Από τη βροχή του Μάρκες, στους βρεγμένους της Πλατείας Αριστοτέλους

Είχαμε αποφασίσει την σκάφη της γιαγιάς να την κάνουμε βάρκα.

Parallaxi
από-τη-βροχή-του-μάρκες-στους-βρεγμένο-9947
Parallaxi

Λέξεις: Βασιλική Στεργίου

«Εκατό χρόνια έβρεχε στο Μακόντο», γράφει ο Μάρκες και αυτή η απλή, στην έκφρασή της φράση, προοιωνίζεται κιόλας κάτι το σχεδόν επικό.

Το τραγούδι μιας αρχέγονης, αδιάκοπης βροχής, μια ήδη μυθική «Βροχιάδα», λαμβάνει χώρα στην απαρχή του κειμένου και τότε, ξαφνικά, μουλιάζουν μπροστά στα μάτια μου οι νοτισμένες σελίδες και τα μαύρα γράμματά τους, βγάζουν ρίζες, βλασταίνουν και μεταμορφώνονται σε μια καταπράσινη, οργιώδη γιορτή.

Το τι ακολουθεί μετά σ’ αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα, μπορεί να το ανακαλύψει κανείς διαβάζοντάς το.

Σ’ αυτό όμως το κείμενο, θέλω να σταθώ στην γοητεία της βροχής και στην σταδιακή από την εποχή του μυθιστορηματικού Μακόντο και μέχρι σήμερα, απομάγευσή της, εξαιτίας του μετανεωτερικού τρόπου ζωής.

Εικόνα: Αναστάσιος Σταμνάς

Στην παιδική μου ζωή στην επαρχία πρόλαβα και έζησα ένα μικρό, αν και πολύ διαφορετικό Μακόντο, το σπίτι μας συνόρευε με μια μικρή λίμνη και με χωράφια τριγύρω και μετά από μια δυνατή βροχή, όλα ήταν πιο γεμάτα, πιο πλήρη και έλαμπαν με μια τριζάτη, διαμαντένια δροσιά.

Με την φίλη μου, την Ανδριάνα, μετά από μια γερή νεροποντή, πηδούσαμε πάνω από τους χείμαρρους που είχε σχηματίσει η καταιγίδα και βαφτίζαμε τους χείμαρρους, ανάλογα με το μέγεθός τους, με ονόματα κρατών.

Αν συναντούσαμε μπροστά μας ένα μεγάλο κοίλωμα, ήταν η Κίνα, αν πέφταμε σε κάτι μικρότερο ήταν το Νεπάλ και ούτω καθ’ εξής.

Μια φορά πήραμε την ξύλινη σκάφη που ζύμωνε η γιαγιά μου το ψωμί, την σύραμε έξω από το σπίτι και την ρίξαμε σε μια στρόγγυλη μεγάλη γούρνα που μέσα της είχε ξεχειλίσει το νερό.

Είχαμε αποφασίσει την σκάφη της γιαγιάς να την κάνουμε βάρκα, χωθήκαμε κι εμείς μέσα σ’ αυτήν, ξεκαρδισμένες στα γέλια και φυσικά βουλιάξαμε αμέσως μαζί της.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, ήρθε η εφηβεία, η ενηλικίωση, πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε και εξακολουθούν άλλωστε να αλλάζουν μέχρι και σήμερα.

Αυτή τη στιγμή που γράφω, κάθομαι σε ένα καφέ, κάπου στην πλατεία Αριστοτέλους  και κάθε τόσο σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω την βροχή από το τζάμι, μαζί με τον κόσμο που τρέχει να την αποφύγει.

Παρατηρώ πώς βιάζονται και αυτοί που έχουν ομπρέλα, βιάζονται και αυτοί που είναι σκεπασμένοι με αδιάβροχα, βιάζονται ακόμα και τα νεαρά κορίτσια με τις γυμνές γάμπες και τα αστραφτερά πέδιλα, στα πόδια τους.

Ωστόσο, δεν βρέχει καν δυνατά, πέφτει μονάχα ένα τσιγκούνικο, σιγανό νερό και αμέσως αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι μίζερο το νερό, αλλά το βλέμμα μου έχει εδώ και πολλά χρόνια αλλάξει και κοιτάζω αλλιώς την βροχή.

Αν η βροχή, φαντάζει στα μάτια μου ξένη ή και ενοχλητική, είμαι εγώ που είμαι αποκομμένη χρόνια από τον ίδιο μου τον εαυτό, που κάποτε χαίρονταν με ένταση, λυπόταν βαθιά ή συγκινούνταν πιο πολύ.

Είμαι εγώ που ασυναίσθητα αποφεύγω την παρατεταμένη εγγύτητα  με το νερό και το κοιτάζω να πέφτει μέσα από ένα βλέμμα- πλαίσιο, μέσα από ένα βλέμμα-οθόνη.

Είμαι εγώ που ασυναίσθητα αποφεύγω την αληθινή οικειότητα με τους ανθρώπους και με τα ίδια μου τα συναισθήματα. Ξένη μέσα μου, ξενιτεύομαι σιγά- σιγά μακριά απ’ την ζωή και βαφτίζω ζωή την τηλε- οπτική μου σχέση με τα πράγματα.

Μήπως κάνετε το ίδιο και σεις;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα