Αθήνα-Θεσσαλονίκη, δυο λέξεις
του Ιορδάνη Κουμασίδη Όλο ταξιδεύω τελευταία. Δεν είναι και το καλύτερό μου. Τα ταξίδια άλλοτε με συναρπάζουν και άλλοτε με τρομοκρατούν. Σιχαίνομαι και τα κλισέ του είδους ”να είσαι ταξιδιώτης και όχι τουρίστας”. Επίσης δεν αντέχω τις πολύ κοντινές επαφές με τους άλλους ανθρώπους. Ούτως ή άλλως δε θα λεγε κανείς πως έχω και […]
του Ιορδάνη Κουμασίδη Όλο ταξιδεύω τελευταία. Δεν είναι και το καλύτερό μου. Τα ταξίδια άλλοτε με συναρπάζουν και άλλοτε με τρομοκρατούν. Σιχαίνομαι και τα κλισέ του είδους ”να είσαι ταξιδιώτης και όχι τουρίστας”. Επίσης δεν αντέχω τις πολύ κοντινές επαφές με τους άλλους ανθρώπους. Ούτως ή άλλως δε θα λεγε κανείς πως έχω και την καλύτερη επαφή με το περιβάλλον. Τοποθετώ τον εαυτό μου, περίπου ως παράσιτο, ακριβώς στο μέσον ανθρωποφοβίας και μισανθρωπίας. Μετά το μετανιώνω.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Απέναντί μου συν-ταξιδεύει ένα πλάσμα που θα έπρεπε ο ΟΣΕ να του παρέχει δωρεάν κάρτα τουλάχιστον για είκοσι χρόνια ακόμα, μόνο και μόνο για διαφημιστικούς λόγους. Πλάσμα -επλάσθη δηλαδή, με τέχνη και αισθητική που ανάβλυζε τη χαρά της δημιουργίας- από αυτά που σε αφήνουν άφωνο. Πλάσμα από αυτά που δεν τολμάς να τους μιλήσεις ποτέ. Δεν έχει πολύ νόημα να σας την περιγράψω. Καθένας και καθεμιά μέσα σας την έχετε ήδη σχηματοποιήσει. Το παράξενο είναι πως μου έχει ρίξει κάνα δυο κλεφτές ματιές. Σοκάρομαι. Σκέφτομαι πως μπορεί να διάβασε τις μισανθρωπικές σκέψεις μου.
Το ταξίδι κυλά περίεργα. Η θέα είναι προς τα μέσα. Δεν υπάρχει άλλος ή άλλη δίπλα της, δεν υπάρχει άλλος ή άλλη δίπλα μου. Καλά καλά δεν υπάρχω κι εγώ. Η απόλυτη ομορφιά σε εκμηδενίζει φίλε μου. Ό,τι και να της πω θα ακουστεί γελοίο, σαχλό. Σε μια ενδεχόμενη συζήτηση, λέμε τώρα, για όσα έχω κάνει στη ζωή μου, όλα θα φανούν τιποτένια. Σιωπή λοιπόν. Δε με πειράζει. Είμαι ούτως ή άλλως εθισμένος σε αυτή.
Βγάζω ένα βιβλίο -ήδη καθυστέρησα πολύ να ξεκινήσω να διαβάζω- από αυτά που τα θεωρώ περίπου ως προϊόντα εκτάκτου ανάγκης για ένα ταξίδι. Εξώφυλλο γαλάζιο, γραμματοσειρά που μιμείται παλιά γραφομηχανή. Ρίχνω με δυσκολία το βλέμμα μου στις σελίδες. Μεγάλη μάχη. Προσπαθώ να μην την κοιτάζω. Σε λίγο αφήνομαι στο στόρυ που διαβάζω. Το πραγματικό μάλλον δε μπορώ να το αντέξω.
Στη σελίδα 55, αριθμός καθόλου συμβολικός, την πιάνει η άκρη του ματιού μου να χαμογελά. Σε μένα; Σε μένα. Πρέπει να σηκώσω κανονικά το βλέμμα, να δεχτώ αυτό το δώρο με την πυρηνική ισχύ. Το πράττω, επιστρατεύοντας δυνάμεις περισσότερες και απ’ του Άτλαντα. Μου χαμογελάει, όντως. Και βλέπω και το λόγο. Διαβάζει το ίδιο βιβλίο! Χαμογελώ και εγώ με νόημα. Νόημα ανεξήγητο.
(Φωνή εσωτερική) ”Μίλα της ρε βλάκα, μίλα της, δεν τυχαίνουν κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες”. Δε μπορώ όμως. Με τίποτα. Ιδρώνω, ξεφυσάω, κουνιέμαι νευρικά, ξύνω το κεφάλι μου, τίποτα. Αυτή συνεχίζει να χαμογελά και να περιμένει στωικά. Προφανώς πάντα της μιλούν. Εδώ έπεσε στην περίπτωση. Δεν είναι ντροπή αυτό που με εμποδίζει να πιάσω κουβέντα, ούτε συστολή ή δειλία. Είναι εντονότερο, φυσικό και απερίγραπτο. Προσπαθώ να ξανακρυφτώ στις σελίδες. Το καταφέρνω κάπως. Σαν τα παιδάκια που κρύβονται πίσω από δάχτυλό τους.
Βασανιστήριο το υπόλοιπο του ταξιδιού. Στο κατέβασμα με ξανακοιτά, μάλλον με απογοήτευση τούτη τη φορά. Ίσως θα ‘ναι πρωτόγνωρη εμπειρία για αυτήν. Ακόμα και τώρα, την ύστατη στιγμή, δε μπορώ να σώσω την παρτίδα, να πω κάτι εντυπωσιακό, ”κράτησα τις λέξεις για το τέλος για να ξεκινήσει μια νέα αρχή” ή κάτι τέτοιο, καμία εξυπνάδα, καμιά λέξη δε μπορεί να βγει απ το στόμα μου, να εκσφενδονιστεί και να μολύνει τον αέρα, να εισέλθει λάθρα στο αυτί της και να προκαλέσει μια απάντηση. Απομακρύνεται. Στερνή μου ελπίδα: η Θεσσαλονίκη είναι μικρή πόλη.
Μισή ώρα αργότερα είμαι σε πάνελ, τιμώμενος ομιλητής. Ή μάλλον περίπου ομιλητής. Βρίσκομαι στην εκδήλωση του συλλόγου κωφαλάλων του νομού. Είμαι ιδρυτικό του μέλος. Δεν έχω μιλήσει ποτέ.
*H φωτογραφία είναι της Ελένης Βράκα