Άρχισε να βρέχει πάλι στον κάμπο
Αλήθεια, που μπορεί να πηγαίνουν τα χρώματα όταν δεν τα βλέπουμε; Μπορείς να κοιτάς κάπου και να μην βλέπεις χρώμα;
Λέξεις: Κυρ. Φλανέριος
Αλήθεια, που μπορεί να πηγαίνουν τα χρώματα όταν δεν τα βλέπουμε; Μπορείς να κοιτάς κάπου και να μην βλέπεις χρώμα; Στα χωριά κάτω στον κάμπο, εκεί στη σμίξη του Πηνειού, χρώμα δεν υπάρχει. Είναι σα να έχεις ανοίξει μια φωτογραφία στο φώτοσοπ και στη μισή να έχεις βάλει ένα σέπια οριζόντιο layer. Μέχρι τα 3 μέτρα μόνο αυτό το απόκοσμο καφέ χρώμα. Και από εκεί και πάνω να ξεμυτούν τα δειλά πράσινα των δέντρων.
Στα βόρεια του Παλαμά τα στοπ καρέ του χρόνου έχουν στήσει ένα κινηματογραφικό στούντιο που μυρίζει μούχλα, πετρέλαιο, θάνατο. Στον επαρχιακό δρόμο από τον Κοσκινά για την Μεταμόρφωση νιώθεις ότι οδηγάς στον πάτο μίας αποξηραμένης λίμνης. Τα ποτιστικά λάστιχα από τις βαμβακοκαλλιέργειες έχουν ξεβραστεί σαν τσόφλια, μοιάζουν με τα φύκια που φέρνει στην παραλία η μπουρινιασμένη θάλασσα. Η ζωή στα χωριά έχει απομείνει από τα 4 μέτρα και πάνω, στα δίπατα σπίτια. Τέσσερις οικογένειες διανυκτερεύουν στο ένα χωριό, καμία στο άλλο. Εκεί στον όροφο δύο γιαγιάδες φτιάχνουν μια γλυκιά ρυζόπιτα για ένα μνημόσυνο την Κυριακή το πρωί. Δεν ρωτάς ποιανού.
Ο παπα-Γιώργης στον Κοσκινά έχει πετάξει τα ράσα και συντονίζει. Στον Βλοχό η μητρόπολη τα ρούχα που έστειλε τα έχει πετάξει βουνό κάτω από δύο γιγάντιες τέντες, σαπισμένα ξινόμηλα στον πάγκο του μανάβη. Μπροστά τους, τέσσερις Λαρισαίοι ακροδεξιοί φονταμενταλιστές του Νατσιού θα κατέβουν από ένα μαύρο τζιπ για να φωτογραφηθούν και να μοιράσουν λόγια συμπαράστασης.
Στην Μεταμόρφωση μία διευρυμένη οικογένεια κολατσίζει κάτω από την δίχρωμη μουριά της αυλής. Θα μπορούσε να ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή στο χωριό, αλλά όταν κοιτάς 10 μέτρα παραδίπλα καταλαβαίνεις ότι το διάλειμμά τους συμβαίνει μόλις δύο Κυριακές πιο μακρυά από εκείνο το ξημέρωμα της 7ης Σεπτέμβρη. Οι καρότσες αντί για μπαμπάκια πηγαινοφέρνουν σπιτικά ολόκληρα. Ξεχαρβαλωμένες ηλεκτρικές συσκευές κρέμονται μέχρι να φτάσουν στην Καρδίτσα, συζητιέται ότι ο Κωτσόβολος δίνει 50 ευρώ για να τις αποσύρει. Βελέντζες απλωμένες στις σίτες ρουφάνε ήλιο και κρυφοκοιτάζονται μεταξύ τους για το ποια είναι η πιο ωραία.
Κάθε χωριό στην άκρη του έχει ένα ιδιότυπο νεκροταφείο, εκεί όπου συσσωρεύονται έπιπλα, ρούχα, αναμνήσεις, κόποι που αδειάσανε από τα σπίτια. Ρομά ψάχνουν για κάποιο ρούχο ή γυαλικό που να απέμεινε. Φορτώνουν εν τέλει χαλιά. Παρά τα καχύποπτα βλέμματα το είδος της συνεννόησης ντόπιων και πλανόδιων μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητικό. Το κλίμα βαρύ, δεν χωράνε διαπραγματεύσεις, ζωές διαφορετικές ήρθαν βίαια πολλά βήματα κοντά.
Ένα ντάτσουν με έναν τύπο ντυμένο σαν εξωγήινο, με εκείνες τις στολές που κατοχυρώθηκαν κοινωνικά στις υγειονομικές καραντίνες του κοντινού παρελθόντος, ψεκάζουν από μακριά τους σωρούς των σκουπιδιών. Στον Κοσκινά μια μελαχρινή κοπέλα προσπαθεί να προσανατολιστεί στα σοκάκια του χωριού ψάχνοντας για τα σπίτια των ανθρώπων που είχαν διασώσει με την βάρκα εκείνο το βράδυ. Στρίβει ένα τσιγάρο. Στην πλατεία του χωριού τα τρακτέρ αραδιασμένα απάνω της δεν προετοιμάζονται για μια αγροτική κινητοποίηση αλλά προσπαθούν να στεγνώσουν μήπως ξαναμαρσάρουν. Ορφανά από γη.
Οι δημοσιογράφοι ψάχνουν στοιχεία για τα αναχώματα που γκρεμίστηκαν. Ανακαλύπτουν αυτό που μπορεί να πουλήσει μόνο στα πρωτοσέλιδα της Αθήνας. Εδώ όλοι γνωρίζουν. Αφού το μόνο αντιπλημμυρικό έργο που είναι πρόθυμο το κράτος να παρέχει σε αυτές τις περιοχές αφορά την ανύψωση των αναχωμάτων σε κάποια σημεία, το σπάσιμο τους είναι μια απέλπιδα τακτική που φυλάει το σπίτι μου και μετατοπίζει το πρόβλημα στο παρακάτω χωριό. Μήπως δεν ξεκίνησε όλο αυτό από την Καρδίτσα μία μέρα νωρίτερα όπου πόσα φορτηγά με χαλίκι ενίσχυαν ολοβραδύς τα αναχώματα του Γαβριά για να μην πλημμυρίσει η πόλη αλλά κανείς δεν μιλούσε τί θα γίνει παρακάτω όπου κατευθυνόταν όλο αυτό το νερό; Οι δημοσιογράφοι δεν πίστευαν στα αφτιά τους όταν ο δήμαρχος της Λάρισας τους έλεγε ότι για να υπολογίσει πόσο θα ανέβει ο Πηνειός στην πόλη παίρνει τηλέφωνο στο Κεραμίδι, ρωτάει στα πόσα μέτρα είναι το νερό εκεί και υπολογίζει ότι σε 11 ώρες θα φτάσει στα τόσα μέτρα και στην Λάρισα. Αν πάμε να σας δείξουμε πίσω από την Μαύρικα το σύστημα με τις ξύλινες τάβλες που καθορίζει την ποσότητα του αρδευτικού νερού που θα φτάσει από την λίμνη στον νόμο της Λάρισας, δεν θα πιστεύετε ούτε και στα μάτια σας.
Ότι έχουμε είμαστε εμείς, πάρ’ το χαμπάρι, σιγοτραγουδούσε ένα πιτσιρικάς στις παρυφές της πόλης. Τα κουνούπια βουίζουν όσο στην αυτόνομη δομή αλληλεγγύης που έχουν στήσει οργανωμένοι οπαδοί της Αναγέννησης ξεφορτώνονται οι παλέτες με τα νερά που έχουν σταλεί από μία γνωστή ομάδα χάντμπολ της Αθήνας. Απέναντι, στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της πόλης μαγειρεύεται φαγητό για τους πλημμυροπαθείς, οργανώνονται ομάδες που συμμετέχουν στα ξελασπώματα των χωριών και το δίκτυο αλληλεγγύης οργανώνει τη διανομή ρουχισμού, φρεσκοσιδερωμένου και πακεταρισμένου, πόρτα με πόρτα στους ανθρώπους που τα χρειάζονται.
Οι αλητάμπουρες του γηπέδου, οι άνθρωποι που κουβαλούν το στίγμα της ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης στην πόλη, οι άνθρωποι που χρόνια τώρα υπερασπίζονται τα βουνά και τα νερά των Αγράφων και χαρακτηρίζονται γι’ αυτό από τις επενδυτικές εταιρείες, οι γραφικοί κουκουέδες των χωριών που κινητοποιούνται και κλείνουν τον Ε65 βάζοντας χρόνια τώρα μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα αιτήματα για αντιπλημμυρικά σε αυτές τις περιοχές, οι φίλοι και οι φίλες μας από τα βουνά που πήραν το δρόμο για τον κάμπο, και άλλοι πολλοί άνθρωποι της πόλης και όχι μόνο, έγιναν μια ζωντανή καρδιά απέναντι στο τέρας, απέναντι στην εκκωφαντική απουσία οποιουδήποτε κρατικού μηχανισμού για δύο ημέρες.
Η εμπειρία του Ιανού, η βοήθεια που τότε είχε σταλθεί στον δήμο Καρδίτσας για να μοιραστεί στους πλημμυροπαθείς αλλά ένα μέρος της βρέθηκε στο Ανθηρό στο σπίτι της κυρίας Ουρανίας, τότε αντιδημάρχου εθελοντισμού, έχουν κάνει καχύποπτους πολλούς από τους «μεγάλους ευεργέτες» οι οποίοι ζητάνε εγγυήσεις για να στείλουν ξανά. Ο θαυμαστός δήμαρχος αυτής της πόλης εγγυάται για το πρόσωπό της, την κατεβάζει ξανά υποψήφια. Νωρίτερα, ο δήμος, ο οποίος ως «παθών» εκείνης της ιστορίας υπεξαίρεσης των τροφίμων έπρεπε να υποβάλει μία έγκληση για να κινηθεί νομικά το θέμα, δεν… τα κατάφερε και έτσι το δικαστήριο δεν εξέτασε την υπόθεση και έπαυσε την ποινική δίωξη.
Έξω έχει αρχίσει να βρέχει. Ο κάμπος από την μεριά των Τρικάλων φαίνεται ανταριασμένος. Άλλοτε οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου μύριζαν χώμα, τώρα μυρίζουν ψοφίμια και φόβο. Η πόλη είναι κλειστή σήμερα και ας ξημέρωσε με ήλιο. Μία πόλη φοβισμένη, μία πόλη σε ένα διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Με μηνύματα στα κινητά και σακιά άμμου να ξαναβγαίνουν από τις αποθήκες των καταστημάτων. Οχύρωση. Και στρατός στους δρόμους. Το κέντρο επιχειρήσεων έχει στηθεί στο δέλτα. Βάρκες σε ετοιμότητα. Τα χωριά όμως είναι ακόμα γεμάτα στην λάσπη και αδειανά από ανθρώπους.
Το ερώτημα αν θα πλημμυρίσουν ξανά μοιάζει να απασχολεί περισσότερο τους απ’ έξω. Οι άνθρωποι εδώ κάτω έχουν τον σαρκαστικό ρεαλισμό του ανθρώπου που δεν έχει τίποτα πια να χάσει. Λένε ότι θα προτιμούσαν να τους τα είχε γκρεμίσει τα σπίτια τελείως το νερό παρά αυτό που κάνουν δέκα μέρες τώρα, να προσπαθούν να τα ξελασπώσουν.
Ξεριζώνουμε τα σαπισμένα ντουλάπια της κουζίνας ενός σπιτιού. Ο ιδιοκτήτης δεν έχει το κουράγιο να κρατήσει ούτε καν τα γυαλικά, να τα ξεπλύνει και να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Μόνο το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Αυτό προσπαθεί τέσσερις ώρες να το στεγνώσει, ξεφυλλίζοντας στον ήλιο μία-μία τις σελίδες του. Καφενεία εδώ κάτω δεν υπάρχουν. Μέσα στην λασπουριά οι κουβέντες στέκονται όρθιες, ξυράφι. Μετεγκατάσταση ή να το παλέψουμε ξανά; Και γελάνε. Και εσύ κοιτάς αμήχανα, ψάχνεις έκφραση ταπεινή και συντροφική. Πώς συμπάσχεις; Το βράδυ στον ύπνο σου βλέπεις έναν χείμαρρο να περνά μέσα από την αυλή του σπιτιού σου. Τρέχεις να στήσεις αναχώματα. Ξυπνάς μούσκεμα. Στον ιδρώτα όμως.