Άσυλο

Του είχαν πει πως θα του κοστίσει πάνω κάτω δύο χιλιάρικα. Εκείνο τον καιρό η δουλειά ήταν σπασμένη έως ανύπαρκτη. Κάνα μεροκάματο στην οικοδομή και αυτό τις καλές μέρες. Κάθε πρωί γύρω στις 6 μαζευόντουσαν δεκάδες στην πλατειά. Ο εργολάβος περνούσε και μάζευε μόνο τους πιο δυνατούς. Τους κοιτούσε στα δόντια, σαν ζώα. payday loans […]

Γιώργος Τελτζίδης
άσυλο-8661
Γιώργος Τελτζίδης
1.jpg

Του είχαν πει πως θα του κοστίσει πάνω κάτω δύο χιλιάρικα. Εκείνο τον καιρό η δουλειά ήταν σπασμένη έως ανύπαρκτη. Κάνα μεροκάματο στην οικοδομή και αυτό τις καλές μέρες. Κάθε πρωί γύρω στις 6 μαζευόντουσαν δεκάδες στην πλατειά. Ο εργολάβος περνούσε και μάζευε μόνο τους πιο δυνατούς. Τους κοιτούσε στα δόντια, σαν ζώα.

Στην όψη ήταν χλομός, κιτρινιάρης. Πατημένα σαράντα πέντε αλλά τον έκανες άνετα εξηντάρη. Mήνα στο μήνα τα λεφτά μαζεύτηκαν, έδωσε και κάτι χρυσαφικά της γυναίκας του που είχε προίκα. Στην αρχή θα πήγαινε αυτός και μόλις έστρωνε η κατάσταση θα έφερνε και τους άλλους δυο, σύζυγο και τον πιτσιρίκο. Στην τελική όλα για αυτόν τα έκανε. Εντάξει και λιγο για την πάρτη του αλλα πιο πολύ για τον μικρό. Πριν φύγει, έπεσαν στα γόνατα και προσευχήθηκαν, καλή τύχη ζητούσαν, τίποτα άλλο.

Το λεωφορείο τον άφησε στην Ανδριανούπολη, όπου και περίμενε μέχρι να νυχτώσει. Το έκοψε με τα πόδια μέχρι το ποτάμι. Έδωσε τα λεφτά. Δίπλα του ήταν καμιά δεκαριά άτομα ακόμα, τα κατάμαυρα μάτια τους ήταν φοβισμένα αλλά στο βάθος φαινόταν καθαρά η χαρά και η αισιοδοξία για το καλύτερο. Απέναντι ήταν η Ευρώπη, η γη της επαγγελίας.

Για την Ελλάδα δεν ήξερε πολλά, στο σχολείο μόνο δυο, τρία πράγματα για μερικούς αρχαίους και πως είχε πολλή θάλλασα. Αυτά του ηταν αρκετά. Είχε ακούσει από γνωστούς, γνωστών πως οι μισθοί εκεί ήταν απίστευτα μεγάλοι. Ειδικά αν είχες την τύχη να δουλέψεις σαν κηπουρός η σαν φύλακας σκύλων στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας. Τα νερά ήταν κατάμαυρα και παγωμένα. Δεν ήξερε κολύμπι και δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ποτάμι ή θάλασσα. Έτσι και πήγαινε κάτι στραβά θα πνιγόταν σίγουρα. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται και έφερε στο μυαλό του το γιο του.

Η βάρκα πέρασε απέναντι. Ήταν ο πρώτος που πάτησε το πόδι του στη γη. Ένιωσε ρίγος. Κοίταξε απέναντι, δεν ήταν κανείς. Χωρίς να το καταλάβει οι υπόλοιποι που ήταν μαζι του εξαφανίστηκαν δεξιά και αριστερά μέσα στο σκοτάδι. Και τώρα τι; Σκέφτηκε. Πήρε ένα δρόμο στα τυφλά και πήγε. Δεν πρόλαβε να βγάλει ένα χιλιόμετρο και τον μάζεψαν φαντάρια του τάγματος προκαλύψεως. Δεκαοχτάχρονα παιδάκια.

Πέρασε ατέλειωτες μέρες στο κρατητήριο παρέα με άλλα εξήντα άτομα, ενώ το κελί χωρούσε μετά βίας δεκαπέντε. Του έδωσαν είκοσι ευρώ και ένα ειδοποιητήριο να εκαταλείψει τη χώρα σε λιγότερο από τριάντα μέρες.

Είχαν περάσει ήδη έξι μήνες και είχε αρχίσει να ξεχνάει τη φωνή της γυναίκας του και την όψη του γιου του. Απόψε τελείωνε το ραμαζάνι και ήταν η πρώτη φορα στη ζωή του που θα γιόρταζε μόνος. Έφυγε από την πλατειά άγιου Παντελεήμονα, πήρε κάθετα την Πατησιών για να βγει Σωκράτους και να περάσει τη νύχτα. Τέσσερις πιτσιρικάδες με ξυρισμένα κεφάλια τον σταμάτησαν. Ένιωσε όλα τα μπροστινά του δόντια να σπάνε και το σαγόνι του να χτυπάει με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Η λεπίδα έσκισε γλυκά, σχεδόν ανακουφιστικά το δέρμα και φώλιασε μεσα στην κοιλιά του.

Πριν κλείσει για πάντα τα ματια, τους κοίταξε και ψιθύρισε στη γλώσσα του: Χρονια πολλά, ο Αλλάχ είναι μεγάλος.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα