Από εδώ πρέπει να πας
Μερικές σκέψεις περπατώντας σε έναν τόπο με μια παράξενη ηρεμία και μία αδιόρατη δύναμη, απροσπέλαστη θαρρείς από την φθορά - Γράφει ο Πάρις Μορφωνιός
Λέξεις: Πάρης Μορφωνιός
Θυμάμαι έναν δρόμο, που κάποτε θα γνώριζα τόσο καλά, όσο το εσωτερικό της παλάμης μου, μα τότε τον περπατούσα για πρώτη φορά.
Έναν χωματόδρομο ανηφορικό, που ξεκινούσε αθώα, σαν υπόσχεση καλοκαιρινής εξερεύνησης. Τα βήματά μου χάνονταν ανάμεσα σε λιόδεντρα παλιά, με κορμούς στριφογυριστούς, που μέσα στα γυρίσματά τους έκρυβαν αιώνες μόχθου, αγώνες επιβίωσης και υποσχέσεις χρυσοπράσινου καρπού.
Δίπλα μου κυλούσε ένα ρυάκι -λιγομίλητο μα σταθερό- σαν παλιός φίλος που δε ρωτά, μόνον συντροφεύει. Καθώς ανηφόριζα, άλλαζε ο κόσμος. Ο δρόμος στένευε, γινόταν μονοπάτι που τραβούσε δειλά, σχεδόν ζητώντας συγνώμη από τη σκουροπράσινη επικράτεια της βλάστησης.
Πουρνάρια, θυμαριές, αλιφασκιές και άλλοι ταπεινοί εκπρόσωποι της πηλιορείτικης βλάστησης υψώνονταν γύρω μου. Όχι απειλητικά, αλλά ίσως με κάποια σχετική περιέργεια, σαν να ήθελαν να με αγγίξουν, να με ζυγιάσουν με την μυστηριώδη αφή τους, να με δοκιμάσουν, να με ρωτήσουν με τον τρόπο τους, τι γυρεύω εδώ.
Καθώς το μονοπάτι γινόταν πιο στενό και ανηφορικό και οι ίσκιοι από τα πλατάνια μαζεύονταν σε μυστική σύσκεψη, ο αέρας άρχισε να ξαλαφρώνει από τις φτέρες, τις λυγαριές, τα μούσκλια και τα πολυτρίχια που κολλημένα σαν μωρά στον κόρφο της μάνας τους, βύζαιναν την υγρασία και γέμιζαν τα ρουθούνια με νοτισμένη εγκατάλειψη. Ο ελαφρύς αέρας, έμοιαζε πλέον με αιθέρα που γέμισε με την αψιά μυρωδιά τού θυμαριού.
Μια μυρωδιά που έμπαινε ορμητική στα ρουθούνια μου, ξυπνώντας κάτι παλιό και αρχαίο. Τόσο παλιό και πρωταρχικό που έμοιαζε πρωτόγονο σχεδόν. Και έτσι το βουνό μού μίλησε με το άρωμά του. Και το δάσος που δεν ήθελε να ξεχαστεί και να γίνει ανάμνηση παλιά, έρχονταν να με δυναμώσει και να βοηθήσει να συνεχίσω. Και αυτό σε λίγο αποδείχτηκε θεία πρόνοια της φύσης που μέσα στην πανάρχαια σοφία της έχει βρει τρόπους να προειδοποιεί και να προετοιμάζει για τα επερχόμενα. Γιατί σε λίγο το μονοπάτι – αν μπορούσε κανείς να το ονομάσει ακόμα έτσι – σα νά’χε πιά κουραστεί τόσα χρόνια να ανοίγει δρόμο και οδό και έγειρε να κοιμηθεί των πουρναριών τον ύπνο.
Και με άφησε μόνο. Τώρα που καλοχάραζε η μέρα, έπρεπε να χαράξω τη δική μου πορεία, να πατήσω εκεί όπου για χρόνους πολλούς, άλλος δεν φαινόταν νά’χε πατήσει. Κοντοστάθηκα. Σήκωσα το κεφάλι. Και βάζοντας την πληγωμένη απ’τα αγριόχορτα παλάμη μου για αντήλιο, αντίκρισα στο ύψωμα επάνω το μοναδικό οδηγό και φίλο της στιγμής: έναν μισογκρεμισμένο πυργίσκο ξεχασμένο απ’τον χρόνο, απ’ τους ανθρώπους, ίσως κι απ’ την ίδια του την ιστορία. Πρόβαλε μέσα από το τείχος της βλάστησης σαν καλός οιωνός, σαν πέτρινη πυξίδα, σαν καλή ελπίδα, σαν σημάδι και σαν ψίθυρος που επαναλάμβανε σιγά και καθοριστικά: “Από’ δω πρέπει να πας. Δεν έχει άλλο δρόμο!”
Και άκουσα. Και υπάκουσα. Ίσως γιατί ενώ δεν ήξερα τότε τι ακριβώς ήταν ο πέτρινος φρουρός και οδοδείκτης, θυμήθηκα πως πολύ μικρός, όταν από παιδί της μεγάλης πόλης βρέθηκα σε τούτη την μικρή αγκαλιά τού μαγικού βουνού, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα από το παράθυρο τού καινούργιου δωματίου μου, ήταν η πράσινη πλαγιά που ανηφόριζε και ανηφόριζε. Και στο βάθος μια μεγάλη πέτρινη φιγούρα. Τόσο μεγάλη και τόσο παλιά που θα μπορούσε να κρύβει μυστικά, μάχες και φαντάσματα και ό,τι άλλο κρύβουν τα βουνά, οι πλαγιές, οι ποταμιές και οι χαράδρες. Δηλαδή, όλα αυτά που έχουν εξαφανιστεί από τις μεγάλες πόλεις και ζουν για αιώνες κρυμμένα καλά στην αγκαλιά της αρχαίας μάνας.
Έτσι, αρματωμένος με τις παιδικές αναμνήσεις και με ένα μεγάλο κλαδί που είχε τον ρόλο του κλαδευτηριού, προχώρησα προς τον πέτρινο ανωβολιό, ανοίγοντας πέρασμα μέσα από φυλλωσιές, αποφεύγοντας πυκνά συμπλέγματα περικοκλάδας και βάτων και κόβοντας όπου χρειαζόταν κλαδιά και παραφυάδες. Επιτέλους φαινόταν πως τα κατάφερνα. Εξάλλου, κατά διαστήματα παλιά ίχνη τού μονοπατιού έκαναν την επανεμφάνισή τους, δηλώνοντας πονοψυχιά και συμπαράσταση. Και άλλα ίχνη ήλθαν να προστεθούν σ’ αυτά: Ανάμεσα στο χώμα διάσπαρτα θραύσματα κεραμικών, σκονισμένα πήλινα χερούλια από στάμνες και αγγεία παλιά. Και πιο πέρα, δεξιά κι αριστερά πέτρες δουλεμένες, τοποθετημένες ανά σημεία με τάξη και σειρά. Ναι, όλα αυτά που δήλωναν μέσα από την σιωπή της ανόργανης ύλης τους, πως δεν ανήκαν στο παρόν. Ίχνη παλιά. Ήταν εκεί, σκόρπια, σαν ψίχουλα που οδηγούσαν βαθύτερα σε μιαν άλλη ιστορία. Μια ιστορία, που τότε ακόμα δεν ήξερα, αλλά το βουνό με καλούσε να την μάθω.
Η διαδρομή ολοένα και δυσκόλευε. Και ενώ ένοιωθα πως πλησιάζω – και κάποτε από ξαφνικά ανοίγματα έβλεπα σχεδόν μπροστά μου την πλάτη τού πύργου – γρήγορα ο πέτρινος οδηγός μου ξανακρυβόταν πίσω από πυκνά βάτα. Τότε με ανανεωμένο πείσμα, πετσόκοβα τον βατιώνα. Ναι, πείσμα! Γιατί παραδόξως θεωρούσα ότι ο πύργος με κορόιδευε, ενθυμούμενος ίσως, πως στο κάτω – κάτω δεν ήμουν γηγενής.
Και παρά την αγάπη μου για το όρος, το δάσος και την ιστορία, κατά βάθος ήμουν ένα αμάθητο νεαρό πλάσμα της μεγάλης πόλης, που γρήγορα θα βαριόταν. Και έτσι κουρασμένο και ταυτόχρονα απογοητευμένο θα έπαιρνε το μονοπάτι της επιστροφής.
Κατηφορικό. Ευτυχώς!
Και πως αυτός ο άγνωστος στους πολλούς πυργίσκος, που κάποτε καμώνονταν τον πύργο και εν τέλει κατέληξε να φιλοξενεί μικρά ατίθασα γιδοκόπαδα, θα κράταγε ολοδικιά του την παλιά του αίγλη. Και τυλιγμένος στον μανδύα της πυκνής πηλιορίτικης φυλλωσιάς, θα μπορούσε να ζει τρεφόμενος από το μάννα της ιστορίας του. Μιας ιστορίας που λίγοι γνώριζαν και ακόμα λιγότεροι νοιάζονταν να μάθουν. Οπλισμένος με το καινούργιο μου πείσμα, το κοπίδι-κλαδί και τα γάντια του κήπου που πια είχα αποφασίσει να βγάλω από το σακίδιο και να φορέσω στα ήδη καταπληγωμένα χέρια μου, τάχυνα το βήμα μου…και να! Βρέθηκα σε μικρό λάκκο. “Αγριογουρουνιές” μουρμούρισα, έχοντας κιόλας το νου μου μην με πάρει στο κυνήγι καμιά αγριεμένη μάνα, προστατεύοντας τα δήθεν απροστάτευτα, τεραστίων διαστάσεων, μικρά της.
Η σκέψη ότι το συγκεκριμένο ευγενές είδος αποφεύγει το φως της ημέρας και εν γένει το ανθρώπινο γένος, με συνέφερε. Σηκώθηκα, τίναξα τα χώματα από πάνω μου και έμεινα για λίγο να παρατηρώ το λάκκο που είχα θεωρήσει ότι είναι πρόχειρο καταφύγιο αγριογούρουνων και άλλων αγριμιών. Μα όχι! Ανάμεσα στα χόρτα και άλλοι λάκκοι με πέτρες τριγύρω σε καθορισμένο σχέδιο, σχεδόν γεωμετρικό. Στο κάτω-κάτω τα αγριογούρουνα, ακόμα και στο όρος των Κενταύρων, δεν έχουν ιδέα από Γεωμετρία…
Και τότε κοιτάζοντας με καινούργια μάτια το ξέφωτο που ανοιγόταν γύρω μου σαν σπάνια πολύτιμη βεντάλια, συνειδητοποίησα πως αυτά που αντίκριζα, θραύσματα, κεραμικά, λάκκοι, πέτρες, δεν ήταν τυχαία. Ήταν μέρη ενός οργανωμένου συστήματος. Τώρα, ερείπια, χαλάσματα και θεμελιώσεις, απέμεναν ως σημάδια μιας παλιάς ζωής, που είχε πιά αποσυρθεί σιωπηλά πίσω από το πέπλο των φύλλων…
Αποκαμωμένος, κάθισα σε χαμηλό τοίχωμα. Ασυναίσθητα το άγγιξα. Έβγαλα το γάντι, πέρασα το χέρι μου σιγά, ψηλαφιστά στην λίθινη επιφάνεια. Ξερολιθιά; Όχι. Ανάμεσα στα κανονισμένα λιθιά, συνδετικό υλικό που πιά τριβόταν ανάμεσα στα δάχτυλά μου, λάσπη παλιά που έδωσε ζωή και σχέδιο και σχήμα και στέγασε ανθρώπους και τις ζωές και τα όνειρά τους, πριν τα σκεπάσει όλα η σκόνη τού χρόνου και των αιώνων το αργό βήμα. Κοίταξα ένα γύρω.
Το μικρό πλάτωμα φαινόταν περίκλειστο. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά προς τη μεριά τού παλιού πέτρινου πυργίσκου. Πουθενά. Δε φαινόταν πουθενά. Σα να είχαν ψηλώσει κι άλλο τα δέντρα και τα πλατάνια κι οι καστανιές και οι καρυδιές ψηλές και παλιές σοβαρές φιγούρες τού δάσους, έκρυβαν εντελώς τον πέτρινο οδοδείκτη μου. “Τώρα μάλιστα!” μουρμούρισα. Και ταυτόχρονα θυμήθηκα τα λόγια τού πατέρα μου που επαναλάμβανε μονότονα για τα δικά μου ανυπόμονα αυτιά: “στο δάσος ποτέ μόνος σου!”.
Ο ήλιος είχε πάρει να ψηλώνει. Η μέρα παρήλαυνε λαμπρή, ζεστή και περήφανη για τον θρίαμβό της. Κι εγώ παρέμενα στη μέση ενός περίκλειστου, πιθανόν αρχαίου, τόπου. Και τότε, όταν η βλάστηση με κύκλωνε σχεδόν από παντού και δεν φαινόταν πιά καμία διέξοδος, άκουσα τον ήχο της καμπάνας. Μακρινός, μα διακριτός. Ακέραιος και ξεκάθαρος. Ερχόταν από τα ανατολικά. Από τον οικισμό τού Παλαιόκαστρου. Κι έτσι, εκείνη η απλή, επαναλαμβανόμενη κρούση έγινε για μένα, πυξίδα. Σβέλτος και με φρέσκιες δυνάμεις στράφηκα προς τον ήχο της και άρχισα να τον ακολουθώ πριν χαθεί. Σχίζοντας τα βάτα και τα ρούχα μου, προσπέρασα με βιάση ό,τι με κρατούσε πίσω.
Και τότε το γοργό και ανυπόμονο βήμα μου σκόνταψε σε ένα χαμηλό τοιχίο. Νόμισα και πάλι πως είχα να κάνω με τις συνηθισμένες στον τόπο ξερολιθιές, που χώριζαν τους κλήρους και συγκρατούσαν το χώμα.
Ξερολιθιά.
Τίποτα το σπάνιο, το ασυνήθιστο. Το σκαρφάλωσα σβέλτα, μα μόλις πάτησα από την άλλη μεριά, όλα άλλαξαν ξαφνικά: Από την άλλη μεριά του τοιχίου, που συνεχιζόταν, δημιουργώντας έναν πέτρινο περίβολο, έμοιαζε λες και οι πύλες τού χρόνου άνοιξαν διάπλατα εμπρός στα έκπληκτα μάτια μου. Ένας καλοσχηματισμένος, ικανός σε μέγεθος χώρος, σχημάτιζε ημικύκλιο; Ναι! Και τα θραύσματα, η κόγχη, η μαρμάρινη τράπεζα, το σχήμα τού κτίσματος έμοιαζε με…ναό, εκκλησία! Ή μάλλον με αυτό που κάποτε ήταν εκκλησία. Κίονες, άλλοι όρθιοι και άλλοι να κείτονται στο χώμα, κιονόκρανα με σκαλισμένα άνθη, αγκάθια και φύλλα, θραύσματα με επιγραφές, επεξεργασμένες με σχέδια πέτρες, όλα διάσπαρτα και αλωμένα από το χρόνο και από τον άνθρωπο.
Μοιάζαν όλα τόσο σιωπηλά, σαν να είχαν σιγήσει για πάντα. Κι όμως ανέδιδαν μια παράξενη ηρεμία και μία αδιόρατη δύναμη, απροσπέλαστη θαρρείς από την φθορά. Ένιωσα σαν να είχα εισέλθει, άθελά μου, σε έναν τόπο που δεν ήθελε να κρυφτεί, αλλά ούτε και να φανερωθεί εύκολα…
Έμεινα ώρα πολλή εκεί. Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να κοιτάζω και να προσπαθώ να καταλάβω. Όχι μόνο με το νου, μα και με το δέρμα, με την όσφρηση, με την ακοή, με όλα τα αισθητήρια που είχαν ανοίξει, καθώς το σώμα μου αφουγκραζόταν τη μνήμη του τόπου. Το φως έπεφτε σιγά-σιγά πίσω από τις πλαγιές. Ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω, μα δεν ήθελα να φύγω. Τελικά, πήρα τον κατηφορικό δρόμο που φαινόταν να ξεκινούσε από κάτι σαν πύλη. Ίσως και να ήταν πύλη κάποτε για άλλους, παλιότερους διαβάτες. Περπατούσα αργά, σχεδόν με δέος, σαν να ήμουν ο πρώτος που τον ξαναδιάβαινε έπειτα από χρόνια.
Ο δρόμος ήταν χαμένος μέσα στη φύση, μα ακολουθούσε γραμμή. Και κάπου εκεί, μέσα στο μπλέξιμο των σκέψεων και των εικόνων, θυμήθηκα μια αναφορά που είχα διαβάσει καιρό πριν, για έναν Γάλλο περιηγητή που είχε γυρίσει το Πήλιο στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ονομάτι Alfred Mézières. Ίσως, σκέφτηκα, να είχε περάσει κι εκείνος απ’ αυτόν τον λόφο. Ίσως από αυτόν τον ίδιο δρόμο. Ποιος ξέρει…
Από τα γραπτά του έμαθα, πολύ αργότερα, τι ακριβώς ήταν τούτος ο τόπος.
Η κατηφόρα με έβγαλε, μετά από ώρα, σε έναν αγροτικό δρόμο κι έπειτα στην πέτρινη βρύση της πλατείας του χωριού. Ήπια νερό και στάθηκα να κοιτάξω γύρω. Το χωριό λεγόταν Παλιόκαστρο. Τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα. Παλιό Κάστρο. Μόνο τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα δει. Ότι ο πυργίσκος ήταν μονάχα ένα κομμάτι ενός συνόλου, μιας καστροπολιτείας ξεχασμένης, που είχε κάποτε σταθεί εκεί, φυλάγοντας τους πρόποδες του Πηλίου. Τα “αγριογουρουνίσια” ανοίγματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ερείπια παλιών οικιών. Οι πέτρες που σκόνταφτα, τα κομμάτια κεραμικών, ήταν ίχνη ζωής. Όχι φαντάσματα, μα ιστορία ζωντανή, παρούσα, που απλώς είχε σωπάσει.
Από εκείνη τη μέρα και έπειτα, γύρισα πολλές φορές στον ίδιο λόφο. Ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Κάθε φορά, κάτι καινούργιο φανερωνόταν. Μα εκείνη η πρώτη διαδρομή, εκείνη η πρώτη συνάντηση με το άγνωστο, είχε χαραχτεί μέσα μου ανεξίτηλα. Δεν έχω μάθει ακόμα όλα τα μυστικά του μέρους τούτου. Μα συνεχίζω να τα αναζητώ. Κάθε φορά που πατώ στο χώμα του, κάθε φορά που ο ήλιος γέρνει πίσω από τα δέντρα κι η καμπάνα του χωριού ηχεί σαν μακρινό κάλεσμα, νιώθω πως κάτι με καλεί να ξαναγυρίσω.
Κι ίσως, κάποτε, να μάθω.
*Ο Πάρης Μορφωνιός είναι φοιτητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο ΑΠΘ