Άστο το χεράκι σου…
Μια αμφίβια γυναίκα που διέσχισε με τη βαρκούλα της Μανταλένας τις θολές θάλασσες της εγχώριας βιομηχανίας του θεάματος, καταφέρνοντας όχι μόνο να μην πνιγεί αλλά και να δώσει σ’ αυτή τη βιομηχανία το νόημα που ήθελε (και τ’ όνομά της φυσικά).
Έχουν – μετράω – περάσει είκοσι χρόνια από κείνο το απόγευμα και «η γειτονιά των αγγέλων» έχει αναδειχθεί –αν πιστέψουμε τα κανάλια- σε μια εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη γειτονιά τ’ ουρανού, αν υποθέσουμε ότι οι διάσημοι εκδημούντες κατοικοεδρεύουν εκεί.. Τους πιο πολλούς τους έχουμε ξεχάσει. Αλλά αυτή είναι η μοίρα τον αγγέλων: τους θυμάσαι – αν τους θυμάσαι – όσο είναι άνθρωποι, με το που θα τους φυτρώσουν τα φτερά τους κλειδώνεις στη γειτονιά τους και τους ξεχνάς. Αν και όχι όλους.
Την Αλίκη Βουγιουκλάκη, ας πούμε, φέτος, πριν λίγες μέρες, τη θυμήθηκαν 559.000 τηλεθεατές. Τόσοι κάθισαν, λένε οι μετρήσεις, ντάλα καλοκαίρι μπροστά στην τηλεόρασή τους για να δουν την «Αλίκη στο ναυτικό».
Ήμουν ανάμεσα σ’ αυτούς. Στιγμές με την άκρη του ματιού μου μόνο, κάνοντας άλλα, κι άλλες κολλημένος, ιδιαίτερα στη σκηνή του «Τράβα μπρος», μια από τις πιο feeling good κινηματογραφικές στιγμές που, θυμήθηκα μετά, ένα παλιό καλοκαίρι, στην Αίγινα, η Νάντια προσπάθησε ν’ αναβιώσει ανεβασμένη σ’ ένα πεζούλι, πλην ήταν αρκετά πιωμένη, μακριά απ’ την πειθαρχία και τη διαύγεια που θέλουν οι μουσικοχορευτικές σκηνές (έχε το υπόψη σου στην περίπτωση που…)
Καπάκι, μου ήρθε στο μυαλό η πεντάχρονη ανιψιά μου, που, στη γιορτή του παιδικού της σταθμού, τραγούδησε το «Χόρευε τουίστ» φορώντας μπλε ποδιά, επιβεβαιώνοντας ότι η Βουγιουκλάκη στοιχειώνει το φαντασιακό και των σημερινών νηπίων (και ότι οι παιδικοί σταθμοί δεν έχουν καθόλου φαντασία).
Αναρωτιέμαι γι’ αυτή την άγνωστη κι όμως εξαιρετικά οικεία γυναίκα, που το πρόσωπό της είναι τόσο γνωστό όσο πεισματικά κρυφή παρέμενε η ίδια. Οι φίλοι της –που τη σκέφτονται συχνά κι ακόμη συχνότερα την αφήνουν να μπερδεύεται στις κουβέντες τους – μιλάνε για μια γυναίκα εγκάρδια, γενναιόδωρη, αστεία, τρυφερή, επιχειρηματικά ικανότατη, με χάρη, ταλέντο, ευγένεια και επίγνωση του μεγέθους και των ορίων της. Τους πιστεύω.
Οι άλλοι τώρα (πάντα δίπλα στους φίλους υπάρχουν και «οι άλλοι») επιμένουν να την ανεβοκατεβάζουν ψεύτρα, καμωματού, απωθητική, εγωμανή και ατάλαντη. Εάν έχουν δίκιο οι δεύτεροι, θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα έχει κατασκηνώσει στην καρδιά του χρόνου και δε λέει να σηκωθεί από κει αναγκάζοντας εκατοντάδες χιλιάδες θείους να ξαναβλέπουν τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες και πολλές ανιψιές να χορεύουν τουίστ ξεπατικώνοντας τις φιγούρες της.
Όπως και το γεγονός ότι όλους κάποτε μας πήρε απ’ το χέρι η Αλίκη και το καταδιασκεδάσαμε, προτού, εννοείται, τα κύματα μιας ένοχης (και αδικαίωτης) νεότητας μας ξεβράσουν στις ακτές μιας ώριμης σοβαροφάνειας, που σαπίζει σιγά σιγά στα αζήτητα, σαν τα τελευταία κεράσια του καλοκαιριού στους πάγκους.
Αν με ρωτάτε, νομίζω ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη αξίζει τον κόπο της ανάμνησής της και της μνήμης μας. Όπως άξιζε και τον, φανερό ή κρυφό, θαυμασμό των πολλών. Είτε στήθηκαν στην ουρά για να τη δουν κάπου, κάποτε είτε την κανιβάλιζαν ζηλόφθονα στο όνομα της «αληθινής τέχνης». Αλλά κι αν δεν με ρωτάτε, το ίδιο νομίζω. Δεν είχε την εξαίσια υποκριτική στόφα της Λαμπέτη ούτε την αδρή, μεγαλοαστική γοητεία της Μερκούρη ή το υπόκωφο χιούμορ της Καρέζη. Αλλά είχε το ταλέντο της αποπλάνησης.
Που σημαίνει: τον τρόπο ν’ ακούς να σου απαντάει ναι χωρίς να έχεις κάνει καμία συγκεκριμένη ερώτηση, μια αρετή που παρηγορεί, κακά τα ψέματα, ακόμη και τους πιο ανήμερους. Και τα κέρδισε (σχεδόν) όλα χάρη σ’ αυτό. Μια αμφίβια γυναίκα – πολύ ωραιότερη άβαφη, λένε – που διέσχισε με τη βαρκούλα της Μανταλένας τις θολές θάλασσες της εγχώριας βιομηχανίας του θεάματος, καταφέρνοντας όχι μόνο να μην πνιγεί αλλά και να δώσει σ’ αυτή τη βιομηχανία το νόημα που ήθελε (και τ’ όνομά της φυσικά). Και που πέτυχε, άμα τη εμφανίσει της τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του πενήντα, να κάνει το είδωλο μιας χώρας να χαμογελάσει στο ραγισμένο μετεμφυλιακό καθρέφτη, δίνοντας πρόσωπο και σχήμα στην ανάγκη ενός ολόκληρου κοινού να μεταμορφωθεί από τυχαία «άλλη» σε «Λίζα».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι πασίγνωστο, η Βουγιουκλάκη πήγε καλπάζοντας. «Δεν έχω κάνει δήθεν αποτυχίες. Έχω κάνει τις μεγαλύτερες αποτυχίες. Δεν έχω κάνει δήθεν επιτυχίες. Έχω κάνει τα μεγαλύτερα ρεκόρ». Δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να της το αρνηθεί. Ακόμη κι όσοι ξέρουμε (ή υποψιαζόμαστε) το βάθος της ματαιότητας μιας δήλωσης σαν την παραπάνω ή το τίμημά της, αφού δεν έχεις άλλη επιλογή απ’ το να υποθηκεύσεις τον εαυτό σου αν θες να σώσεις την εικόνα σου, πράγμα νόμιμο, έτσι κι αλλιώς, σ’ αυτόν τον χώρο που ο Μεφιστοφελής έχει αναλάβει την εκπαίδευσή σου. Τέτοια παιχνίδια έχουν αδηφάγους όρους, δεν γίνεσαι ανάμνηση κανενός αν δεν έχεις προβάρει πώς θέλεις να σε θυμάται. Κι η Βουγιουκλάκη διάλεξε να τη θυμόμαστε σαν ένα παιχνίδι που δεν πρόλαβε να σπάσει. Και που το παίζουμε ακόμα, έστω και λίγο ένοχα (μεγαλώσαμε πια).
Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Ν’ αφιερώσω μόνο το «Άστο το χεράκι σου…» (από το «Δόλωμα») όχι βέβαια στην αθώα υποψία μου του πρώτου ακούσματος αλλά στην ενήλικη, πλέον, βεβαιότητά μου ότι κάθε ζωή τελειώνει χρεωμένη μ’ ένα όνειρο. Απατηλό ίσως. Αλλά παράφορο.-