Άρχισε να μυρίζει άνοιξη
Ώρα εφτά το απόγευμα. Η μέρα έχει μεγαλώσει. Άρχισε να μυρίζει άνοιξη. Μια άνοιξηπερίεργη είναι αλήθεια. Ανάκατη με μπόλικη δυσοσμία απ΄τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν στην πόλη, με λαμπερά ακόμα ηλιοβασιλέματα και με μπόλικη δόση εθνικής κατάθλιψης και μιζέριας. Κατηφορίζω την οδό Παρασκευοπούλου. Μια νέα γυναίκα, γύρω στα 35, βγαίνει φουριόζα απ’ την πόρτα της πολυκατοικίας […]
Ώρα εφτά το απόγευμα. Η μέρα έχει μεγαλώσει. Άρχισε να μυρίζει άνοιξη. Μια άνοιξηπερίεργη είναι αλήθεια. Ανάκατη με μπόλικη δυσοσμία απ΄τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν στην πόλη, με λαμπερά ακόμα ηλιοβασιλέματα και με μπόλικη δόση εθνικής κατάθλιψης και μιζέριας.
Κατηφορίζω την οδό Παρασκευοπούλου. Μια νέα γυναίκα, γύρω στα 35, βγαίνει φουριόζα απ’ την πόρτα της πολυκατοικίας της. Κατευθύνεται στον πιο κοντινό πολύχρωμο λοφίσκο σκουπιδιών πετάει αεράτα τη δική της κίτρινη σακουλίτσα με σκουπίδια και συνεχίζει αμέριμνη το δρόμο της. Βγάζει από την τσάντα της ένα αρωματικό μαντηλάκι, σκουπίζει τα δάχτυλά της που κρατούσαν τη βρωμερή σακουλίτσα και πετάει, στο ούτως ή άλλως βρώμικο πεζοδρόμιο, το χρησιμοποιημένο μαντηλάκι της.
Υποθέτω πως το ίδιο βράδυ, ακούγοντας τις ειδήσεις θα συμφωνεί αγανακτισμένη κι αυτή μαζί με τους αενάως καταγγέλλοντες τηλεπαρουσιαστές μας: «Μα τι κάνει επιτέλους ο Μπουτάρης; Πού είναι η καθαρή Θεσσαλονίκη που μας είχε υποσχεθεί; Λόγια, μόνο λόγια κι αυτός».
Χάλια ο Δήμος, πιο χάλια το Κράτος, αλλά ακόμα χειρότεροι εμείς.
«Ε όχι, δε θα βρωμίσω εγώ το μπαλκονάκι μου. Να βρει τρόπο να την καθαρίσει την πόλη. Έτσι κι αλλιώς μας το υποσχέθηκε».