Από τη Χούλια στη Λάμια
Πέρσι την άνοιξη ένα βράδυ σε ένα σπίτι στο Πανόραμα με μια παρέα ανθρώπων σχετικά ευκατάστατων, σπουδαγμένων και σαφώς ενός άλφα επιπέδου, η συζήτηση άρχισε να περιφέρεται γύρω από δυο ήρωες της νέας ελληνικής καθημερινότητας. Τον Κενάν και τη Λάμια. Οι κυρίες της συντροφιάς αντάλλασσαν πληροφορίες για την εξέλιξη της τούρκικης σαπουνόπερας που έβλεπαν κάθε […]
Πέρσι την άνοιξη ένα βράδυ σε ένα σπίτι στο Πανόραμα με μια παρέα ανθρώπων σχετικά ευκατάστατων, σπουδαγμένων και σαφώς ενός άλφα επιπέδου, η συζήτηση άρχισε να περιφέρεται γύρω από δυο ήρωες της νέας ελληνικής καθημερινότητας. Τον Κενάν και τη Λάμια. Οι κυρίες της συντροφιάς αντάλλασσαν πληροφορίες για την εξέλιξη της τούρκικης σαπουνόπερας που έβλεπαν κάθε απόγευμα με το πρόσχημα της ξεκούρασης μετά από μια κοπιαστική μέρα. Οι λεπτομέρειες και οι πληροφορίες ήταν τόσο αναλυτικές, μερικές έκαναν και χρήση του internet για να πληροφορηθούν από διάφορες πήγες την εξέλιξη, που άκουγα σοκαρισμένος.
Η διείσδυση των σειρών στα ελληνικά σπίτια ήταν παραπάνω από εντυπωσιακή. Φέτος στον πειρασμό δεν μπήκαν μόνο τα λαϊκά κανάλια αλλά και το μέχρι πρότινος ψευδοκυριλέ Mega. Και διαφημίζει με καμάρι τα νέα του τουρκικής προέλευσης λαύρακια. Εκείνο το βράδυ έφυγα από το σπίτι των φίλων έκπληκτος. Όλες όσες συμμετείχαν στην κουβέντα είχαν πλήρη επίγνωση του τι αντιπροσώπευε η σειρά που έβλεπαν. Υπό άλλες συνθήκες θα την απαξίωναν με χλεύη. Αυτή τη χρονιά όμως….
Δεκαετία του εξήντα, οδός Κασσάνδρου, Θεσσαλονίκη και πάλι, Σινέ-Κατερίνα. Μια παρέα γυναικών ξεκινά με το λεωφορείο από τη Σταυρούπολη για να παρακολουθήσει το διπλό πρόγραμμα του Σάββατου με δύο τούρκικες ταινίες. Πρωταγωνιστεί η Χούλια Κότσιγιτ. Ανάμεσα στις γυναίκες της παρέας εκείνης και η γιαγιά μου. Χωρίς ρίζες από την μικρά Ασία, αλλά με περιέργεια να δει τι ακριβώς παρακολουθούν κάθε Σάββατο οι γειτόνισσες στη Σταυρούπολη, κατεβαίνει με το ίδιο αστικό για την Κασσάνδρου. Στο σινεμά δεν πέφτει καρφίτσα. Πέφτει όμως πολύ κλάμα. Έρωτας, χρήμα, φτωχοί, πλούσιοι, δίπολα και έριδες. Οι γυναίκες φτάνουν αργά στο σινεμά, το πρώτο φιλμ έχει αρχίσει. Για τη γιαγιά μου είναι η πρώτη της φορά. Είναι ήδη μεγάλης ηλικίας. Μπαίνουν στην αίθουσα, στα σκοτεινά. Η Χούλια κλαίει. Βρίσκουν θέσεις σε μια σειρά πίσω. Κάθονται οι γειτόνισσες στο βάθος, λένε στη γιαγιά να καθίσει έξω έξω μήπως χρειαστεί να σηκωθεί. Η γιαγιά δεν γνωρίζει ότι η καρέκλα είναι σπαστή, δεν ξέρει πως να την ανοίξει, κάθεται για αρκετή ώρα στο πάτωμα. Ακούει μόνο τον τούρκικο θρήνο, το κλάμα της Χούλια. Δεν βλέπει την οθόνη, ακούει μόνο. Κάποια στιγμή οι κυρίες αντιλαμβάνονται τι έχει συμβεί και την τακτοποιούν στο κάθισμα. Έχει πλέον και εικόνα. Τελικά το σινεμά ήταν ωραίο, μου έλεγε χρόνια αργότερα διηγούμενη την ιστορία της Χούλια και του Σινέ-Κατερίνα.
Από εκείνο το θρήνο του εξήντα μέχρι τα «Σύνορα της αγάπης», τις «Χίλιες και μία νύχτες», το «Κισμέτ», τα «Ασημένια φεγγάρια», το «Αγιάζι του έρωτα», τον «Ezel» το «Ερωτας και τιμωρία» και το «Πειρασμός» πέρασαν σαράντα χρόνια. Η Χουριέτ πανηγυρίζει ότι οι τούρκικες σαπουνόπερες είναι ένα από τα μεγαλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας πια. Ακόμα και σε χώρες που δεν είναι μουσουλμανικές, που η κουλτούρα τους απέχει έτη φωτός από κείνη της γείτονος. Η γιαγιά μου δεν ζει εδώ και πολλά χρόνια. Θα ήθελα να παρακολουθήσω μαζί της ένα επεισόδιο μιας τέτοιας σειράς, να έβλεπα αν θα έβρισκε καμιά διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Εκτός από τα μοντέρνα έπιπλα στα σκηνικά της βίλας του Βοσπόρου….