ΑΠΘ, Εγκληματικότητα (;) και περιβαλλοντικός σχεδιασμός του χώρου
Απαιτείται αλλαγή πλεύσης προς ένα πανεπιστήμιο που θα επανασχεδιαστεί έτσι ώστε να το οικειοποιούνται οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι και όλοι οι Θεσσαλονικείς
Τον τελευταίο χρόνο έχουμε γίνει μάρτυρες μιας απίθανης αρνητικής προβολής, στα όρια της δυσφήμισης του ΑΠΘ.
Το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, με την τεράστια συμβολή του στην εκπαίδευση και την έρευνα, με τους δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και το εξαιρετικό επιστημονικό και ερευνητικό του προσωπικό εμφανίζεται διαρκώς ως χώρος βίας, ανομίας και ως πεδίο σύγκρουσης διαφόρων σωμάτων της αστυνομίας με φοιτητές ή προσφάτως και με επισκέπτες (πχ. στη συναυλία του Θ. Παπακωνσταντίνου).
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι αν δικαιολογείται όλη αυτή η προβολή του χώρου ως ενός χώρου βίας και ανομίας.
Σύμφωνα με μια μελέτη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (του 2018) στο ΑΠΘ καταγράφονταν τα προηγούμενα χρόνια κατά μέσο όρο 19 περιστατικά ανομίας ανά έτος.
Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, τα αδικήματα που καταγράφονται σε ετήσια βάση είναι 31.854, εκ των οποίων πάνω από 3.500 αφορούν σε κακουργήματα.
Αν λοιπόν εστιάσουμε στο ΑΠΘ ως χώρο στον οποίο καταγράφονται αδικήματα, τότε θα βλέπαμε ότι ενώ καταλαμβάνει περίπου το 0,3% του πολεοδομικού συγκροτήματος, σε αυτό βεβαιώνεται μόνο το 0,06% των αδικημάτων (περιστατικών ανομίας).
Άρα με απλά μαθηματικά (όσες παραδοχές και αν κρύβουν αυτά, οι οποίες έχουν ωστόσο περιοριστεί εδώ και καιρό με την κατάργηση του ασύλου) δεν βεβαιώνεται ότι το ΑΠΘ αποτελεί hotspot εγκληματικότητας.
Έστω λοιπόν ότι την υφιστάμενη εγκληματικότητα/ανομία θέλουμε να την περιορίσουμε (και πρέπει να την περιορίσουμε). Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι αν η μέθοδος (πολιτική) που ακολουθείται είναι η ενδεδειγμένη και αν είναι και πετυχημένη.
Το κριτήριο αξιολόγησης
Βασικό κριτήριο αξιολόγησης της όποιας πολιτικής είναι το όφελος που θα προκύψει από αυτή να είναι μεγαλύτερο από το κόστος. Αν λοιπόν κάνει μια έρευνα σήμερα η διοίκηση του ΑΠΘ στους χρήστες του χώρου (φοιτητές, διδάσκοντες κτλ.) είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τα μέχρι τώρα οφέλη που εισπράττουμε όλοι (μείωση κινδύνου ή μείωση αίσθησης κινδύνου) είναι σίγουρα μικρότερα από το κόστος που έχει προκύψει τόσο άμεσα (κόστος αστυνόμευσης), όσο και έμμεσα (συνεχής δυσφήμιση ιδρύματος, αίσθημα υπερβολικής αστυνόμευσης, κτλ).
Φτάνουμε λοιπόν στο τρίτο και πιο ενδιαφέρον ερώτημα: Τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστούν τα όποια φαινόμενα εγκληματικότητας (ακόμα και αν δεν αποτελεί όπως είπαμε hotspot εγκλήματος το ΑΠΘ) με τον καλύτερο δυνατό τρόπο; Η θεωρία του περιβαλλοντικού σχεδιασμού έρχεται να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα!
Έχει περισσότερο από μισό αιώνα που η Jane Jacobs έθεσε ως βασικό στοιχείο του σχεδιασμού αυτού (για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας), το να είναι μια περιοχή ανοικτή στον κόσμο, και συγκεκριμένα στο να μπορούν να περπατούν οι πολίτες στην περιοχή αυτή επιτελώντας έτσι μια ακούσια μορφή επιτήρησης, και άρα προστασίας.
Ο σχεδιασμός του χώρου καλείται λοιπόν να αποθαρρύνει την εγκληματική συμπεριφορά βελτιώνοντας τη δυνατότητα παρατήρησης μιας περιοχής από τους περαστικούς και αυξάνοντας τον αριθμό των ατόμων που κινούνται/δραστηριοποιούνται στο δημόσιο χώρο αυτής της περιοχής.
Αναπλάσεις του αστικού χώρου με υποδομές που μπορούν να ενισχύσουν την παραμονή στο χώρο αλλά και ενίσχυση της φυσικής παρουσία μέσα από νέες δραστηριότητες (αναψυχής, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές, κτλ.) αποτελούν δύο σημαντικούς στόχους του σχεδιασμού με στόχο τη μείωση των ευκαιριών για έγκλημα, για μετριασμό του φόβου του εγκλήματος αλλά και για μια καλύτερη ποιότητα ζωής στον χώρο αυτό (σημαντικό παράπλευρο όφελος μιας τέτοιας πολιτικής).
Η θεωρία αυτή (Crime Prevention through Environmental Design – CPTED) έχει εξελιχθεί σημαντικά τα τελευταία 60 χρόνια με στόχο να προσδιοριστεί ένας ορθολογικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου και μια ορθή χρήση αυτού που θα συμβάλει θετικά στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ανθρώπων (και άρα στο να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς την παραβατικότητα). Για το σκοπό αυτό λοιπόν, η σύγχρονη προσέγγιση της CPTED προκρίνει:
– την ενθάρρυνση της ψυχαγωγικής δραστηριότητας (νόμιμης και με φυσική παρουσία) μέσω της δημιουργίας νέων χώρων (π.χ. πάρκα, χώροι πολιτισμού, χώροι άθλησης, καντίνες ή χώροι εστίασης, υπαίθρια σινεμά, κτλ) ή/και της βελτίωσης υφιστάμενων χώρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
– τη βελτίωση της δυνατότητας επιτήρησης (surveillance) από τους χρήστες του χώρου με κατάλληλο σχεδιασμό των κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου
– τη φροντίδα διατήρησης της αισθητικής του τοπίου (και της αισθητικής των κτιρίων) με την αποκατάσταση κάθε εικόνας βανδαλισμού και γκράφιτι (στη λογική και της θεωρίας του broken window, αλλά μόνο ως προς τη διάσταση του περιβάλλοντος)
– την εξασφάλιση επαρκούς φωτισμού και τη διατήρηση της καθαριότητας του χώρου
– τη δημιουργία μιας λειτουργικής κοινότητας και την οικειοποίησή της με τον χώρο (ώστε να μην τον παραδίδει στην εγκατάλειψη και την παραβατικότητα).
Επικουρικά σε όλα αυτά προτείνεται να χρησιμοποιούνται όπου κρίνεται αναγκαίο, τα παραδοσιακά μέσα αποθάρρυνσης του εγκλήματος (φύλαξη, κλειδαριές ασφαλείας σε κτίρια, συναγερμοί, κτλ.).
Τι λοιπόν από όλα αυτά κάνει το ΑΠΘ τα τελευταία χρόνια; Μάλλον λίγα, καθώς η βασική πολιτική είναι εδώ και καιρό η εφαρμογή της αναχρονιστικής θεώρησης της «πόλης (πανεπιστημίου στην προκειμένη περίπτωση) φρούριου» με ελάχιστες δυνατότητες δραστηριότητας (και άρα με ελάχιστη φυσική παρουσία) φοιτητών και εργαζομένων μετά το πέρας των καθημερινών τους υποχρεώσεων.
Στην εικόνα ενός πανεπιστημίου – φρούριου συμβάλει και η ανορθολογική παρουσία της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης που αποκόπτει την πόλη λειτουργικά στη μέση και που μετατρέπει το ΑΠΘ τις βραδινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα σε μια απομακρυσμένη περιοχή!
Έχει ενδιαφέρον, ότι δράσεις όπως «η εβδομάδα του φοιτητή» και «το ΑΠΘ την Κυριακή» που είχαν στόχο να «ανοίξουν» το πανεπιστήμιο προς την κατεύθυνση που περιεγράφηκε παραπάνω αναβλήθηκαν φέτος τον Μάιο για Σεπτέμβριο και από ότι φαίνεται αναβάλλονται πλέον σιωπηρά μέχρι νεωτέρας…
Μάλιστα η επίσημη δικαιολογία για τις αναβολές αυτές ήταν η έλλειψη πόρων, ενώ στην πραγματικότητα οι δράσεις αυτές έχουν μηδενικό κόστος (αφού στηρίζονται στον εθελοντισμό φοιτητών και καθηγητών) και πολλαπλά οφέλη.
Έτσι όμως διατηρείται ο χώρος του πανεπιστημίου κλειστός στον έξω κόσμο, ενώ όταν πάει να γίνει μια δράση προς την αντίθετη κατεύθυνση (συναυλία Θ. Παπακωνσταντίνου), αυτή διακόπτεται με εμφατικό τρόπο.
Το αποτέλεσμα είναι λοιπόν να περνάει μια «εικόνα φρουρίου» σε όλους τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν βρίσκουν πλέον κανένα λόγο να επισκεφτούν το ΑΠΘ, για να μην πω ότι βρίσκουν αρκετούς λόγους ώστε να το αποφύγουν.
Ωστόσο, ένα πανεπιστήμιο φρούριο με παρακώλυση της ελεύθερης δραστηριότητας (ή ακόμα και κίνησης) των πολιτών όχι μόνο δεν εξασφαλίζει την μείωση της εγκληματικότητας, όχι μόνο δεν συμβάλει στην αίσθηση της ασφάλειας αλλά δημιουργεί τελικά έναν δυστοπικό τόπο που φαντάζει ακόμα πιο δυστοπικός εξαιτίας του γεγονότος ότι οι χρήστες του τον θεωρούν de facto ως έναν τόπο προαγωγής της γνώσης και ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης.
Επομένως, είναι σίγουρο πώς απαιτείται αλλαγή πλεύσης, αλλά όχι προς ένα αναχρονιστικό παρελθόν (δεν φτάνει δηλαδή μόνο το «όχι στην αστυνομία στα πανεπιστήμια») αλλά προς ένα πιο σύγχρονο μέλλον που θα έχει στόχο ένα πανεπιστήμιο ανοικτό σε όλους, ένα πανεπιστήμιο που θα επανασχεδιαστεί έτσι ώστε να το οικειοποιούνται οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι και ίσως και όλοι οι Θεσσαλονικείς. Όποιος το επιχειρήσει αυτό θα πετύχει τη μείωση της εγκληματικότητας αλλά κυρίως θα αποκαταστήσει την εικόνα του ΑΠΘ που έχει πληγεί βάναυσα από την πολιτική (αν)ασφάλειας που ακολουθείται…