Από μονόφθαλμος… τυφλός
«Η δημοσιογραφία είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως». Συνομιλώντας πριν από μερικά χρόνια- κι ενώ η εφημερίδα αριθμούσε ακόμη 1100 εργαζομένους- με τον τότε διευθυντή της Ελευθεροτυπίας, Σεραφείμ Φυντανίδη, τον είχα ρωτήσει «γιατί να μη γίνει κανείς δημοσιογράφος». Μεταξύ άλλων μου είχε αναφέρει το παραπάνω… ευφυολόγημα. Η φαιδρή φιλοδοξία της μετάβασης στην […]
«Η δημοσιογραφία είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως». Συνομιλώντας πριν από μερικά χρόνια- κι ενώ η εφημερίδα αριθμούσε ακόμη 1100 εργαζομένους- με τον τότε διευθυντή της Ελευθεροτυπίας, Σεραφείμ Φυντανίδη, τον είχα ρωτήσει «γιατί να μη γίνει κανείς δημοσιογράφος». Μεταξύ άλλων μου είχε αναφέρει το παραπάνω… ευφυολόγημα. Η φαιδρή φιλοδοξία της μετάβασης στην πολιτική από στελέχη της βιτρίνας της ελληνικής δημοσιογραφίας έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή απαξίωση το δημοσιογραφικό επάγγελμα και του έχει κληροδοτήσει για ύμνο το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».
Στις σχολές δημοσιογραφίας η θεωρία που διδάσκεται στους φοιτητές υπαγορεύει πως οι δημοσιογράφοι οφείλουν να στέκονται απέναντι στην πολιτική εξουσία και να την ελέγχουν. Επίσης, αναπαράγει από την άλλη το στερεότυπο περί «Τέταρτης Εξουσίας». Στην πράξη, βέβαια, η στρέβλωση είναι πρωτοφανής. Ο έλεγχος της εξουσίας πάει περίπατο και δίνει τη θέση του στη διαπλοκή.
Διαπλοκή κάθε είδους που ξεκινάει από τις φιλικές σχέσεις που διατηρούν οι δημοσιογράφοι του πολιτικού ρεπορτάζ με τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και μεταφράζεται σε διάφορες συναλλαγές, όπως παρουσίες σε τηλεοπτικά πάνελ, δημοσίευση ή απόκρυψη πληροφοριών και άλλα… Αυτές οι συναλλαγές πάνε πακέτο με γενναίες δόσεις αλαζονείας που διατυπώνονται κατά κύριο λόγο στα σχολιαστικά δελτία των 8.
Αποκορύφωμα της διαπλοκής αποτελεί η περίπτωση της αλλαγής στρατοπέδου. Η τέταρτη εξουσία γίνεται κομμάτι της πολιτικής εξουσίας που υποτίθεται ότι ελέγχει. Η περίπτωση του διορισμού του Παντελή Καψή, επιφανούς δημοσιογράφου και διευθυντή των εφημερίδων «ΤΑ ΝΕΑ» και «Το Βήμα», στη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου είναι μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Από τα πρωτοσέλιδα σε δηλώσεις όπως «Άλλη λύση από τη δανειακή σύμβαση δεν υπάρχει». Από τις ερωτήσεις στις απόπειρες για απαντήσεις. Από την προσπάθεια για την αποκάλυψη της αλήθειας στη μάχη για τη συγκάλυψή της.
Η ουσία του θέματος προφανώς δεν αφορά το πρόσωπο, μια και η λίστα είναι ατελείωτη. Προηγήθηκαν οι επίσης χαρακτηριστικές περιπτώσεις του Θοδωρή Ρουσόπουλου αλλά και τόσων άλλων δημοσιογράφων που δεν αναγορεύτηκαν μόνο κυβερνητικοί εκπρόσωποι, αλλά γεύτηκαν γενικά τους καρπούς της πολιτικής από το βουλευτικό αξίωμα. Έχει μεγάλο σημειολογικό ενδιαφέρον η εξιστόρηση από τον Γιώργο Λακόπουλο της διαδρομής της Τέταρτης Εξουσίας στην… εξουσία που έχει μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο τι μπορεί να επιδιώκει ένας δημοσιογράφος που επιλέγει να γίνει πολιτικός, ακόμη και σήμερα που η πολιτική βρίσκεται στο ιστορικό της ναδήρ… Να προσφέρει υπηρεσίες στους πολίτες…; Να υποστηρίξει το έργο των πολιτικών καριέρας που υποτίθεται ότι έπρεπε να ελέγχει; Να χρησιμοποιήσει τη θέση του για προσωπικό όφελος; Όποια κι αν είναι η απάντηση, με την οποία καθησυχάζει τη συνείδησή του ο καθένας από αυτούς που έκαναν τη συγκεκριμένη επιλογή, δεν παύει να συνιστά προδοσία αυτή η διάβαση του Ρουβίκωνα. Προδοσία απέναντι στο όποιο κοινό τους εμπιστεύτηκε. Προδοσία απέναντι στην αποστολή τους. Αλλά τι αξία έχει η αποστολή στην ελληνική πολιτική και την ελληνική δημοσιογραφία… Ας αναζητήσουμε αλλού τις αξίες. Κάπου που τα φώτα και τα μικρόφωνα είναι κλειστά.
* Εν τω μεταξύ μόλις χθες το βράδυ, 3 Ιανουαρίου ανακοινώθηκε η πρόσληψη του μέχρι πρότινος επικεφαλής του πολιτικού ρεπορτάζ της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας”, Δημήτρη Τσιόδρα στη διευθυντική θέση του γραφείου τύπου του Πρωθυπουργού. Αποτέλεσε προσωπική επιλογή του κ. Λουκά Παπαδήμου.