Από τα καφενεία στα social media
Στο κοντινό παρελθόν για τη χώρα μας η "πολιτική του καφενείου" ήταν μέρος του τρόπου με τον οποίο η ελληνική δημόσια σφαίρα έπαιρνε μορφή.
Στο κοντινό παρελθόν για τη χώρα μας η “πολιτική του καφενείου” ήταν μέρος του τρόπου με τον οποίο η ελληνική δημόσια σφαίρα έπαιρνε μορφή.
Εκεί υπήρχαν πάντα αυτοί που ήξεραν περισσότερα από τους άλλους, αυτοί που άκουσαν, είδαν, έμαθαν από κάπου. Αυτοί που είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες που οι κοινοί θνητοί αδυνατούσαν να προσεγγίσουν ή να κατανοήσουν. Οι πολιτικοί και οι πολιτευτάδες στα καφενεία ανέπτυσσαν τους “μαυρογυαλούρικους” λόγους τους και οι ιδιοκτήτες των καφενείων καθόριζαν ενίοτε την πολιτική του καφενείου, το ύψος της φωνής και τις απόψεις που γίνονται ανεκτές ή όχι
Σήμερα το ρόλο του καφενείου έχει πάρει το σοσιαλμηντιακό πεδίο με τη μόνη διαφορά πως τα διαδικτυακά “καφενεία” είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο.
Οι κοινωνικές μας φούσκες και η αντήχηση των κύκλων που επιλέγουμε να ακουλούθουμε και να συνδεόμαστε καθορίζει μεγάλο μέρος αυτού που γνωρίζουμε για πολύπλοκα και πολύσημα θέματα όπως είναι η αλήθεια, το πολιτικό, η διεθνής κοινότητα, η ελευθερια, η δημοκρατία, η ισότητα, οι έμφυλες διαστάσεις.
Για να είμαι ειλικρινής οι εικόνες με χαριτωμένα κατοικίδια ή με συνταγές μαγειρικής μου φαίνονται περισσότερο συμβατές με το σοσιαλμηντιακό γίγνεσθαι από ότι εκείνες οι επιτακτικές φωνές που δίνουν το τόνο, καθορίζουν την ένταση και τη θεματολογία της κοινωνικής πόλωσης.
Γιατί κάθε φορά που στα κοινωνικά δίκτυα μιλάμε για τα σοβαρά καλούμαστε να πάρουμε θέση και οι θέσεις κατανοούνται πάντα ως δυϊκες, με τους μεν ή με τους δε, με το ένα ή το άλλο.
Δεν υπάρχει χρόνος και δυνατότητα για σύνθετες αναλύσεις και θέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν και ετυμηγορίες που δεν σε αφήνουν να είσαι «με τους μεν ΚΑΙ τους δε», ή «ΟΥΤΕ με τους μεν, ΟΥΤΕ με τους δε». Όχι, δεν δικαιούσαι να θέσεις ίσες αποστάσεις, η ουδετερότητα ή αναστοχαστικότητα δεν είναι συμβατές με το “επείγον”, πολωμένο και διχαστικό χαρακτήρα των (νέων) μέσων. Για τα πάντα πρέπει να παίρνεις θέση με τους όρους και με τα κριτήρια που θέτει το κυρίαρχο ρεύμα. Το mainstream επιστρέφει ορμητικό, ραγδαίο και επιτακτικό.
Προφανώς σε αυτό το κλίμα βουτάμε και όσοι και όσες έχουμε αυξημένη μεσική δαημοσύνη και μεσικό εγγραματισμό.
Για να το πω με άλλα λόγια, κάποιοι και κάποιες από εμάς ξέρουμε πως λειτουργούν τα μέσα και παραδίδουμε τους εαυτούς μας έρμαιους στη δίνη του κυρίαρχου ρεύματος, στην πόλωση, στη διχοτόμηση. Συμμετέχουμε ως “σημαντικοί άλλοι” σε μια αντικοινωνική συνθήκη όπου η συζήτηση, η ανταλλαγή επιχειρημάτων, οι εναλλακτικές ματιές δεν υπάρχει δυνατότητα να ακουστούν και όμως το κάνουμε χωρίς να αναλογιζόμαστε πως έτσι αδειάζουμε το νόημα της δημοκρατίας από το περιεχόμενο της.
Με αυτό το σκεπτικό όσο κακό έκαναν στο παρελθόν τα κόκκινα, τα μπλε και τα πράσινα καφενεία που δεν ήταν συμπεριληπτικά αλλά μονομερή με το ίδιο τρόπο και τα μερολητπικά σόσιαλ μήντια θολώνουν την εικόνα που έχουμε για τη δημοκρατία. Με αυτή την έννοια ακυρώνεται το περίφημο (μπανάλ για κάποιους/κάποιες) ρητό του Βολταίρου που θα έπρεπε να αποτελεί πυρήνα της κάθε δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας: “διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα υπερασπίζομαι με πάθος το δικαίωμα σου να το λες”.
Η διαφωνία στην αντίθετη άποψη δεν είναι πια θεμιτή και χρήσιμη και έχει μετατραπεί σε δυσφορία όχι μόνο για την άποψη του άλλου αλλά και μερικές φορές για την ύπαρξη του. Ο άλλος βιώνεται ως θόρυβος που χαλάει την αρμονία της μονομέρειας του κυρίαρχου ρεύματος. Αυτή η δυσφορία πολύ συχνά συνοδεύεται από επίθεση έναντι του άλλου, απαξίωση της ικανότητας ή της δυνατότητας του να κατανοήσει τις βεβαιότητες που κάνουν το mainstream παντοδύναμο. Η αποδόμηση των διαφορετικών απόψεων και η αρνητική αξιολόγηση τους ως μη αποδεκτές είναι το επόμενο στάδιο στο οποίο νοιώθουμε πως πρέπει να αναλάβουμε δράση, να αποκλείσουμε, να επιτεθούμε να βάλουμε στη θέση του (και όχι στη θέση μας) τον/την άλλη.
Για να το ξεκαθαρίσω, όταν πρόκειται για λόγους μίσους και μισανθρωπιάς (ρατσισμός, ξενοφοβία, ηθική, ρηματική και έμπρακτη βία, άρνηση ολοκαυτώματος, αντισημιτισμός, ρομαφοβία, τρανσοφοβία κ.οκ.) αυτή η θυμική κινητοποίηση που θέλει να επιτεθεί στη μη παραδεκτή άποψη όχι μόνο είναι δικαιολογημένη μπορεί και να είναι αναγκαία. Σε αυτές τις περιπτώσεις του λόγου π.χ. της «εγκληματικής οργάνωσης» δεν μιλάμε για μια διαφορετική άποψη με την οποία διαφωνούμε αλλά μιλάμε για μια «πρακτική βίας δια του λόγου» που αποκλείει και κακοποιεί ή καλεί σε βία και εκεί οφείλουμε να αντιδράσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και σε περιπτώσεις όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όπου η προσφυγιά, ο πόνος, ο θάνατος και το άδικο που προκάλεσε (για άλλη μια φορά ένας ακόμη πόλεμος) δεν μπορεί να αφήσει περιθώρια για μια ηθική πολλαπλού επιπέδου που θα επέτρεπε σε κάποιον να αναγνωρίσει ένα κάποιο δίκαιο σε ένα πόλεμο. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές, όλοι είναι ηττημένοι και όσοι μετέχουν της ανθρωπινότητας (της ανθρωπότητας) δεν θα μπορούσαν να βρουν ελαφρυντικά. Πρέπει να υπάρχει πάντα μια βάση συζήτησης που θα σέβεται τη ανθρώπινη ζωή και την διεθνή νομιμότητα και δεν θα αποδέχεται τον πόλεμο ούτε καν ως αναγκαίο κακό. Όταν λέω πόλεμο εννοώ όλους τους πολέμους.
Οι σκέψεις μου όμως δεν αφορούν αυτές τις ξεκάθαρες για μένα περιπτώσεις, οι σκέψεις μου αφορούν σε συζητήσεις και απόψεις πάνω σε θέματα όπως η καταγγελία για βιασμό της Γεωργίας Μπίκα, η φυλάκιση του Κορκονέα, το δικαίωμα στη μόρφωση του Δημάκη, οι σχέσεις μας με τις γειτονικές χώρες κ.α. Θέματα στα οποία ο διάλογος και οι απόψεις μπορούν και πρέπει να ποικίλουν. Η δική μου θέση είναι ξεκάθαρη αλλά αυτό δεν μου επιτρέπει να απαιτήσω από τους άλλους να συμφωνήσουν μαζί μου. Μπορούμε να συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε και να πάμε παρακάτω. Κάθε φορά που ρίχνω μια γρήγορη ματιά στα σχόλια κάτω από αναρτήσεις που αφορούν τέτοιου τύπου ζητήματα πάντα μελαγχολώ και αναρωτιέμαι σε τι κόσμο ζούμε;
*O Θωμάς Σιώμος είναι Δημοσιογράφος, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής