημιουργεί διακρίσεις με βάση την ηλικία, αφού δεν υπάρχει επαρκές επιστημονικό έρεισμα που να συνδέει την ηλικία αποκλειστικά και μόνο με το μεγαλύτερο κίνδυνο νόσησης και κατάληξης στη ΜΕΘ ή κατάληξης σκέτο. Προφανώς παίζει ένα ρόλο λόγω της αναπόφευκτης φθοράς του συστήματος του οργανισμού στο χρόνο, όμως δεν είναι το μόνο στοιχείο. Υπάρχει ο παράγοντας των κιλών, της κατάστασης των πνευμόνων και γενικά του οργανισμού, διάφορες παθήσεις όπως το ζάχαρο, η γενική φυσική κατάσταση. Επίσης, η ηλικιακή αυτή διάκριση παραβλέπει τη γενική πορεία και φάση στην οποία βρίσκεται η πανδημία με μεταλλάξεις ιδιαίτερα επιθετικές που λόγω της αποφυγής πια σε παγκόσμιο επίπεδο της τακτικής του lockdowwn επιτρέπουν στον ιό να μεταδίδεται ταχύτητα και όπως φαίνεται να χτυπά και πολύ νεότερους. Άρα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν τιμωρούνται ή δεν υπάρχει προστασία κι αυτών βάσει του κυβερνητικού σκεπτικού;

Παραβλέπεται ακόμα κι ένα δεδομένο κοινωνιολογικής χροιάς και στάθμισης. Οι νεότεροι άνθρωποι ας πούμε οι κάτω των 60 μετέχουν περισσότερο στην κοινωνική ζωή, βγαίνουν σε μαγαζιά, συναθροίζονται περισσότερο, πηγαίνουν καθημερινά στην εργασία τους, άρα είναι σαφώς πιο εκτεθειμένοι στον ιό. Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν άνθρωποι ηλικιωμένοι που από την αρχή της πανδημίας βρίσκονται κλεισμένοι στο σπίτι, απομονωμένοι από νεότερους δικούς τους, επειδή ακριβώς αυτοί έχουν πολύ περισσότερες και στενότερες κοινωνικές επαφές.  Είμαι σύμφωνος και κατανοώ ότι η δημόσια υγεία μπορεί να λειτουργήσει προς την αναστολή δικαιωμάτων, τα οποία, όμως, κατά την ενάσκησή τους μπορεί να προκαλέσουν διακινδύνευση ή βλάβη της δημόσιας υγείας και της ζωής του κοινωνικού συνόλου, όμως η τυφλή εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος για όλους αδιακρίτως των πολιτών άνω των 60 παραβλέπει το συσχετισμό της ατομικής ζωής του καθενός και της μετοχής του σε αυτόν τον κίνδυνο, η οποία ζωή μπορεί να είναι τόσο περιορισμένη όπως πολλών ηλικιωμένων στην Ελλάδα και πριν καν ακόμα από την πανδημία που να μην είναι ικανή να προκαλέσει ανησυχία ή κινδύνους στη συλλογική ζωή.

Α.Λινού: Το μόνο που μένει είναι να εμβολιάζουμε ανθρώπους με τη βία

Η οικονομική φύση του μέτρου αφήνει την κερκόπορτα για να διαιωνιστούν ανισότητες. Ένας εύπορος άνθρωπος άνω των 60 που τόσο καιρό δεν προέβη στον εμβολιασμό του, αφού έχει την οικονομική άνεση να αντεπεξέρχεται στο πρόστιμο των 100 ευρώ που ισχύει καθολικά, δεν θα το κάνει τώρα. Το μέτρο αυτό απευθύνεται σε ανθρώπους χαμηλότερου εισοδήματος που αν ληφθεί υπόψη και η ηλικία τους προέρχεται από τη σύνταξή τους και όχι από τη δυνατότητα τους να εργάζονται. Αν ακόμη-ακόμη λάβουμε υπόψη τις περικοπές των συντάξεων που έχουν συντελεστεί από την αρχή των χρόνων της κρίσης, συμπεραίνουμε ότι η μηνιαία στέρηση των 100 ευρώ μπορεί να δημιουργήσει ζητήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά ενδεχομένως και σε μερικούς μήνες αλλαγή του οικονομικού στάτους ζωής που βρίσκονταν προ της εφαρμογής του μέτρου. Σε όσους ανθρώπους έχουν συνταξιοδοτηθεί και δεν έχουν άλλη πηγή εισοδήματος αυτό συνιστά μια έμμεση, συγκεκαλυμμένη περικοπή στη σύνταξή τους, κάτι το οποίο εγείρει αρκετά νομικά ζητήματα, διότι τα χρήματα αυτά υπόκεινται σε ένα συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, αυτό του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης. Ας μη βιαστούν οι λάτρες των τύπων και των χαρακτηρισμών να το θεωρήσουν εσφαλμένο επειδή δεν φέρει αυτό το χαρακτήρα, στην πράξη όμως και με αυτές τις προϋποθέσεις οι άνθρωποι θα στερηθούν ένα δεδουλευμένο εισόδημα που προνόησαν για τα γεράματα, επειδή δεν εμβολιάζονται.

Δεν μπορεί τόσο μεγάλα ζητήματα που επαφίενται στη συνταγματική ζωή και τάξη της χώρας να περνάνε ως μέτρα χωρίς καμία απολύτως διαβούλευση, αλλά με εξαγγελίες στην τηλεόραση του Πρωθυπουργού, που μπορεί να τις σκέφτηκε μόνος του το προηγούμενο βράδυ, χωρίς να γνωμοδοτήσουν και να συζητήσουν όλα τα πολιτικά κόμματα ή έστω μια εξειδικευμένη και αχρωμάτιστη επιτροπή. Αυτή η τακτική αποδυναμώνει την ισχύ των μέτρων και την όποια αποφασιστικότητα διαθέτει η κυβέρνηση και τέλος κλονίζει τη γενικότερη αποπνέουσα εμπιστοσύνη των πολιτών προς την ελληνική έννομη τάξη.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα