Από την Προποντίδα στην Αμμουλιανή
Λέξεις-εικόνες: Κύα Τζήμου Πατώντας το πόδι μου στο νησί, προχωρημένο απόγευμα, στο λιμάνι σε υποδέχονται πρώτα πρώτα τα πιτσιρίκια που βουτούν ανάμεσα στις βάρκες. Το λιμανάκι εντυπωσιάζει με την γαλήνη του. Στο χωριό επικρατεί ησυχία. Ανηφορίζοντας προς την πλατεία συναντάς μόνο γυναίκες. Τις βλέπεις να προχωρούν βιαστικές, πάντα έχουν κάποιο προορισμό. Πάντα με το χαμόγελο […]
Λέξεις-εικόνες: Κύα Τζήμου
Πατώντας το πόδι μου στο νησί, προχωρημένο απόγευμα, στο λιμάνι σε υποδέχονται πρώτα πρώτα τα πιτσιρίκια που βουτούν ανάμεσα στις βάρκες. Το λιμανάκι εντυπωσιάζει με την γαλήνη του. Στο χωριό επικρατεί ησυχία. Ανηφορίζοντας προς την πλατεία συναντάς μόνο γυναίκες. Τις βλέπεις να προχωρούν βιαστικές, πάντα έχουν κάποιο προορισμό. Πάντα με το χαμόγελο και ένα χαιρετισμό στο στόμα και στα μάτια. Πάντα μια δουλειά αρχινημένη που τις περιμένει, κάνει τα βήματα βιαστικά. Η κουζίνα τους είναι το βασίλειό τους και οι καφέδες από σπίτι σε σπίτι το καθημερινό τους ξέδομα.
Η Αμμουλιανή είναι το μοναδικό κατοικημένο νησί της κεντρικής Μακεδονίας με μόνιμο πληθυσμό και φωλιάζει στην αγκαλιά του κόλπου του Αγίου Όρους. Το χειμώνα μένουν εκεί 600 ψυχές (600 κάτοικοι). Από τη Θεσσαλονίκη απέχει 130 χιλιόμετρα και φτάνεις εκεί με φέριμποτ από την απέναντι ακτή Τρυπητή (Αμμουλιανή – Τρυπητή 2 ναυτικά μίλια). Τα δρομολόγια των πλοίων είναι ανά ώρα. Είναι το ίδιο φέρι που μεταφέρει τα παιδιά του χωριού απέναντι για να πάρουν το λεωφορείο για το γυμνάσιο και το Λύκειο της Ιερισσού. Στο νησί υπάρχει μόνο δημοτικό σχολείο και έχει περίπου 25 παιδάκια αυτόν τον καιρό.
Έως το 1925 το νησί ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, Πέντε υπέροχα πέτρινα κτίρια μοναστηριακής αρχιτεκτονικής βρίσκονται στο χωριό για να κρατούν τη μνήμη του παρελθόντος. Η εκκλησία, και άλλα δυο κτίρια το ένα αναπαλαιωμένο πλήρως στεγάζει το μουσείο του χωριού φιλοξενώντας θυμητάρια που κουβάλησαν μαζί τους οι άνθρωποι της προσφυγιάς, το άλλο αναστηλώνεται τώρα, βρίσκονται στην Πλατεία του χωριού. Τα άλλα δυο, το ένα μεγαλύτερο στο λιμάνι και το άλλο στο πίσω λιμανάκι στην άλλη μεριά του χωριού.
Στο χωριό έμεναν 2-3 καλόγεροι που διαχειρίζονταν την κτηματική περιουσία και είχαν ως βοηθούς περίπου 20 εργάτες από την γύρω περιοχή της Χαλκιδικής. Η ασχολία τους ήταν η καλλιέργεια χωραφιών, η βοσκή ζώων και το μάζεμα των ελιών. Αρχές του 1925 το νησί παραχωρείται σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από νησιά της Προποντίδας (Γαλλιμή – Πασαλιμάνι -Σκουπιά-Μαρμαρά). Οι πρόσφυγες κουβαλούν μαζί τους το προικώον τους. Εικόνες που τώρα κοσμούν την παλιά εκκλησία, μια κολυμβήθρα, κειμήλια αλλά κυρίως συνήθειες, θαλασσινές κι αυτές. Είναι απλοί άνθρωποι, ψαράδες από κούνια. Η θάλασσα τους πρέπει και τον τόπο τον αγαπούν με την πρώτη ματιά.
Παρασκευή βράδυ οργανώθηκε γιορτή πίτας. Στήθηκαν τραπέζια κι έφτασαν καμιά 15αρια γυναίκες με πλάστες και τάπερ γεμάτα υλικά για τη γέμιση, έτοιμες για όλα. Η καθεμιά με την τέχνη της. Τα φύλλα ανοίγονταν πριν προλάβεις να πεις πίτα. Η Κατίνα, νύφη από τα 16 της στο χωριό, έμαθε να τα ανοίγει τρία τρία, πέντε πέντε. Μετά τα ξεχωρίζει. Φυσώντας τα ελαφρά. Απλά πράγματα. Φύλλα λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα που με μερικές επιδέξιες κινήσεις τα σουφρώνει, τα ισιώνει, τα γεμίζει τα τυλίγει και τα φτιάχνει κουλούρες. Η Ελένη προτιμάει τη κλασική στο ταψί. Ανοίγει, στρώνει, αλείφει, σκεπάζει, χαράζει και την στέλνει στο φούρνο. Έτοιμη. στη Σαλονίκη άμα πεις πως φτιάχνεις πίτα, σε κοιτούν σαν είδος προς εξαφάνιση. Με απορία. Μα δουλειά δεν έχει αυτή; σκέφτονται. Για τις παλιές, τις μάνες μας και τις γιαγιάδες, η διαδικασία κρατάει όσο να πάμε εμείς στο σούπερ μάρκετ να τις πάρουμε έτοιμες.
Μιλάω με την Κατίνα αρκετή ώρα. Το κέφι της ανεξάντλητο. Δεν αντέχει πια μακρυά απ΄τη θάλασσα. Κι ας ήρθε νύφη απ΄τον κάμπο της Λάρισας. Τώρα τις σπάνιες φορές που πάει εκεί δεν ανασαίνει καλά. Το μάτι της γυρεύει θάλασσα και μετρά τις ώρες να γυρίσει πίσω. Οι γυναίκες της Αμμουλιανής με κάποιο τρόπο συγγενεύουν όλες. Κουνιάδες, συμπεθέρες, αδελφές. Δύσκολα να βρεις κάποιες που η μια να μην έχει μπει στην οικογένεια της άλλης. Οι άντρες άφαντοι. “Λες να είναι χήρες;” λέει ένας από την παρέα. Αδύνατον, στα χωριά φορούν τα μαύρα μέχρι το θάνατό τους οι χήρες. Αυτές είναι ντυμένες με χρώματα, το βλέμμα τους γελάει. Η απάντηση είναι απλή. Στην Αμμουλιανή οι ευθύνες και οι δραστηριότητες είναι χωρισμένες κατά φύλλο. Οι άνδρες, ψαράδες στην πλειοψηφία τους, είναι κάπου στα ανοικτά ρίχνοντας δίχτυα και παραγάδια, με γρι γρι, τρεχαντήρια και ψαροκάικα και οι γυναίκες έχουν αναλάβει τον τουρισμό. Την δεύτερη πηγή πλούτου του νησιού. Και φυσικά τα καταφέρνουν περίφημα.
Κι αν τις ακούσεις να τραγουδάνε σε έχουν σκλαβώσει για πάντα. Φωνές που δεν χρειάζονται μουσική για να τραγουδήσουν. Που η μακροχρόνια συναναστροφή τις έχει ενώσει για τα καλά. Καμιά 15αριά γυναίκες τραγουδάνε ό,τι τραγούδια έφεραν οι μάνες τους και οι γιαγιάδες από την πατρίδα στην Μικρά Ασία.
Σάββατο μεσημέρι οργανώθηκε μάθημα μαγειρικής. Η γαστρονομία είναι το άλφα και το ωμέγα στην καθημερινότητα των γυναικών. Με πρώτες ύλες από τη γη και τη θάλασσα, η φτώχεια αρχικά ενθάρρυνε την εφευρετικότητα στη δημιουργία νέων συνταγών. Γιατί όταν τα ψάρια και τα ψαρικά είναι στο καθημερινό τραπέζι πρέπει να εφεύρεις χίλιους τρόπους για να τα μαγειρέψεις. Να μην βαρεθεί ο ουρανίσκος. Η Ρούλα και η Ελένη μας μαγείρεψαν μπακαλιάρο φρικασέ και κριθαρώτο και μας είπαν πώς φτιάχνεται η σπεσιαλιτέ του νησιού, τα αμυγδαλωτά.
Σάββατο βράδυ μαζεύτηκαν οι πάντες στο λιμάνι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Να ρίξουν το γρυπάκι. Ένα δίχτυ μικρό σχετικά που ρίχνεται από τη στεριά. Μια βάρκα το φέρνει βόλτα στη θάλασσα και επιστρέφει την άλλη του άκρη πίσω στη στεριά. Και μετά το μαζεύουν. Οι μισοί τραβούν από την μια άκρη και οι άλλοι μισοί από την άλλη. Και ό,τι έχει περικυκλώσει το δίχτυ το ανεβάζουν πάνω. Στήνουν ψησταριές και τα ψήνουν και άντε πάλι στήνεται καινούργιο τραπέζι.
Σαν πας στην Αμμουλιανή, μη διστάσεις να πιάσεις κουβέντα με τις γυναίκες. Άσε τους άντρες, είναι λιγομίλητοι. Εκείνες είναι που θα σου φτιάξουν τη μέρα. Που θα σου μάθουν το νησί, που θα σου πουν ιστορίες απ΄τα παλιά κι απ΄τα καινούργια. Που θα σου μιλήσουν για τους ξενιτεμένους, για τη μοναξιά του χειμώνα, για τις χαρές και τις λύπες, για τα πονηρά και τα αστεία.
Είχε πολλούς κατοίκους το νησί όταν ξεκίνησαν να χτίζουν τα σπιτικά τους. 1200 άνθρωποι κοντά έφτασαν εδώ. Ήταν μετά τη δεκαετία του 70 που άρχισαν να ξενιτεύονται. Στη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά, αλλά και στην Ελλάδα στις μεγάλες πόλεις. Οικογένειες μοιράστηκαν και σπίτια κλείστηκαν για να υποδέχονται τους ενοίκους τους μόνο τα καλοκαίρια. Τώρα μερικοί από αυτούς ξαναγυρνούν, να ζωντανέψουν ξανά το νησί με τον τουρισμό. Γίνονται ξενώνες και μικρά ξενοδοχεία, ξαναγυρνούν στην παλιά αρχιτεκτονική που μπερδεύτηκε με τα σπίτια που έκλεψαν τον χαρακτήρα που είχαν οι πόλεις και τα χωριά πριν τη δεκαετία του 60.
Στην Αμμουλιανή δεν θα πας για το παραδοσιακό του αρχιτεκτονικού τοπίου, θα πας για τις ανεπανάληπτες παραλίες, που τις φτάνεις είτε με καραβάκι είτε οδικώς (υπάρχει και λεωφορείο αν φτάσεις δίχως αμάξι), θα πας για το καλό φαγητό, που θα το βρεις σε τέτοια αφθονία και φαντασία που δεν θα το περιμένεις. Θα πας για τις γυναίκες που θα σε κάνουν να νιώσεις σπίτι σου και που έχουν πνίξει τις αυλές και τις βεράντες τους με μπουκαμβίλιες, φούλια, τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Και όταν θα φύγεις θα ξέρεις τις περισσότερες από αυτές με το όνομά τους. Θα πας και μετά θα ξαναπάς γιατί δεν θα την έχεις χορτάσει.
Μέχρι να πας πάντως μάθε να φτιάχνεις μερικά αμμουλιανώτικα πιάτα:
Μπακαλιάρος φρικασέ
Υλικά Φρέσκα κρεμμυδάκια Κρεμμύδι ξερό Μαρούλια Δυόσμος Άνηθος Λίγο κορν φλάουρ Αυγό (μόνο κρόκος) και λεμόνι για το αυγολέμονο
Τσιγαρίζεις σε λάδι τα φρέσκα και τα ξερά κρεμμύδια σε μεγάλο βαθύ τηγάνι. Κόβεις σε μεγάλα κομμάτια τον μπακαλιάρο αφού αφαιρείς το κόκκαλο και σκεπάζεις προσθέτοντας ζεστό νερό. Αφήνεις τη φωτιά δυνατή. Είναι σημαντικό για να μη λιώσει το ψάρι. Θέλει περίπου 20 λεπτά σε δυνατή φωτιά. Προσθέτεις λίγο πριν το τέλος μπόλικο φρέσκο δυόσμο και άνηθο. Διαλύεις το κορν φλάουρ σε ζουμί από το φαγητό και το προσθέτεις να χυλώσει. Σβήνεις τη φωτιά και αυγοκόβεις. Χτυπάς καλά τα λεμόνια με τον κρόκο και ρίχνεις κατευθείαν, χωρίς να φοβάσαι μην κόψει το αυγολέμονο (αυτό συμβαίνει μόνο όταν έχεις ρίξει και τα ασπράδια). Προσέχεις να μην ανακατεύεις για να μην διαλυθεί το ψάρι.
Κριθαρώτο με θαλασσινά
Υλικά Κρεμμύδι ξερό Καραβίδες Μύδια με το κέλυφος Καλαμάρι κομμένο Γαρίδες και μύδια ψίχα Μια συσκευασία κριθαράκι χοντρό 1 ποτήρι άσπρο κρασί ή ένα ποτηράκι ούζο Ντομάτα ψιλοκομμένη ή αν δεν έχετε μια συσκευασία ψιλοκομμένο ντοματάκι Μπόλικος φρέσκος μαϊντανός
Τσιγαρίζετε ελάχιστα το κρεμμύδι σε μια πολύ πλατιά κατσαρόλα και ρίχνετε μέσα τις καραβίδες, τα μύδια με το κέλυφος και το καλαμάρι σε φέτες. Τσιγαρίζετε λίγο ακόμη και σβήνετε με το κρασί ή το ούζο. Προσθέτετε το κριθαράκι, την ντομάτα και ζεστό νερό (περίπου 2 φλυτζάνια). Θα χρειαστεί να προσθέσετε νερό και στην διάρκεια. Ανακατεύετε συνέχεια. Δεν απομακρύνεστε από την κουζίνα. Λίγο πριν το τέλος ρίχνετε και τα μύδια και τις καθαρισμένες γαρίδες, προσθέστε λίγο νερό ακόμη αν έχει σωθεί, σβήνετε τη φωτιά και αφήνετε να ρουφήξει τα ζουμιά του. Σερβίρεται καυτό.
Αμυγδαλωτά
Υλικά Αμύγδαλα Ζάχαρη
Βάζετε για λίγο τα αμύγδαλα σε ζεστό νερό και τα ξεφλουδίζετε. Τα αλέθετε στο μούλτι. Φτιάχνετε μια ζύμη με αναλογία 2 φλυτζάνια αμυγδαλόψιχα και 1 φλυτζάνι ζάχαρη. Βάζετε όλη την τέχνη σας στη γλυπτική και φτιάχνετε διάφορα σχέδια-μικρά γλυπτά. Ψήνετε στο φούρνο για 10 λεπτά. Μόλις πάρουν χρώμα τα βγάζετε. Τόσο απλό. Η τέχνη είναι στο πλάσιμο των μικρών ζυμαρένιων γλυπτών. Θέλει εξάσκηση. Έχει σημασία να μην ξεραθούν.
Δες ένα μαγικό βίντεο για το νησάκι