Από τον γύψο στη γυψοσανίδα
"Μια χώρα που μπερδεύεται πια να αναγνωρίσει την ποιότητα των υλικών, που ξέχασε πως η ποιότητα φανερώνεται στο πώς λειτουργεί στον χρόνο" - Γράφει ο θεατρικός σκηνοθέτης, Γιάννης Καλαβριανός
Κεντρική εικόνα (Γουρούνια σε ανοιχτό σπουπιδότοπο, πίσω από προβεβλημένη παραλία της Μεσσηνίας. Καλοκαιρινή.)
Λέξεις: Γιάννης Καλαβριανός
Οι διακρίσεις πρέπει να διαφημίζονται. Και οι πραγματικές και οι εικονικές. Εδώ φτιάχνονται πλέον ψηφιακά έργα τέχνης, γιατί να μην φτιάχνονται και ψηφιακές διακρίσεις; Όχι μακέτες, όπως έκαναν οι άλλοι, ούτε καν. Άυλες. Να τις βλέπουν όλοι. Όλοι, μέχρι και οι έχοντες προβλήματα όρασης. Να τις μαθαίνουν με κάθε τρόπο. Και να φτιάχνονται βιτρίνες που θα τις φιλοξενούν. Βιτρίνες φωτεινές. Να λάμπουν πιο πολύ από τις διπλανές. Να τυφλώνουν. Και να μπουν όλα μέσα. Όλες οι διακρίσεις. Ολόκληρη η χώρα να μπει, μήπως δεν είναι κι η ίδια ένα βραβείο, ένα στολίδι; Μήπως θα κοιτάξει κάποιος πίσω από τη βιτρίνα; Είπαμε, να τυφλώνει. Κι ας είναι χάλια τα πίσω δωμάτια, βρώμικη η κουζίνα και ακατάστατη η αποθήκη της. Η βιτρίνα είναι το ζήτημα. Μια χώρα που αντί να προσλάβει αποθηκάριο, προσέλαβε διακοσμητή. Και μετά, αν χρειαστείς και κάποια άλλη από τις παροχές της, πας στους πίσω χώρους και δεις από μια ανοιχτή πόρτα την αποθήκη ή την κουζίνα της, αποκαρδιώνεσαι. Πώς πας στην τουαλέτα κάποιων καλοβαλμένων εστιατορίων και καταλαβαίνεις πως όλα είναι σαν αληθινά, αλλά όχι ακριβώς αληθινά, έτσι. Το πλακάκι είναι σαν μάρμαρο, το πάτωμα σαν ξύλινο κι ο τοίχος σαν χτιστός. Αλλά είναι από γυψοσανίδα.
Μια χώρα που ύμνησε τη γυψοσανίδα, που έφτιαξε ράφια, διαχωριστικά και έκρυψε φωτισμούς, είναι πια πεπεισμένη πως η ευκολότερη κι φτηνότερη λύση είναι κι η καλύτερη. Που μπερδεύεται πια να αναγνωρίσει την ποιότητα των υλικών, που ξέχασε πως η ποιότητα φανερώνεται στο πώς λειτουργεί στον χρόνο και όχι στο πώς μοιάζει την πρώτη ημέρα χρήσης. Και που είναι σίγουρη πως θα σε ξεγελάσει.
Είναι φυσικά ευκολότερο να φτιάξεις έναν τοίχο από γυψοσανίδα, παρά να τον χτίσεις. Όπως είναι πάντα ευκολότερο να διασχίζεις τον δρόμο, από όπου σε βολεύει, παρά να πας από τη διάβαση. Αλλά δεν είμαστε οι μοναδικοί που ανακαλύψαμε την ευκολία.
Σε αυτή τη χώρα όλοι προσπαθούμε καθημερινά να υπερβούμε τον εύκολο, κακό ή παραβατικό εαυτό μας και να προστατευθούμε από τη χειρότερη και πιο εκτυφλωτική εκδοχή του άλλου. Που συνήθως είναι στην βιτρίνα από γυψοσανίδα και ξέρει πώς να μας τυφλώσει.
Μέχρι πότε όμως, θα ανεχόμαστε να αλλάζει ακαριαία η κουβέντα, να στρίβει για αλλού το ποτάμι της ανάγκης; Γιατί επιτρέπουμε συζητήσεις για το αν κοστίσει εκλογικά η δολοφονία τόσων ανθρώπων στα Τέμπη; Να το συζητήσει ο υπεύθυνος που το τρέμει, αλλά γιατί να περάσει η κουβέντα σε όλη τη χώρα; Γιατί όλοι μιλάμε για το δικό τους ζήτημα και συμφέρον σαν να είναι κοινό;
Όπως μοιράστηκε και η ενοχή, μοιράζουν τώρα και το άγχος της συνέχειας. Αυτό είναι κατανοητό για το πελατειακό κράτος που για δεκαετίες ζει ανάλογα με το αν κυβερνήσει ο δικός του μπάρμπας. Αλλά υπάρχει και μια άλλη, μεγάλη, ανυπολόγιστη μερίδα πολιτών που ιδιωτεύει, που δεν παίρνει δημόσια έργα, δεν διορίζεται, που ζει στον ενδιάμεσο χώρο που του αφήνουν η εγκληματική αμέλεια, τα οργανωμένα συμφέροντα και η γραφικότητα
Και τα τελευταία, πολλά, χρόνια ο ζωτικός αυτός χώρος έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα. Τον καταλαμβάνει καθημερινά ένας συγκεκριμένος ανθρωπότυπος, του πολιτικού προσωπικού και των ακολούθων του. Εκείνοι, οι πολλοί, που κινούνται σε απόσταση αναπνοής για να χωρέσουν στο στενό τηλεοπτικό κάδρο, μπλέκοντας ανάσες, μυρωδιές και χνώτα. Και αυτή είναι η αληθινή διαπλοκή. Να μπλέκεις τα χνώτα σου για ένα τηλεοπτικό πλάνο.
Πολιτικοί και οι συνοδοί τους, διορισμένοι ήδη ή στην επετηρίδα, αποτελούν ένα υποείδος ανθρώπου, κάτι σαν προγραμματισμένο ανθρωποειδές, υπερεπιτυχημένο, πανέτοιμο για λύσεις και ακαριαίες ατάκες εξολόθρευσης του κομματικού αντιπάλου, που μιμείται χονδροειδώς ανθρώπινες συμπεριφορές, πάντα υπερβολικό, υπερσυναισθηματικό, άρα στην πραγματικότητα απολύτως απαθές και ανάλγητο, γιατί άλλο είναι το δικό του διακύβευμα, δηλαδή, απάνθρωπο.
Και ενώ αυτόματα αντιλαμβανόμαστε πως δεν έχουμε τίποτε κοινό με εκείνους που τους δίνουν οδηγίες για το πώς θα δείχνουν πιο θλιμμένοι στις κάμερες για να μας ξεγελάσουν, συνεχίζουμε όχι μόνο να τους ακούμε, να αντιγράφουμε τα ζητήματα, τον τρόπο και το λεξιλόγιό τους, αλλά και να τους εμπιστευόμαστε, πληρώνουμε ή ψηφίζουμε. Γιατί τους φοβόμαστε. Και κατά βάθος δεν τους εκτιμούμε.
Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να αναρριχηθείς σε μια εταιρεία, πόσω μάλλον σε ένα κόμμα.
Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία των αξιόλογων επαγγελματιών ή επιστημόνων που θέλησαν να εμπλακούν με την πολιτική ζωή στην Ελλάδα, αντίκρυσαν νωρίς τον βούρκο της, υποσκελιζόμενοι από αθλητές, γόνους ή διασημότητες κάθε είδους.
Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με εμφανώς ανεπαρκή πρόσωπα, σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου. Μα πώς να εμπιστευθείς εκείνους που δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, τη δομή και την έκφρασή της;
Σε ποια χώρα θα επιβίωναν, πέρα από το περιθώριο της γραφικότητας, αυτοί οι δήμαρχοι, αυτοί οι υπουργοί και για να μην πάω μακριά, αυτοί οι ηθοποιοί; Όλα ένας αχταρμάς προχειρότητας, αμορφωσιάς και επίδειξής της, γιατί πια η αμορφωσιά έγινε το αναγνωριστικό διαβατήριο, η προϋπόθεση και η γλώσσα απεύθυνσης στους πολλούς. «Γιατί αυτούς θέλει ο κόσμος.»
Άρα, βλέποντας αυτούς που το κατάφεραν, υποθέτουμε γι’ αυτούς τα χειρότερα, γιατί βαθιά μέσα μας νιώθουμε πως είναι ικανοί για αυτά. Όλα πάνω τους μοιάζουν φτιαχτά. Γιατί είναι. Υπουργοί που καμώνονται τους θλιμμένους, πρωθυπουργός που καμώνεται τον συμπαγή, νέοι βαμμένοι θλιμμένοι κλόουν να στέκονται δίπλα στα ΜΑΤ. Για τη φωτογραφία που ξέρουν πως θα βγει. Και βγαίνει. Αυτή η χώρα όλο και πιο δύσκολα γεννά κάτι πρωτότυπο. Γιατί και η ίδια έπαψε να είναι αληθινή. Έγινε σαν αληθινή. Μια χώρα από γυψοσανίδα.
Μια χώρα που όπως οι πολιτικοί που διάλεξε και τους μιμείται, κάνει πότε την υπερβολικά θλιμμένη και πότε την υστερικά αισιόδοξη. Και που μιλάει ασταμάτητα.
Καμία αλλαγή όμως, δεν προκλήθηκε από κείμενα, ωραίες ατάκες και συνθήματα. Δεν χρειάζεται όλοι να δημοσιολογούμε, πολιτικάντηδες, χειρότεροι από τους αληθινούς, και, εννοείται, καταφεύγοντας στο συναίσθημα. Έχουμε δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας και θα βρίσκουμε πάντα καταφύγιο στην ποίηση, αλλά με στίχους δεν αλλάζει η κατάσταση, δεν χρειάζεται να γίνουμε όλοι ποιητές, και για να ηρεμήσουμε, η Ιρλανδία έχει τέσσερα. Ας μην γράφουμε όλοι μαζί τα ίδια και τα ίδια, ας μην κυνηγάμε το σωστό χάσταγκ, ας μην βαφτίσουμε εμείς τον αγώνα. Με λίγα λόγια, ας μην συνεισφέρουμε στον πηχτό πολτό που απλώνεται με μιας πάνω σε οτιδήποτε μας αφορά.
Πώς θα προχωρήσουμε λοιπόν; Κανένας δεν έχει το μαγικό χάπι της ευδαιμονίας, ας μην ζητάμε τη συνταγογράφησή του. Είμαστε πια μεγάλα παιδιά και θα πρέπει να σοβαρευτούμε. Παραμιλήσαμε. Παραεμπιστευθήκαμε, παραπήξαμε στην αυθεντία και την ακλόνητη βεβαιότητα και το υψωμένο δάχτυλο του Κ. Αχ. Καραμανλή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Τι κάνουμε λοιπόν, από δω και πέρα; Πως μπορεί να ανακαινιστεί το αχούρι; Με πατέντες, πρόχειρες λύσεις, αυτοσχεδιασμούς και το «πάμε κι όπου βγει». Με γυψοσανίδες, που όσο καλά και αν μιμούνται τους τοίχους, δεν χτίζεις σπίτι, αλλά μόνο μπαράκια και βιτρίνες στο Κολωνάκι; Κι έρχονται λέει, εκλογές…
Να με λεν βοϊβοντίνα κι ας πεθαίνω από την πείνα.
*Ο Γιάννης Καλαβριανός είναι θεατρικός σκηνοθέτης