Ασκήσεις αντιφασισμού
Tου Μιχάλη Αποστολίδη Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό. Μαξ Χορκχάιμερ. Σκεφτόμουν τον πιο αντιεξουσιαστικό ίσως στίχο σε ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Τον έχει γράψει η Σώτια Τσώτου: «Άσε με στο μεθοκόπι, έτσι ‘ναι οι ανθρώποι, τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι, τόσο άνθρωποι». Αν οι άνθρωποι καταφέρνουν […]
Tου Μιχάλη Αποστολίδη
Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό. Μαξ Χορκχάιμερ.
Σκεφτόμουν τον πιο αντιεξουσιαστικό ίσως στίχο σε ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Τον έχει γράψει η Σώτια Τσώτου: «Άσε με στο μεθοκόπι, έτσι ‘ναι οι ανθρώποι, τόσο αμαρτωλοί κι ωραίοι, τόσο άνθρωποι». Αν οι άνθρωποι καταφέρνουν να είναι ταυτόχρονα και αμαρτωλοί και ωραίοι, αυτό που συμβαίνει στη χώρα είναι σε μεγάλο βαθμό ανήθικο. Μιλώ για το μνημόνιο και την ταυτόχρονη εφαρμογή της Χρυσής Αυγής. Κάθε μέρα, Μίντια και κράτος, διεφθαρμένα και υποταγμένα σε οικονομικά συμφέροντα, με εξουσία ανάλογη της απαξίωσης που απολαμβάνουν, κηρύττουν τον πόλεμο στο μεμονωμένο άτομο το οποίο αναζητεί λόγους, ενίοτε δε και τρόπους όπως π.χ το κλείσιμο της τηλεόρασης, ώστε να μην καταντήσει φασίστας.
«Η αθωότητα του ανθρωπίνου όντος δεν έγκειται στις αρετές του: φανταστικές κατασκευές ανθρώπων που ποθούν να οδηγήσουν, να διορθώσουν, να εξουσιάσουν σε τελευταία ανάλυση τους ανθρώπους, αλλά στο πολύ απλό γεγονός πως δεν θέλει να πεθάνει πριν της ώρας του μέσα στον πόνο και την αθλιότητα» γράφει ο Γιώργος Μπλάνας σε ένα υποδειγματικό δοκίμιό του. Ο λαϊκός ποιητής δίνει μία δεύτερη πτυχή αυτής της αθωότητας:« Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος». Όλοι είμαστε ξένοι. Γι’αυτό κι όταν κάποιος κυνηγάει μετανάστες λέμε ότι κηρύσσει τον εμφύλιο. Τα όπλα μας, ωστόσο, δεν είναι ό,τι καλύτερο κουβαλάμε μέσα μας, όπως διάβασα κάπου. Μια χριστιανική προσέγγιση δεν καλύπτει τις ανάγκες της εποχής. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επεξεργαζόταν τα καταστροφικά συναισθήματά του, έκρυβε τις μύχιες σκέψεις του, πάλευε με τα κατώτερα ένστικτά του και το κακό που τον κυνηγά. Κανείς δεν γεννιέται μόνο άγγελος ή μόνο δολοφόνος. Μέσω της εσωτερικής σύγκρουσης που μαίνεται μέσα του ανά πάσα στιγμή αποφασίζει να εξυψωθεί. Τίποτα, όσο σκοτεινό κι αν φαίνεται, δεν είναι για πέταμα.
Οι Νεοναζί, ενώ βάλλονται από το σύστημα που έχει βαλθεί να τους ενισχύσει αφού πρώτα τους έκανε εξουσία, το γύρισαν στον Νίτσε. Δεν κατάλαβαν τι διάβασαν οι παλιοί “αγωνιστές” του θανάτου, δεν καταβαίνουν ούτε οι τωρινοί τι σημαίνει: «Βλέπω πολλούς στρατιώτες: θέλω να δω πολλούς πολεμιστές». Αυτό που ταράζει ακόμα στη νεοναζιστική οργάνωση είναι ακριβώς αυτή η υπογράμμιση του άδικου κόπου της ύπαρξης, της μάνας τους και του μαιευτήρα. Ντυμένοι στα μαύρα, οπλισμένοι με μαχαίρια εναντίον όλων, μας πετούν στα μούτρα ό,τι ντροπιάζει τον καθένα, ό,τι τον ταπεινώνει, ό,τι τον τρομάζει. Εντέλει, ό,τι τον κάνει να αρχίσει τα ψέματα. Ο φασισμός καμώνεται πως δεν λέει ψέματα-εκεί έγκειται η όποια γοητεία του. Είμαι άνθρωπος όμως επειδή λέω ψέματα, γράφει ο Ντοστογιέφσκι, επειδή καταφέρνω να δημιουργώ, να ανακαλύπτω, να φαντάζομαι και να γεννώ καινούριους κόσμους. Δεν τα βάλαμε με τους Νεοναζί επειδή δεν τους καταλαβαίνουμε αλλά ακριβώς επειδή τους καταλαβαίνουμε αρκετά. Δεν υπάρχουν αθώες περιστερές ανάμεσά μας, μεταξύ κατεργαρέων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, γινόταν πάντα η συνεννόηση.
Επιπλέον οι Τέχνες, παρόλο που οι Ναζί τις μισούν διαισθανόμενοι πως μειονεκτούν, δεν πηγάζουν από κάτι ανώτερο. Τα απόβλητα είναι η πρώτη ύλη για τον Χριστιανόπουλο, η Τέχνη είναι ο διάβολος για τον Μπέικον, το πνεύμα πηγάζει από το αίμα σύμφωνα με τον Τσβάιχ. Γι’ αυτό η αριστοκρατία του πνεύματος μπορεί να γίνει περισσότερο ανόητη από εκείνη του αίματος όταν εμφανίζεται πάνω στο θρόνο των λάικ της. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε ούτε για να μισεί αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε και για να αγαπά. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, γι’αυτό και είναι ανεύθυνο να τα αφήνουμε στην τύχη. Το αίτημα για παγκόσμια ευτυχία αποτυγχάνει πάντοτε γιατί κανένας νόμος και κανένας ηγέτης δεν θα γινόταν να εγκαθιδρύσει την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Από την άλλη, παίρνοντας βιαστικά το μέρος του καλού, παραδόξως δεν γινόμαστε καλοί. Φαίνεται πως η μάχη με το πραγματικό χάος, αυτό που καταχωνιάζει ο καθένας μέσα του, κοστίζει σε επαναστατικότητα. Κακώς το φοβόμαστε. Οι Ναζί πάντως το τρέμουν καθώς η αντίφαση παραμένει κωμικoτραγική: Ή θα είναι Έλληνες ή Χρυσαυγίτες. Έλληνας Χρυσαυγίτης, δεν γίνεται. Φάρσα θα σκαρώνουν στον Καστοριάδη.
Τι εννοούσε ο Μάνος όμως όταν έλεγε ότι νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι; Αν ο Χίτλερ διεμήνυε πως η τιμή του είναι η πίστη, φαίνεται πως δεν θα ήταν τόσο κακή ιδέα η επιστροφή στην αυτογνωσία ως άμυνα απέναντι στην καθαρότητα, την πειθαρχία και την τάξη που πάντα «ανθρώπινο κρέας μυρίζει». «Το ον που είμαι υπάρχει ως απροσδιόριστο και μη προβλέψιμο», υποστήριζε στα μέσα του περασμένου αιώνα ο Σαρτρ, ορίζοντας την ελευθερία του. Ο Νεοέλληνας περνώντας από τα μπουζούκια στο Ναζισμό ορίζει αποκλειστικά τη σκλαβιά του. Η αμφιβολία και η αναζήτηση, το μοναδικό γνήσιο πάθος για ζωή, θα μας εξασφάλιζε ευκολότερη πρόσβαση στο περίφημο δίκιο. Η συνέπεια δεν θα θεωρούνταν αρετή. Ένας άνθρωπος που αλλάζει είναι πιθανότερο να μη συμμορφωθεί στις υποδείξεις του κακού την κρίσιμη στιγμή, παρά εκείνος που είναι βέβαιος ότι πράττει το σωστό επειδή ανήκει στο κατάλληλο στρατόπεδο. Η υπεράσπιση του αδύναμου δεν θα γινόταν για λόγους ηθικής ανωτερότητας. Εξάλλου, αν κάτι μας κάνει να ανήκουμε στο ανθρώπινο γένος είναι επειδή τα βάζουμε με τους ισχυρούς και όχι με τους ανέστιους. Οι άνθρωποι επιτέλους θα αναγνώριζαν ξεκάθαρα τον εαυτό τους στο πρόσωπο κάθε ξένου. Θα ήξεραν ότι στη γωνία του δρόμου θα βρίσκονταν αύριο αυτοί, στο στρατόπεδο μεταναστών μεθαύριο πάλι αυτοί, στο δρόμο απολυμένοι αντιμεθαύριο ξανά αυτοί, γιατί έτσι θα αποφάσιζε κάποια εξουσία, ο ακριβής εντοπισμός της οποίας θα αποτελεί πάντοτε το μεγαλύτερο εμπόδιο-ποιον πρέπει να σκοτώσω, αναρωτιέται ο ήρωας στα “Σταφύλια της Οργής”. Ο έλεγχός της θα ήταν πιο στενός τις ένδοξες μέρες. Θα καταλάβαιναν ότι διαλέγοντας αντιπροσώπους επιλέγουν απλώς το βαθμό που θα υποφέρουν. Δεν θα γινόντουσαν καθίκια. Απλώς θα είχαν βάλει τέλος στις βεβαιότητες. Θα πίστευαν μεν στα θαύματα, όχι όμως και σε αυτούς που τους υποσχέθηκαν ότι θα τα πραγματοποιήσουν.
Όχι, δεν κρύβουμε όλοι έναν ναζί στον κόρφο μας. Ας μην ξεχνάμε όμως πως το Ολοκαύτωμα ήταν, εν πολλοίς, ένας γραφειοκρατικός εκτραχηλισμός. Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Άρεντ, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. Με δυο λόγια, από καλά παιδιά. Ο νεοναζισμός, εκείνος ο μπάτσος για τον οποίο μιλούσε ο Κοροβέσης, δεν κινδυνεύει να εκλείψει όσο κατοικεί σιωπηλά τα κέντρα εξουσίας. Και νεοναζισμός είναι, αν μη τι άλλο, να κόπτονται οι Ευρωπαίοι επειδή κάποιοι κυνηγούν μετανάστες στους δρόμους, αλλά να αδιαφορούν αν πνίγονται σε κάποια θάλασσα. Νεοναζισμός να καμαρώνει ο πρωθυπουργός για τη συντριβή των Νεοναζί και από κάτω να πανηγυρίζουν οι Άριοι της γραβάτας, οι κροίσοι που θα αποφασίσουν σε τι τιμή θα αγοράσουν το οικόπεδο που διαφημίζει. Νεοναζισμός οι πολιτικές ελίτ να πιστεύουν πως οι νέοι υπάρχουν για να είναι άνεργοι ενώ ο Χίτλερ τους προτιμούσε νεκρούς. Γι’αυτό είναι οι νέοι, έλεγε ο Φύρερ, για να πεθαίνουν. Όσο τεχνοκράτες, χρηματιστές, τραπεζίτες κι αγορές, υπό το βλέμμα πρωθυπουργών, αποφασίζουν για αριθμούς, δηλαδή για ανθρώπους, κανείς δεν μπορεί να μιλάει για νίκη απέναντι στον νεοναζισμό. Είναι αδύνατον να κερδίσεις τον εαυτό σου χειροκροτώντας τον.
Αντιφασισμός, από την άλλη, δεν είναι μόνο διακηρύξεις και πορείες. Είναι και οι άλλες εκστρατείες προς τα βάθη της ψυχής, που δεν ξέρεις αν θα φτάσεις και πότε θα χαθείς, που δεν γνωρίζεις εκ των προτέρων αν θα βρεις όσα δεν φαντάζεσαι πως ψάχνεις. Αντιφασισμός είναι να κοροϊδευόμαστε λιγότερο. Αντιφασισμός να ξέρεις πως μετά το Άουσβιτς απαιτείται περισσότερη κι όχι λιγότερη ποίηση. Αντιφασισμός να ρίχνεσαι στα βιβλία μέχρι να κομματιαστείς και να φωνάξεις βοήθεια. Δεν υπάρχει νεοναζισμός όταν ο Κατσαρός τολμάει να γράψει: «Αντισταθείτε σε μένα ακόμα που σας ιστορώ». Όταν ο Αλεξάνδρου λέει: «Η μόνη ξιφολόγχη μου είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα. Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα». Όταν ο Κέρουακ επιβεβαιώνει τον Ρεμπώ: «Δεν υπάρχει εγώ άνθρωπέ μου, να ‘σαι σίγουρος». Σκάψε λιγάκι το λάκκο σου, σου λένε οι ποιητές, υπονόμευσε τον εαυτό σου ρε άμεμπτε κερατά. Μείνε σε τελική ανάλυση όπως προστάζει πάλι ο ποιητής “αυτός που είχε δυνατότητες”. Καλύτερα άνεργος παρά δολοφόνος, λέγε το αυτό κάθε μέρα. Η παρρησία σου θα πηγάζει από το γεγονός ότι θα θυμάσαι ανά πάσα στιγμή πως δεν έχεις άλλο εχθρό παρά εσένα τον ίδιο. Πως δεν χρειάζεσαι κανέναν να σε περιλάβει γιατί μπορείς να κατηγορήσεις με μεγαλύτερο πάθος ο ίδιος τον εαυτό σου και να το διασκεδάσεις-στο μεθοκόπι χρειάζεσαι παρέα. Ότι γράφεις κυρίως για να αμφισβητηθείς αλλά και για να αμφισβητήσεις αυτά που σου λένε ότι έτσι είναι και δεν αλλάζουν.
Ο Άκης Πάνου νομίζω έγραψε τον πιο αντιφασιστικό ερωτικό στίχο:« Πήρα απ’το χέρι σου νερό, να το ξεχάσω δεν μπορώ, ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου». Έπειτα πήρε στο χέρι του το όπλο κι έγινε φονιάς. Διότι το ερώτημα για το τι είμαστε τελικά είναι καταδικασμένο διαρκώς να πιάνει φωτιά, απογοητεύοντας όσους δοκιμάζουν να το σβήσουν. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά τι πρέπει να γίνει; Ένας παρανοϊκός ίσως. Η αντίσταση σε κάθε ρατσισμό ή λαϊκισμό γίνεται, πάντως, εκδίκηση από τον Δημιουργό, ο οποίος εκτός από το ότι ξέχασε να μας κάνει τέλειους, λησμόνησε να μας κάνει, έστω, αθάνατους. Έτσι, δεν θα δικαιώναμε κι όσους ξέχασαν, απορροφημένοι από το κυνήγι του κέρδους, πως όλοι οι άνθρωποι είναι ωραίοι και αμαρτωλοί. Αυτοί είναι που πρέπει να λογοδοτήσουν στα τραγούδια, στην Ελλάδα του μέτρου και της Δημοκρατίας, στην αξιοπρέπεια και την ομορφιά, στον Καρλ Μαρξ τον ίδιο αν χρειαστεί.