Ας το πάρουμε αλλιώς…
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος και βάλε από τότε που μας παρακινούσα όλους να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Ένας χρόνος με… ταρακουνήματα, οικονομικά, κοινωνικά και όχι μόνο. Πολλοί υποστηρίζουν πως ελάχιστα έχουμε προχωρήσει δύο χρόνια τώρα σε μία βαθύτερη ενδοσκόπηση των λαθών μας και των επιλογών μας ως πολίτες. Αυτό είναι φανερό, βλέποντας κανείς μόνο τον […]
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος και βάλε από τότε που μας παρακινούσα όλους να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Ένας χρόνος με… ταρακουνήματα, οικονομικά, κοινωνικά και όχι μόνο.
Πολλοί υποστηρίζουν πως ελάχιστα έχουμε προχωρήσει δύο χρόνια τώρα σε μία βαθύτερη ενδοσκόπηση των λαθών μας και των επιλογών μας ως πολίτες. Αυτό είναι φανερό, βλέποντας κανείς μόνο τον κατακερματισμό της κοινωνίας μας σε δεκάδες αντίπαλα ”στρατόπεδα”. Κάθε ”στρατός” και συμφέροντα, κάθε ”στρατός” και άποψη, κάθε ”στρατός” και δικαιώματα, που καταπατούν συχνότατα τις ελευθερίες του συνόλου.
Και όμως, νομίζω ότι, μεσούσης της κρίσης, έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας ένα ιδιότυπο είδος αυτοκριτικής. Το συναντούσαμε βέβαια και παλιότερα, αλλά πλέον έχει φουντώσει για τα καλά.
Εδώ και δύο χρόνια, οι Έλληνες αυτομαστιγωνόμαστε. Αλύπητα. ”Είμαστε όλοι εγωϊστές κάφροι!”. ”Είμαστε όλοι ανώριμοι και ηλίθιοι!”. ”Είμαστε όλοι καθίκια και κωλοφάρα!”. ”Είμαστε όλοι παρτάκηδες, ρακένδυτοι κουτοπόνηροι μεγαλοπιασμένοι!”. ”Είμαστε όλοι φανατισμένοι και πολωμένοι!”. ”Είμαστε όλοι ανατολίτες, Βαλκάνιοι, υπανάπτυκτοι, χωρίς μέλλον!” Σε τέτοιες φράσεις περιορίζεται η κριτική απέναντί στον εαυτό μας.
”Και δεν είμαστε έτσι μόνο τώρα. Ανέκαθεν ήμασταν έτσι. Είναι στο DNA μας, στο αίμα μας, στην ψυχοσύνθεσή μας, ρε παιδί μου! Είπαμε, κωλοφάρα!” προσθέτουμε, βέβαιοι ότι το βρήκαμε το πρόβλημα.
Θα μου πείτε, δεν είναι αληθινά αυτά; Αν δεν είναι, πού είναι η κοινωνική συνοχή και ισονομία; Πού είναι η υπεύθυνη ανάμειξή μας στα κοινά; Πού είναι ο μόχθος, η φιλοπονία, η αξιοκρατία; Πού είναι το σύγχρονο, προοδευτικό κράτος; Πού είναι η πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη; Πού είναι όλα, τρίαντα χρόνια τώρα;
Ναι, όλα αυτά η μικρή Ελλάδα τόσα χρόνια τα ξέχασε. Και αυτό είναι σίγουρα κάτι για το οποίο δεν μπορώ να δώσω συγχωροχάρτι στο λαό της. Ούτε δικαιολογώ τα σπασμένα του τριακονταετούς… πάρτυ, που σχολαστικά κρύβαμε κάτω από το χαλί. Το ξεκαθαρίζω από την αρχή. Ωστόσο, το ”αυτομαστίγωμα” δεν είναι σε θέση να μας προσφέρει την αυτογνωσία που τόσο χρειαζόμαστε. Για μένα, είναι το άλλο άκρο του ”είμαστε Έλληνες και όλοι μας χρωστάνε!”, εξίσου ανούσιο και επικίνδυνο.
Και εξηγούμαι:
Η επικράτηση αυτού του είδους απόψεων στην κοινωνία μας και η εξωτερίκευσή τους με τέτοιους χαρακτηρισμούς(ναι, επιμένω και στις λέξεις καθαυτές με τις οποίες αποδίδουμε τα ελαττώματά μας, ως λαός) είναι, καταρχήν, υπεργενικευτική. Τσουβαλιάζει ανθρώπους, ομάδες, νοοτροπίες, στόχους.
Θα μου πείτε βέβαια ότι έτσι είναι η πλειοψηφία. Κι όμως, επιμένω. Δεν πρέπει τόσο εύκολα να απαξιώνεται η μειοψηφία(που μπορεί να μην είναι και τόσο μειοψηφία εν τέλει), η οποία καθημερινά προσπαθεί, με κόπους, ατομικούς και μη για ένα καλύτερο αύριο. Ειδικά σε τέτοιες περιόδους, όπου τα θετικά παραδείγματα αρμόζει να προβάλλονται περισσότερο από ποτέ, μπας και φύγει ποτέ το μαύρο πέπλο της μιζέριας και της ηττοπάθειας.
Από τη άλλη, και αυτό είναι το κυριότερο το ”αυτομαστίγωμα” δεν μπορεί να πραγματώσει το πιο απαραίτητο: την αποβολή της παλιάς, κακής Ελλάδας από μέσα μας και το κτίσιμο μιας νέας, στηριγμένης σε καινοτόμα και υγιή κοινωνικά πρότυπα.
Γενικότερα, δεν μπορούμε σαν κοινωνία να αποφασίσουμε προς τα πού θέλουμε να πάμε όταν, σαν ξεχασμένες φαγωμένες κασέτες, μένουμε προσκολημμένοι στην αφετηρία, σε όλα αυτά που θέλουμε και πρέπει να αφήσουμε πίσω μας. Πώς να πετάξουμε επιτέλους το γλύψιμο, τον ωχαδερφισμό, την ανευθυνότητα όταν με περισσή άνεση τα επικαλούμαστε όλη μέρα;
Δεν είμαστε, καταλήγοντας, σε θέση να προχωρήσουμε βαθύτερα, να κατανοήσουμε τα πραγματικά αίτια που μας έφεραν εδώ. Μάλλον γιατί δεν θέλουμε. Επιθυμούμε μόνο να έχουμε καθαρή τη συνείδησή μας, να λέμε: ”Αναγνωρίζω το φταίξιμό μου, αλλά, τι να κάνουμε; Αυτοί είμαστε.” Πολύ βολικό!
Όχι, λοιπόν. Δεν μου αρκεί να ακούω, να διαβάζω, να λέω ότι αυτοί είμαστε. Ότι έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν και ότι μας πρέπει η δραχμή για να στρώσουμε. Θέλω να καταλάβω τι έγινε και τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια για να πέσουμε σήμερα στο καναβάτσο.
Πώς συνέβαλε η παιδεία μας ή τα Μέσα Ενημέρωσης σε αυτό; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής ζωής; Ποιοι κοινωνικοί παράγοντες μας οδήγησαν στην αλλοτρίωση και ποιοι οικονομικοί στην χρηματοπιστωτική…καθίζηση; Χωρίς “συνομωσίες”, “κακούς ξένους” και “αναίσθητους ελλαδίτες”. Να τα πάρουμε όλα από την αρχή.
Είναι, βέβαια, πολύ δύσκολο να προχωρήσουμε σε μία ειλικρινή και τολμηρή ενδοσκόπηση του εαυτού μας και του περιγύρου μας. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος του λαού δεν διαθέτει την απαραίτητη παιδεία και κριτική σκέψη για να προχωρήσει σε κάτι τέτοιο.
Αλλά, ας είμαστε και ειλικρινείς, δεν διαμορφώθηκαν ποτέ οι απαραίτητες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες στη χώρα μας, για να γίνει κάτι τέτοιο, σε αντίθεση με τα δυτικά, ανεπτυγμένα κράτη.
Υπάρχουν, παρόλα αυτά, αρκετοί άνθρωποι που είναι σε θέση να μπουν μπροστά για την πραγματοποίηση της προσπάθειας. Για να μην πω ότι οφείλουν να το κάνουν.
Πρώτοι πρώτοι όλοι εκείνοι που μονοπωλούν το δημόσιο διάλογο. Οι σοβαροφανείς δημοσιογράφοι από τη μία, που αρέσκονται σατανιστικά να περιγράφουν περιστατικά ”αφάνταστης ελληνικής καφρίλας” για να γεμίζουν σελίδες. Και από την άλλη, οι πειρατές πλέον του διαδικτύου που, όταν δεν βρίζουν στα blogs τους συλλήβδην τους πολιτικούς, βρίζουν όλους τους άλλους. Να μην μιλήσω και για τα flame wars σε κάθε μορφή social media.
Έπειτα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί και επιστήμονες, που, όταν δεν μιλούν για την ανωτερότητα των Ελλήνων σε κάθε τομέα, ισοπεδώνουν οξύμωρα κάθε νεανικό, δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα βρεθεί στο διάβα τους με τη φράση ”στην Ελλάδα είσαι! Τι τα ψάχνεις;”
Ακόμα, οι πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες, όσοι δεν συμμετείχαν στο φαγοπότι που, δυστυχώς, άγγιξε και την τέχνη, θυσιάζοντας στο βωμό του κέρδους κάθε πολιτιστική και πνευματική έκφραση αυτού του λαού.
Τέλος, όλοι εμείς οι υπόλοιποι, πρέπει να τα βάλουμε κάτω και να σκεφτούμε, τι κάναμε λάθος.
Μήπως θέλαμε παραπάνω από όσα αξίζαμε; Μήπως αφήσαμε κάποιες αξίες στο δρόμο, αξίες τις οποίες οι… παππούδες μας και οι προγιαγιάδες μας είχαν; Μήπως, φωνάζουμε και μιλάμε υπερβολικά πολύ; Μήπως μας αφορούν και εμάς κάποια πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα; Μήπως κακομάθαμε τα παιδιά μας; Μήπως εγκαταλείψαμε τη λογική μας;
Να κατανοήσουμε ποια είναι τα θετικά μας στοιχεία, να ξαναδούμε ψύχραιμα και τα αρνητικά. Και μετά, να μεγιστοποιήσουμε τα πρώτα, καταχωνιάζοντας, όσο είναι δυνατόν, τα δεύτερα. Ρομαντικό, αλλά μάλλον απαραίτητο. Μόνον έτσι θα μπορέσει να μπει ένα τέλος στην κακοδαιμονία μας και να σπάσει ο φαύλος κύκλος του ”όλοι φταίμε και κανένας”.
Ώρα να το πάρουμε αλλιώς, λοιπόν…