Arte povera
Πάλι απ’ την αρχή: εγώ και το απόγευμα απέναντι. Ανάμεσά μας μια οθόνη υπολογιστή. Λευκή σελίδα. Εγώ την κοιτάω, το απόγευμα το χαβά του: περνάει, περνάει, περνάει…Νυχτώνει και δεν έχω γράψει ούτε μια λέξη. Δε φταίει κανείς, φταίει απλώς που αυτά που θέλω να γράψω δεν γράφονται. Που έχω αλλού το μυαλό μου. Και που, […]
Πάλι απ’ την αρχή: εγώ και το απόγευμα απέναντι. Ανάμεσά μας μια οθόνη υπολογιστή. Λευκή σελίδα. Εγώ την κοιτάω, το απόγευμα το χαβά του: περνάει, περνάει, περνάει…Νυχτώνει και δεν έχω γράψει ούτε μια λέξη. Δε φταίει κανείς, φταίει απλώς που αυτά που θέλω να γράψω δεν γράφονται. Που έχω αλλού το μυαλό μου. Και που, όταν δεν το έχω αλλού, το έχω παρκαρισμένο σ’ αυτό το γραφείο, λευκής οθόνης και απογεύματος γωνία. Δυο μήνες τώρα. Στο μεταξύ, τα νέα είναι δύσκολα. Τα θέατρα, ακούω, δεν πολυπάνε. Ένεκα η κρίση. Περνάει άνετη απ’ το ταμείο και βγαίνει ντουγρού στη σκηνή. Η απόλυτη πρωταγωνίστρια. Στα καμαρίνια ψύχρα. Στις πλατείες κάτι αναιμικά χειροκροτήματα. Με το σταγονόμετρο η αποθέωση. Δόξα με ποσοστά επί των εισπράξεων (ποιών είπες;).
Τι βλέπεις γύρω σου, μάτια μου; Μάτια βουρκωμένα. Σε καιρούς οριακούς, καλή ώρα σαν αυτούς που περνάμε, η τέχνη είναι η πρώτη που την πληρώνει. Αλλά είναι μάγκας: είναι και η πρώτη που αντιστέκεται, αν έχουνε μυαλό στο κεφάλι τους εκείνοι που τους κάνει τη χάρη ν’ ασχοληθούν μαζί της. Άρα μπορείς να ελπίζεις. Σε τι; Σε όσους επιμένουν. Είναι πολλοί; Είναι λίγοι; Δεν θα σου πω εγώ. Εγώ θα σου πω κάτι άλλο: πως όταν τα πράγματα γίνονται πολύ στριμόκωλα, έχεις την ιδανική ευκαιρία να κάνεις το παρακάτω βήμα σιγά σιγά και υποψιασμένος. Να υπογράψεις μια λευκή επιταγή στην ανάγκη σου. Να χαμογελάσεις αληθινά (αφού είδαμε πού μας έβγαλαν και τα χάχανα τόσα χρόνια). Να συντηρήσεις το μέγιστο απ’ το ελάχιστο κι απ’ το υστέρημά σου να επενδύσεις στο περίσσευμα του Χρόνου. Προς τι όλος αυτός ο χρησμός; Γιατί δεν έχω άλλο τρόπο να ησυχάσω την αγωνία που, καμιά φορά, με γονατίζει: ποιο θέατρο; Πώς; Με ποιους; Και για ποιών, άραγε, το βλέμμα;
Θυμάμαι το καλοκαίρι (δεν αλλάζω θέμα, στο ίδιο είμαι), ένα βράδυ στην Ερεσσό, μια παρέα νεαρών αγοριών και κοριτσιών, λυρικοί καλλιτέχνες όλοι τους, παίξανε την «Κάρμεν» στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου. Με τα καθημερινά τους ρούχα, με τα σταράκια τους, μ’ ένα πιάνο κι έναν προτζέκτορα. Με τις φωνές και το φως των ματιών τους. Σ’ έναν χώρο που, αν του το ‘λεγες λίγο πριν (του χώρου) ότι θα του παίζανε όπερα, θα σ’ έπαιρνε για τρελό. Καθόμουν και τους άκουγα αδυνατώντας να πιστέψω ότι μια οποιαδήποτε Κάρμεν μπορούσε να παιχτεί στην αυλή ενός Δημοτικού Σχολείου, μπροστά σ’ ένα κοινό προφανώς ανεξοικείωτο με την όπερα, που, ωστόσο, παρακολουθούσε προσηλωμένο, σχεδόν εκστατικό, άρια – άρια, την ιστορία ενός ανθρωποκτόνου έρωτα.
Ήταν –θα το κατάλαβες- εμπειρία. Όχι επειδή οι «Όπερ(ο)» είναι ένα σχήμα εξαιρετικό –που είναι!- αλλά γιατί μου θύμισε ότι η Τέχνη στους δύσκολους καιρούς έχει μόνο μια υποχρέωση: να ξαναθυμηθεί τη φτώχεια της καταγωγής της. Να βγει από το πουθενά, αν πουθενά επιμένεις να λες το πάθος. Ερωτευμένη με την αλήθεια και στην αλήθεια της πάνω δεμένη. Και όσοι πιστοί… Πόσοι; Σίγουρα όχι πολλοί. Όχι, ας πούμε, και οι 700 κατ’ έτος ηθοποιοί – απόφοιτοι Σχολών και Εργαστηρίων, που, με τα εύσημα υπουργικών επιτροπών, κυκλοφορούν ζαλισμένοι σε μια αγορά θηριώδη αλλά με βλέμμα μυωπικό και ανάσα εντόμου. Θύματα (πόσο αθώα;) μιας δραματικά ελλειμματικής θεατρικής παιδείας που οδηγεί τους (λίγους) ταλαντούχους σε κρίση ταυτότητας και τους (πολλούς) ατάλαντους σε μικρονοϊκές σκέψεις για την αιτία που χάνουνε το τρένο (ενώ αρνούνται να πάρουν τα πόδια τους να το περιμένουνε στο σταθμό).
Το στοίχημα μένει ανοιχτό χρόνια τώρα, άσχετα αν οι περισσότεροι το αγνοούν: να είσαι καλλιτέχνης είναι ένας τρόπος ν’ αφοσιώνεσαι στο τίποτα. Περιμένοντας αυτό το «τίποτα» ν’ ανοίξει τη χούφτα του και να σου κάνει δώρο το ελάχιστο «κάτι» που, ενώ δεν είναι χρυσός, λάμπει καλύτερα. Να το θυμάσαι αυτό – μου το υπόσχεσαι;