Ασυγκίνητοι
Στο νυχθημερόν εν εξελίξει παιχνίδι εντυπώσεων που, άλλοι ράθυμα κι άλλοι σαν να εξαρτάται απ’ αυτό η επιβίωσή τους (κι εξαρτάται, σε πολλές περιπτώσεις πράγματι δικαιολογείται τέτοιος κόπος και ζήλος και τέτοια προσήλωση, αν θες να διατηρήσεις ορατή την πολιτική ή την κοσμική σκιά σου), στήνουν στα social media, οι εκπλήξεις σπανιότατα επιτρέπονται. Δείχνουν αντανακλαστικά […]
Στο νυχθημερόν εν εξελίξει παιχνίδι εντυπώσεων που, άλλοι ράθυμα κι άλλοι σαν να εξαρτάται απ’ αυτό η επιβίωσή τους (κι εξαρτάται, σε πολλές περιπτώσεις πράγματι δικαιολογείται τέτοιος κόπος και ζήλος και τέτοια προσήλωση, αν θες να διατηρήσεις ορατή την πολιτική ή την κοσμική σκιά σου), στήνουν στα social media, οι εκπλήξεις σπανιότατα επιτρέπονται. Δείχνουν αντανακλαστικά και αντίληψη απεριπλάνητου στις διαδρομές του βίου, δείχνουν άγνοια ταπεινωτική και μυρίζουν κλεισούρα ηθογραφίας σχολικού αναγνωστικού — στα social media πέραση έχουν οι αφηγήσεις πικαρέσκ, και σε φωτογραφία προφίλ δε βγαίνεις, βέβαια, με παντούφλες.
Με αυτήν την έννοια η εξάρθρωση τεσσάρων ομάδων εκβιαστών και τοκογλύφων που δρούσαν στη Θεσσαλονίκη, το πολύ να επιτρέπει ένα ανασήκωμα του φρυδιού, για μισό δευτερόλεπτο ίσως πριν το πληκτρολόγιο να σφυροκοπήσει σε παραλλαγές: “Μα όλοι το ξέραμε, γιατί παριστάνουμε τους έκπληκτους;”
Βεβαίως, όταν η οθόνη σβήσει (αν σβήνει ποτέ και δε μένει αναμμένη, ένα λαμπάκι νυκτός σαν αυτό που πάντα αφήνεις τη νύχτα να καίει στο παιδικό δωμάτιο, και παραμορφώνεται καμιά φορά το περίγραμμά του αν ανοίξεις τα μάτια απότομα και δε δροσίζει πια το φως του τον τρόμο τον νυχτερινό, τον πυρακτώνει), όταν σβήσει η οθόνη, στραφταλίζει η φλόγα της ανασφάλειας, που ποτέ δεν ομολογείται, ποτέ δε φανερώνεται, κι ας γεννιέται από την αδίκως ανομολόγητη μα τόσο φυσιολογική άγνοιά μας — όχι, δεν ξέραμε.
Άλλο να λες και να διαβάζεις και να γράφεις (ενδεχομένως, ύστερα από σκέψη, να γράφεις), στην ώρα του κι όχι εκ των υστέρων, ότι ο επιχειρηματίας Λεωνίδας Μαργιόλης αυτοκτόνησε τον περασμένο Ιούνιο επειδή τον έσφιξε στη λυτρωτική αγκαλιά του ένα κύκλωμα τοκογλύφων, κι άλλο να κολλάνε τα χέρια αυτής της αγκαλιάς, δεμένα τώρα με χειροπέδες, σε πρόσωπα που, ναι, είναι οικεία κάποια, ναι, σου έκανε εντύπωση ο βίος τους, έστω κάποια δημόσια στιγμιότυπά του, ναι, μπορείς ενδεχομένως τώρα να συναρτήσεις κομμάτια ενός παζλ που περιέχει την εικόνα τους, αλλά όχι, δεν ήξερες, δεν ξέραμε όλοι, ποιος έκανε τι, ούτε και ξέρουμε ακόμη και, το πιθανότερο είναι ότι δε θα μάθουμε ποτέ ακριβώς, και όλος ο κομπασμός ο δημόσιος και η ασυγκίνητη επίπληξη σε όποιον δεν παριστάνει όπως εμείς ότι γνώριζε, ότι ήταν μέσα στα πράγματα και ήξερε και πρόσωπα και ενέργειες και βίους απέξω κι ανακατωτά, αλλά το διάλεξε να μη μιλήσει, δεν είναι βέβαια τίποτε άλλο παρά η τρομαγμένη αντίδρασή μας μπροστά στην αγωνία που κρύβουμε τρέχοντας ν’ ανάψουμε την οθόνη.
Το νήμα που συνδέει όσους εμπλέκονται σε τέτοιες ιστορίες είναι κερωμένο με σιωπή, κι εύκολα, αστραπιαία, σαν από κόλπο ξεκούραστου ταχυδακτυλουργού, γίνεται τραχύ σκοινί θηλειάς ή μέταλλο — λεπίδι ή χειροπέδα. Οι δικηγόροι θα γνωρίζουν πάντα άλλους δικηγόρους, οι δημοσιογράφοι δημοσιογράφους, οι μπράβοι άλλους μπράβους, οι εκβιαστές άλλους εκβιαστές, μα από μόνο του αυτό δε σημαίνει απαραιτήτως κάτι, πέρα από το ότι είναι εύκολο να κάνουμε τους έξυπνους και τους γενναίους όσο δε μας βάλει κάποιος στο χέρι ένα κομμάτι κερωμένο σκοινί.