Από το «τι» της γραφής στο «πώς» και το πολιτικό θέατρο
Πότε αλήθεια έχουμε ασθανθεί μια πραγματική αναστάτωση παρακολουθώντας μια παράσταση;
Είναι ορισμένα θέματα τα οποία οι ιστορικές συγκυρίες και αναγκες τα κρατούν διαρκώς στο θεατρικό προσκήνιο (βλ.σεξισμός, ρατσισμός, έμφυλες σχέσεις, βία, μεταξύ άλλων).
Και είναι απόλυτα φυσιολογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι το θέατρο ήταν, και συνεχίζει να είναι, ο αμεσότερος καθρέφτης/καταγραφέας της πραγματικότητας και των ανθρωπίνων σχέσεων, συνεπώς ό,τι ταλανίζει τα κοινά το αφορά.
Όμως, κάποια στιγμή η υπερβολική χρήση, η συνεχής επανάληψη και ανακύκλωση όλων αυτών οδηγούν μοιραία και σε μια εξάντληση της όποιας ανοίκειας δυναμικής κρύβουν, υπό την έννοια ότι χάνουν το κεντρί τους και από διαφορετικά ή ενοχλητικά ή απρόβλεπτα που ήταν αρχικά εντάσσονται στους θεσμούς και σταδιακά κατά κάποιον τρόπο «νομιμοποιούνται» και στη συνείδηση του κόσμου, υπό την έννοια ότι δεν του προκαλούν το αρχικό σοκ , την αποστροφή που θα έπρεπε να προκαλούν. Όπως συμβαίνει και με την τηλεοπτική κάλυψη μιας εμπόλεμης κατάστασης, λ.χ..
Στην αρχή υπάρχει τρόμος, οργή, αγανάκτιση κ.λπ. Μετά όμως απο τη συνεχή και λεπτομερή επανάληψη της βίας του πολεμου, του αίματος, του πόνου, της καταστροφής, ο πόλεμος από αληθινό ολέθριο και τρομακτικό γεγονός μετατρέπεται σε κάτι “οικείο”, γίνεται “θέατρο του πολέμου”, λες και ξαφνικά παύει να είναι αληθινός. Όπως και ένας σκηνικός πόλεμος. Αποκτά σκηνοθέτες-στρατηγούς, πρωταγωνιστές και ανταγωνιστές, προσκήνια και παρασκήνια. Δίνεται ώρα και χώρος “προβών” και συγκρούσεων, σαν παράσταση προγραμματισμένη να ανέβει.
Και μιας και μλάμε για τέχνη, και δη για θέατρο, πάντοτε υπάρχουν οι σκαπανείς, οι Αισχύλοι, οι Σαίξπηρ, οι Μπέκετ, οι κορυφές και μοναδικότητες που ανήκουν στην εμπροσθοφυλακή μιας εποχής, τα φωτεινά μυαλά που ξαφνιάζουν, που προτείνουν, που ανατρέπουν, που ενίοτε σοκάρουν ή ακόμη και εξοργίζουν με τις προτάσεις τους, όπως υπάρχουν ταυτόχρονα και οι χιλιάδες ακόλουθοι και επίγονοι που αναπαράγουν, μιμούνται, κοπιάρουν, αντιγράφουν κ.λπ., δίνοντας με το δικό τους έργο μια συνέχεια σε ό,τι άφησαν ως παρακαταθήκη οι σπουδαίοι του χώρου.
Ειδικά στις μεταμοντέρνες και μετα-ουμανιστικές μέρες μας αυτό είναι μείζον ζήτημα. Και εξηγώ γιατί. Από τη μια οι ανα-παραγωγικές δυνατότητες της υψηλής τεχνολογίας και από την άλλη η συνεχής ακύρωση ή αμφισβήτηση ή υποβάθμιση της έννοιας της «αρχής» (άρα εν πολλοίς και της πρωτοτυπίας), έχουν μετατρέψει τον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα σε ένα είδος απέραντου εργοτάξιου ανακύκλωσης/αναπαραγωγής, κάτι σαν αλυσίδα σούπερκαρκετ, όπου ο πελάτης αγοράζει περίπου τα ίδια (γνώριμα) προϊόντα, με ελάχιστη διαφοροποίηση στις τιμές.
Εδώ κολλάει και ο όρος των κοινωνιολόγων, «μακντοναλντοποίηση», δηλαδή μετατροπή του θεάτρου, εν προκειμένω, σε χώρο παροχής πανομοιότυπων (και ευπώλητων) υπηρεσιών. Γνωστή άλλωστε και η θέση πολλών “πωλητών” θεαμάτων που λέει πως “στόχος είναι να μάθεις στον πελάτη να αγοράζει μια παράσταση και όχι να παρακολουθεί”. Και τι αγοράζει πιο εύκολα ένας πελάτης; Ό,τι του φαντάζει πιο οικείο. Ό,τι δεν τον “απειλεί”. Και οτιδήποτε ανήκει στους πολλούς, δεν “απειλεί”.
Και αυτή ακριβώς η “μη-απειλητική” ομοιομορφία είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει και στην απολιτικοποίηση του θεάτρου—κι ας νομίζουν πολλοί ότι επειδή κάνουν θέατρο κάποιο φλέγον κοινωνικό πρόβλημα, ας πούμε την ενδο-οικογενειακή βία ή επειδή εμπλέκουν τον θεατή σε μια «στημένη» συμμετοχή, κάνουν ταυτόχρονα και πολιτικό θέατρο.
Η αναγνωρισιμότητα ή η οικειότητα, αν προτιμάτε, που προκαλεί ένα θέμα, ήτοι το «τι» της γραφής (τι μας λέει μια ιστορία, μια εμπειρία κ.λπ), δεν οδηγεί κατά κανόνα και σε μια επαναπροσέγγιση ή ανανεωμένη γνωριμία με αυτό. Αντίθετα, η συνεχής ανακύκλωσή του οδηγεί στην εφησυχαστική λογική του “μία από τα ίδια”. Είναι σαν να μπαίνεις σε μια αλυσίδα σούπεμαρκετ όπου γνωρίζεις ακριβώς πού να ψάξεις και τι. Λες και μπαίνεις στο σπίτι σου. Μα ακριβώς ο στόχος ενός σοβαρού και καλά δουλεμένου πολιτικού θεάτρου (δυσεύρετο πια το είδος) είναι το διαμετρικά αντίθετο: να σε κάνει να “μην νιώθεις σαν στο σπίτι σου”. Να σε ξεβολεύει. Να σε αναστατώνει. Και σκέφτομαι: Πότε αλήθεια έχουμε ασθανθεί μια πραγματική αναστάτωση παρακολουθώντας μια παράσταση; Πότε αισθανθήκαμε ότι μια παράσταση μας έχει αλλάξει; Πότε αισθανθήκαμε ότι βλέπουμε κάτι εντελώς διαφορετικό, ανοίκειο;
Γι’ αυτό επιμένω και λέω πως εκείνο που μπορεί να ενεργοποιήσει διαφορετικά τα αντανακλαστικά του δέκτη είναι το “πώς” (της γραφής, της σκηνοθεσίας κ.λπ). Άλλως πως, ο τρόπος με τον οποίο το θεματικό υλικό αποκτά ξανά τη δυναμική του, εκείνη τη δυναμική που είχε πριν περάσει στα «περιουσιακά» στοιχεία όλων. Τότε ναι, μπορεί να γίνει ενοχλητικό, τότε ναι, μπορεί να αποκτήσει ξανά το κοινωνικοπολιτικό του εκτόπισμα, να αποβάλλει το περίβλημα της νυσταλέας οικειότητας και να γίνει «ανοίκειο», «ξένο» καλώντας μας να το γνωρίσουμε εξαρχής.
Απομονώνω εν τάχει για το παράδειγμά μου το θέατρο ντοκουμέντο, που εκτιμώ πως είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος που φλερτάρει έντονα με το πολιτικό θέατρο, πάντα με τη φιλοδοξία να προσφέρει νέες γωνίες πρόσληψης και κατανόησης των πραγμάτων. Τι έχουμε εδώ;
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν η Anna Deavere Smith, οι Forced Entertainment, οι Rimini Prοtokol, κ.ά, οι προτάσεις τους είχαν κάνει αίσθηση, γιατί ακριβώς κόμιζαν στις αποσκευές τους μια «λοξή» ματιά στην αισθητική του θεάτρου (στο «πώς της γραφής», σε συνδυασμό με τα θέματα).
Οι χιλιάδες επίγονοι και γενικά οι μιμητές τους αυτή τη «λοξή» ματιά την έχουν «ισιώσει», υπό την έννοια ότι μέσα από τη συνεχή ανακύκλωση, τη συνεχή χρήση και κατάχρηση, τις άπειρες κόπιες κ.λπ. τη «νομιμοποίησαν», και πλέον ούτε ξενίζει ούτε ταράζει. Στις περισσότερες (υπάρχουν πάντα και οι αξιόλογες εξαιρέσεις) περφόρμανς-ντοκουμέντο κυριαρχούν οι ίδιες σκηνοθετικές και ερμηνευτικές λύσεις/προτάσεις. Από εντελώς απρόβλεπτος χώρος που ήταν (για κάποιους ακόμη και “επικίνδυνος”) έχει γίνει πια προβλέψιμος χώρος άσκησης του «άλλου» θεάτρου, με ευανάγνωστες προδιαγραφές. Κάτι σαν επιτελεστικός τσελεμεντές.
Για να πετύχει ωστόσο την υπέρβαση πρέπει να βρει τρόπους να επαναφέρει το κεντρί του ανοίκειου, που σημαίνει να αναζητήσει την «ετερότητά» του μέσα από άλλους, ανανεωμένους τρόπους και χώρους γραφής, δηλαδή να ανακαλύψει καινούργια «πώς». Τα γνώριμα «πώς» έχουν εξαντληθεί. Έδωσαν ό,τι είχαν να δώσουν. Καιρός για παρακάτω και παραπέρα.
Κι εδώ ακριβώς τον λόγο έχει η φαντασία και το ταλέντο του σκηνοθέτη και των συνεργατών του, το όραμά τους, οι στοχεύσεις τους, η τόλμη τους, η ματιά τους, και οι γεωγραφίες στους.