Άστατος καιρός
του Άκη Δήμου Εικόνα: Κύα Τζήμου Βγαίνω για μια στιγμή στο μπαλκόνι και με παίρνει απ’ τα μούτρα ένας ξαφνικός αέρας, αυτό δεν είναι μπαλκόνι, λέω, αλλά τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» σε διασκευή για τον τέταρτο όροφο. Δεν ξέρω τι λες εσύ αλλά εμένα, εδώ και μέρες, μ’ έχει στοιχειώσει η σκέψη ότι ένα μοχθηρό φθινόπωρο […]
του Άκη Δήμου Εικόνα: Κύα Τζήμου
Βγαίνω για μια στιγμή στο μπαλκόνι και με παίρνει απ’ τα μούτρα ένας ξαφνικός αέρας, αυτό δεν είναι μπαλκόνι, λέω, αλλά τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» σε διασκευή για τον τέταρτο όροφο. Δεν ξέρω τι λες εσύ αλλά εμένα, εδώ και μέρες, μ’ έχει στοιχειώσει η σκέψη ότι ένα μοχθηρό φθινόπωρο νοίκιασε φέτος από την άνοιξη όσο όσο τις μέρες της και κει που τα περίμενες όλα ανθισμένα και τα βράδια ζεστά, ξανακουμπώνεις το μπουφάν πριν βγεις στο δρόμο. Αν πρέπει δηλαδή να βγεις στο δρόμο, αν ο δρόμος είναι ακόμα στη θέση του κι αν σε περιμένει κανένας στο τέλος του. Είναι ένα κλιματολογικό παράδοξο; Μια συνωμοσία των ξένων (Γερμανών κυρίως); Σηματοδοτεί μια ανατροπή (χωρίς τον Γιάννη Πρετεντέρη) ή πρόκειται για μια ακόμη απόπειρα αποπροσανατολισμού του λαού από τα ζωτικά του προβλήματα; Αγνοώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, κανονικά, τώρα θα ‘πρεπε να ‘ταν «σα να μπαίνει η άνοιξη» αλλά δεν είναι, ακόμη κι Σοφία Βόσσου το πήρε απόφαση και το ‘ριξε στις μιμήσεις. Μ’ έχει διαλύσει αυτός ο αχαρακτήριστος καιρός, που είναι ο χειρότερος για να ελευθερώσεις τις πεταλούδες που φτερουγίζουν σαν παλαβές στο στομάχι σου και να πας παρακάτω, όπως επιτάσσουν διάφοροι, χωρίς να μπορούν να ορίσουν κατά πού πέφτει αυτό το παρακάτω και μήπως δηλαδή το παραπάνω είναι καλύτερο, πιο ευήλιο και πιο ανοιξιάτικο, οπότε να πάμε παραπάνω εμείς και ν’ αφήσουμε να πάνε παρακάτω όλοι οι υπόλοιποι; Κι άμα βρεθούμε, βρεθήκαμε. Αν όχι, τα ‘χει αυτά η ζωή, δεν θα το ρίξουμε και στα χάπια.
Έχω ένα θέμα που δεν βλέπω άνοιξη φέτος, και μια απογοήτευση, κι ένα μυρμήγκιασμα στα γόνατα (μαζί με τις πεταλούδες στο στομάχι – πολλές εντομολογικές αναφορές έχει αυτό το κείμενο). Ή μπορεί να μην έχω κανένα θέμα, απλώς να κάνω θέμα την αδυναμία μου να συντονιστώ με την εποχή, τη μυωπία μου που μ’ εμποδίζει να παρακολουθήσω τις πιρουέτες των σωτήρων, Η ελληνική κοινωνία έχει περάσει στη φάση του τραβεστισμού εδώ και χρόνια, από τη μια αυτός (ο τραβεστισμός) κι από την άλλη ο χαμαιλεοντισμός της την έκαναν αυτό που είναι (και που κανείς δεν ξέρει).
Όπως και να ‘χει, κάποιος θα πρέπει επειγόντως να διαμαρτυρηθεί για την απουσία της άνοιξης, πολύ περισσότερο να πάρει συγκεκριμένα και αποτελεσματικά μέτρα για την επανεμφάνισή της. Απορώ, δηλαδή: όλος αυτός ο ακτιβισμός, οι δράσεις και οι παρεμβάσεις στις γειτονιές και στις ενορίες τι νόημα έχουν αν δεν μπορούν να κάνουν μια εποχή τόσο δραματικά απαραίτητη για την υγεία της καραβοτσακισμένης μας καρδιάς, να σταθεί στα πόδια της; Κι ύστερα να σηκωθούμε και μείς στα δικά μας και να πάμε να συναντήσουμε το επόμενο τραύμα μας, που θα ‘ναι, τουλάχιστον ηλιόλουστο και ανθισμένο, δεν θα μυρίζει ερημιά και κλεισούρα.
Δεν θέλω να πω περισσότερα, γιατί θα κατηγορηθώ ότι απέχω κι εγώ απ’ όλες τις κρίσιμες για το μέλλον της πόλης και του τόπου συζητήσεις κι ότι είμαι προβοκάτορας και βαλτός από διάφορα ακατανόμαστα συμφέροντα αλλά σήμερα, που φυσάει (πάλι) κι έχει ψύχρα (πάλι) και το απόγευμα θα βρέξει (πάλι) κι έχουμε Νοέμβριο τέλος Μαρτίου, δικαιούμαι νομίζω, απ’ το δικό μου μπαλκόνι, χωρίς να θέλω να χαλάσω την ησυχία κανενός, να εκφράσω την αγωνία μου για την κατάληξη της νεύρωσης αυτού του καιρού που και σκληρός είναι, και ζόρικα στοιχήματα παίζονται (από ατάλαντους, εν πολλοίς, παίκτες) και που, αν δεν αλλάξει εδώ και τώρα, κινδυνεύουμε να μας καταπιούνε οι φυλακισμένες πεταλούδες στο στομάχι μας και να συρθούμε μέχρι τις κάλπες σαν φαντάσματα από την αϋπνία και τα ματαιωμένα ραντεβού ψηφίζοντας άλλα αντ’ άλλων, τυραννισμένοι από τον πόθο μίας και μοναδικής ηλιαχτίδας. Κι ύστερα, θα ξαπλώσουμε, ο καθένας μας φθινοπωρινός και μόνος, στους καναπέδες να δούμε τ’ αποτελέσματα, μουρμουρίζοντας κάτι για τα χρόνια που πάνε χαμένα και κοιτώντας ακόμα μία εκτός προγράμματος βροχή πίσω απ’ τα τζάμια, ενώ στις τηλεοπτικές οθόνες θα βαριανασαίνουν οι συνήθεις ύποπτοι των πάνελ. Κι όχι, ούτε η βροχή ούτε τα λαχανιάσματα είναι η καλύτερη υπόκρουση για μια εποχή που αλλιώς την είχες στο μυαλό σου και που –να πάρει ο διάολος – υπήρξε κάποτε, μπορεί και να υπάρχει ακόμα αλλά είναι μεγάλη η δόση του αναισθητικού, μέχρι να ξυπνήσει φοβάμαι ότι θα ‘χουμε χάσει το καλύτερο.-