Θεσσαλονίκη: Από τον Νεοπλουτισμό στην κρίση

Ένα οδοιπορικό από τα χρόνια της ευμάρειας στην πόλη στα χρόνια της νέας δυστυχίας.

Parallaxi
θεσσαλονίκη-από-τον-νεοπλουτισμό-στη-31756
Parallaxi
edf.jpg

Λέξεις: Ελευθερία Δέλτσου Εικόνα: Κοσμάς Παυλίδης

Τo 1989 η φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη ήταν «μετρημένη». Τα φοιτητικά σπίτια ήταν στοιχειωδώς εξοπλισμένα, χωρίς πολλά-πολλά. Πέρα από τον αναγκαίο εξοπλισμό της κουζίνας, ένα ραδιοκασετόφωνο για μουσική και οι πιο εύποροι ίσως στερεοφωνικό και κασέτες από τους πάγκους μέσα στο πανεπιστήμιο. Τηλεόραση δεν υπήρχε μέσα στα φοιτητικά δωμάτια και σπίτια. Ήταν ακριβή και δεν ήταν και απαραίτητη. Εκείνη τη χρονιά κάποιοι φίλοι που ψιλοδούλευαν, κάνοντας ταυτοχρόνως μεταπτυχιακά, αγόρασαν τηλεόραση. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Αναρωτήθηκα πώς τα κατάφεραν. Μου απάντησαν «με δόσεις από το κατάστημα». Μόλις άρχιζε μια περίοδος κατανάλωσης που εξελίχθηκε τις επόμενες δύο δεκαετίες –του 1990 και του 2000– σε μια επιδεικτική υπερκατανάλωση, που τη διαμόρφωσε η αγορά με τις διάφορες μορφές χρηματοδότησης. Μια, όπως τη βιώνουμε τώρα, «φούσκα» οικονομικής ανάπτυξης με πραγματικό όμως αντίκρισμα στις ζωές μας. Η ελπίδα της βελτίωσης της ζωής όλων μας πήρε υπόσταση σε έναν ατομικό επιδεικτικό καταναλωτισμό που υλοποιήθηκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με μαγαζιά που όλο και πλήθαιναν, που όλο και ανεβάζανε τις τιμές. Όλοι μπορούσαν ή διεκδικούσαν να αναρριχηθούν στον καινοφανή νεοπλουτισμό αγοράζοντας ρούχα, αυτοκίνητα, σπίτια. Και οι τράπεζες προσφέρανε όλο και περισσότερες πιστωτικές κάρτες, όλο και περισσότερα και πιο ειδικά δάνεια: καταναλωτικό δάνειο, αυτοκινήτου, διακοπών, πρώτης κατοικίας, εξοχικής κατοικίας κλπ. Η Θεσσαλονίκη γέμισε και αυτή με ανθρώπους που ακολουθούσαν πιστά τη μόδα, με περισσότερα και καινούρια αυτοκίνητα, με καινούριες κατοικίες «πολυτελούς κατασκευής» αρχικά στην ανατολική Θεσσαλονίκη, μετά και στη δυτική, με εστιατόρια, καφέ και μπαρ, με ανθρώπους που συζητούσαν τι αγόρασαν, πού συχνάζουν, τις διακοπές τους εντός και εκτός Ελλάδας. Δυο δεκαετίες πλέον μετά η διαφορά από τα τέλη του 1980 ήταν μεγάλη. Το 2008 η κόρη μιας φίλης ξεκινούσε τη φοιτητική της ζωή και η φίλη μου της ετοίμασε το σπίτι όπου θα έμενε. Ένα σπίτι που είχε όχι απλώς τηλεόραση και cd player, αλλά έναν πλήρη εξοπλισμό που παλιότερα θα τον ζήλευαν άνθρωποι που φτιάχνανε το μόνιμο σπιτικό τους: ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρική σκούπα, τηλεόραση και όλα όσα περιλαμβάνουν πλέον τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών στα φοιτητικά πακέτα. Αλλά και καναπέδες, κουρτίνες, χαλιά και ότι άλλο κατέληξε να θεωρείται απαραίτητο για να ζει αξιοπρεπώς ένα φοιτητής, μια φοιτήτρια.

Σ’ αυτές τις ίδιες δεκαετίες στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνυπήρχαν εικόνες πείνας και εξαθλίωσης. Το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού στις γείτονες Βαλκανικές χώρες, ο διαμελισμός της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος εκεί συνέβαλαν στη ραγδαία αύξηση στην πόλη της Θεσσαλονίκης επαιτών που προβάλλανε ότι ήταν θύματα μιας πολιτικο-οικονομικής αλλαγής. «Είμαι Σέρβος, έχω 2 παιδιά, δεν έχω σπίτι και πεινάω», μια χαρτονένια ταμπέλα, γραμμένη —ηθελημένα ή αθέλητα— ανορθόγραφα και με ανάμεικτα κυριλλικά γράμματα, τοποθετημένη μπροστά από ανθρώπους που περιμένανε έξω από σούπερ μάρκετ, εκκλησίες και άλλα μέρη για να λάβουν τον οβολό των ευημερούντων φιλεύσπλαχνων. Αλλά και παιδιά που όλο και αυξάνανε στα φανάρια των δρόμων και στα μαγαζιά που οι Θεσσαλονικείς καθότανε για να διασκεδάσουν. «Δε θέλω να βλέπω τέτοιες εικόνες που μου χαλάνε τη διάθεση», ακουγότανε συχνά από Θεσσαλονικείς που απολαμβάνανε την έξοδο τους. Η ευμάρεια των Θεσσαλονικέων ερχότανε σε αντιπαράθεση με την εξαθλίωση ενός γειτονικού, αλλά επίσης και ενός ελληνικού κόσμου από τον οποίο κρατούσανε σταθερά αποστάσεις: ήταν το αποτυχημένο οικονομικό και πολιτικό τους σύστημα που ευθυνότανε, ήταν η εθνοτική τους καταγωγή αφού πολλοί ήταν ρομά, ήταν οι συμμορίες που εκμεταλλεύονταν τη φτώχεια και βγάζανε τον κόσμο στη ζητιανιά και εμείς οι ευημερούντες καλούμασταν να διαχειριστούμε τη φτώχεια ενδίδοντας ή όχι στην επαιτεία. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε και ο αριθμός των μεταναστών στη Θεσσαλονίκη και από άλλα μέρη του κόσμου, κάποιοι από τους οποίους εντάχθηκαν στο πλανόδιο παραεμπόριο και κάποιες στις οικιακές βοηθούς. Και οι δύο δραστηριότητες ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις καταναλωτικές πρακτικές των Θεσσαλονικέων: το παραεμπόριο προσφέρει ως εναλλακτική το αντίγραφο στον επιδεικτικό καταναλωτισμό και οι οικιακές βοηθοί την επανασύσταση του νεοελληνικού νοικοκυριού χωρίς την πολιτισμικά καταχωρημένη ως έμφυλη, οικιακή εργασία της συζύγου και μητέρας.

Και μετά ενέσκηψε στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη η ‘κρίση’. Πώς συμβιβάζονται, λοιπόν, την τελευταία πενταετία η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία και η έλλειψη καταναλωτικής ευμάρειας που αυτή συνεπάγεται με τη ‘φτώχεια’ και την εξαθλίωση από την οποία πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, παίρναμε τόσα χρόνια αποστάσεις; Συμπάσχουμε με όσους πεινάνε και κατανοούμε τη ρευστότητα της συνθήκης μέσα στην οποία ζούμε; Γίναμε πιο φιλεύσπλαχνοι και προς ποιους; Αν παραμείνει κανείς στην εικόνα που διαμορφώνεται στο κέντρο της πόλης τέτοια συμπεράσματα δεν είναι προφανή. Αν η κατανάλωση αποτελεί ενδείκτη ευμάρειας τότε το κέντρο της Θεσσαλονίκης δείχνει μάλλον ιδιόμορφο. Από τη μια καταστήματα που κλείνουν, καθαρό αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά και πολλά νέα που ανοίγουν. Και δεν είναι μόνον οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων που αναπτύσσονται στο χώρο. Πολλά νέα μικρά μαγαζιά, κατά κύριο λόγο καφέ, μπαρ, εστιατόρια, φαίνεται να επενδύουν σε μια κοσμοπολιτική αισθητική που θυμίζει «άλλα» μέρη του κόσμου, μέρη που ακόμα ευημερούν. Άραγε, ξορκίζουν οι Θεσσαλονικείς τη φτώχεια με μικρές χαρές κατανάλωσης ή ευελπιστούν ότι μπόρα είναι, θα περάσει κι εμείς θα ξαναβρούμε τον επιδεικτικό καταναλωτισμό μας εκεί που τον αφήσαμε, βαθύτερα ανέγγιχτοι από την κρίση;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα