Από την ουτοπία στη δυστοπία
του Σάββα Πατσαλίδη Με τον «Δον Κιχώτη» εγκαινιάζεται το μυθιστόρημα, ένα είδος γραφής το οποίο, πριν καλά καλά συλλαβίσει το μοντέρνο, γράφει την πρώτη ποιητική του μεταμοντέρνου. Πρόκειται για έναν ιδιοφυή στοχασμό επάνω στην τέχνη της γραφής, όπως αυτή πασχίζει να (ανα)πλάσει τον κόσμο ενός πενηντάρη ονειροπαρμένου, ο οποίος, έχοντας διαβάσει άπειρες ιπποτικές ιστορίες, αποφασίζει […]
του Σάββα Πατσαλίδη
Με τον «Δον Κιχώτη» εγκαινιάζεται το μυθιστόρημα, ένα είδος γραφής το οποίο, πριν καλά καλά συλλαβίσει το μοντέρνο, γράφει την πρώτη ποιητική του μεταμοντέρνου. Πρόκειται για έναν ιδιοφυή στοχασμό επάνω στην τέχνη της γραφής, όπως αυτή πασχίζει να (ανα)πλάσει τον κόσμο ενός πενηντάρη ονειροπαρμένου, ο οποίος, έχοντας διαβάσει άπειρες ιπποτικές ιστορίες, αποφασίζει να διορθώσει τα στραβά του κόσμου. Και αφού ζήσει ένα σωρό παλαβές περιπέτειες, στο τέλος συνειδητοποιεί το μάταιο της αναζήτησής του.
Ο Δον Κιχώτης είναι ένα άτομο που βάζει την ουτοπία απέναντι στη δυστοπία του πραγματικού, το δικαίωμά του να ζει σε έναν ου-τόπο αρκεί στο μυαλό να φαντάζει σαν «ευ-τόπος». Ο Δον Κιχώτης έχει τη ματιά θεατρίνου. Η φαντασία του μετατρέπει τα πάντα σε ένα θέατρο του μυαλού, μια mise en abyme. Εκεί μέσα πρωταγωνιστεί, με μοναδικό θεατή και “συμπαίκτη” το Σάντσο, το συλλογικό “εμείς”. Τον έχει ανάγκη για να νιώθει ότι κάποιος τον κοιτά (θεάται).
Διασκευή Τη θεατρική διασκευή που είδαμε στην ΕΜΣ υπογράφει ο Ρώσος μοντερνιστής Μπουλγκάκοφ, ένας συγγραφέας που υπέφερε τα πάνδεινα από το σταλινικό καθεστώς. Εξ ου και η επιλογή της σκηνοθεσίας του Γιάννη Λεοντάρη να ανοίξει την αυλαία με τον Καύκα-Δον Κιχώτη στο ρόλο του συγγραφέα που διαβάζει από μικροφώνου την επιστολή που είχε στείλει στον Στάλιν, ζητώντας του να του δώσει την άδεια να φύγει εκτός Ρωσίας, αφού στην πατρίδα του το έργο του δεν ήταν καλοδεχούμενο. Με τον τρόπο αυτό ο Λεοντάρης θέτει ευθύς αμέσως τον στόχο της σκηνικής του ανάγνωσης: το δικαίωμα του καθενός να σκέφτεται και να δρα ελεύθερα.
Σκηνοθεσία Έχω δει αρκετές δουλειές του σκηνοθέτη για να έχω άποψη. Θεωρώ πως εδώ καταθέτει την πιο σύνθετη πρότασή του. Με καλά μελετημένες κινήσεις ανοίγει τις βαλβίδες του έργου και αφήνει να απελευθερωθούν εικόνες και αρώματα μιας άλλης εποχής, που όμως μας αφορά ακόμη. Δείχνει ότι μας θέλει κοντά στην ιστορία, συνοδοιπόρους-αλά Σάνστο, αλλά παράλληλα και καλούς κριτές. Εξ ου και η σαφέστατη επιλογή της πρώτης σκηνής, με τους ηθοποιούς εν πλήρη θέα να μεταμορφώνονται σταδιακά σε «άλλους». Μεταθέατρο, που είναι η ζωή μας: μια συνεχής (μετ)αλλαγή ρόλων και κουστουμιών. Στην ίδια ευθεία η πρόταση των σκηνογράφων Μπουσουλέγκα και Υφαντίδου με το χωροταξικό τους σχεδίασμα: διευκόλυνε τη σκηνοθεσία να διδάξει (μεταδραματικά) το παιχνίδι της απόστασης ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο. Ο εσωτερικός κύκλος (της πραγματικότητας) προτάθηκε σαν η μήτρα εκκίνησης των εκκωφαντικών ήχων από τα τσόκαρα των γυναικών που διεμβόλιζαν τα τοιχώματα του εξωτερικού κύκλου και διασάλευαν την ευφορία που βίωνε ο (περι)πλανόμενος Δον Κιχώτης μαζί με τους ανεμόμυλους και τις νεαρές υπάρξεις που περίμεναν να διασώσει.
Ενστάσεις Υπήρχαν περιθώρια για διορθωτικές κινήσεις, κυρίως διαρθρωτικές, ώστε να πυκνώσει το σκηνικό όλον, να κλείσουν οι ρωγμές στα τοιχώματα της δράσης και να φανούν εναργέστερα οι συγκρουσιακές καταστάσεις. Για παράδειγμα, η καταιγιστική παρουσία πολλών ευρημάτων (κυρίως στο α΄μέρος) αφενός έθετε σε δοκιμασία την καθαρότητα του εστιακού κέντρου δράσης και αφετέρου προκαλούσε στραμπουλήγματα στο ρυθμό, τον οποίο δεν άφηνε να αναπτυχθεί με μεγαλύτερη φυσικότητα. Ακόμη, κάποιοι δευτερεύοντες ρόλοι (βλ. Φερετζέλης, Δαλιάκα κ.λπ) θα μπορούσαν ακόμη και να λείπουν. Δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να δικαιολογήσουν απόλυτα την παρουσία τους στη σκηνή. Τέλος, μια πιο οργανική και σχολιαστική ένταξη του μουσικού (εύστοχο εύρημα, ούτως ή άλλως) στα δρώμενα θα ήταν σαφώς ένα επιπλέον συν στο σύνολο.
Ερμηνείες Ας μου επιτραπεί να αποδώσω τα πλείστα στην παρουσία του Γιώργου Καύκα. Του ανήκουν. Έπιασε σ’ ένα μεγάλο βαθμό την αινιγματική φιγούρα του ήρωα και τις εναλλασσόμενες φάσεις του. Κέντησε με περίσσευμα έγνοιας και λεπτότητας έναν «εμπύρετο» όσο και εύθραυστο Δον Κιχώτη, ανθρώπινο και συνάμα φευγάτο. Η σκηνή του τέλους με το ορθάνοιχτο στόμα μπροστά στο μικρόφωνο, συγκλονιστική. Προσφορά. Ο Παπαϊωάννου (Σάντσο) έπαιξε εύστοχα τον εαυτό του, ποντάροντας σε ένα επικοινωνιακό γκροτεσκάρισμα. Έγραψε αδρά. Θα ‘θελα να τον δω, όμως, και σε ένα ρόλο που δεν θα παίζει με το φυζίκ του. Από τους δεύτερους ρόλους στέκομαι στην Αιμιλία Βάλβη. Ίσως περισσότερο υπερβολική από ό,τι απαιτούσε η γραμμή του ρόλου, αλλά ουσιαστική. Περίπου στο ίδιο μήκος και η Βλάχου. Με φλέγμα ο Μαραγκόπουλος, άχρωμος ο Σαμαράς. Στις «προκαθορισμένες» θέσεις τους οι Πεχλιβανίδης και Πατιερίδης. Η δραματουργική επεξεργασία της Κοντογιάννη εύστοχη. Το ίδιο και η μετάφραση της Κουλίεβα.
Κατακλείδα: Παράσταση με κάποια δομικά προβλήματα, αλλά με πολύ περισσότερες αρετές. Να τη δείτε οπωσδήποτε.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ