Αβέβαιοι καιροί. Σκοτάδια.
Άκουσα μια φράση λίγες μέρες πριν από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. “Δεν χωράς παντού” είπε σε κάποιον. Την κουβαλάω στο μυαλό μου. Δεν την ξεπέρασα. Έτσι ένιωθα στην αρχή του καλοκαιριού. Το καλοκαίρι πήρα ανάσες. Μάζεψα εικόνες και μυρωδιές. Τις είχα ανάγκη. Τον Ιούλιο που έφυγα η πόλη δεν με χωρούσε. Ο τόπος στένευε. Οι μέρες […]
Άκουσα μια φράση λίγες μέρες πριν από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. “Δεν χωράς παντού” είπε σε κάποιον. Την κουβαλάω στο μυαλό μου. Δεν την ξεπέρασα. Έτσι ένιωθα στην αρχή του καλοκαιριού. Το καλοκαίρι πήρα ανάσες. Μάζεψα εικόνες και μυρωδιές. Τις είχα ανάγκη. Τον Ιούλιο που έφυγα η πόλη δεν με χωρούσε. Ο τόπος στένευε. Οι μέρες στην τηλεόραση έμοιαζαν με θρίλερ. Παρακαλούσα να ξυπνήσω από τον εφιάλτη. Προσπάθησα να αδειάσω. Από την επανάληψη του κακού, τους έρημους δρόμους, τα άδεια μαγαζιά, τα όνειρα των ανθρώπων που σκόρπισαν γύρω μου έξαφνα. Ή που θάθελαν να σκορπίσουν σε μακρινές στεριές. Τη στεναχώρια στα τηλέφωνα και τις τυχαίες συναντήσεις. Που δεν τολμάς πια να ρωτήσεις πώς πάει. Γιατί απλά δεν πάει. Ξέροντας πως ο χειμώνας θα είναι βαμμένος απαισιοδοξία, βούτηξα σε θάλασσες με μανία και χάθηκα σε νυχτερινούς έναστρους ουρανούς. Κράτησα χέρια αγαπημένων ανθρώπων και μιλήσαμε για λίγο για άλλα πράγματα. Ακόμα και όνειρα κάναμε και σχέδια. Ακόμα και αν ξέραμε πως δεν θα πραγματοποιηθούν.
Στην παραλία που κολυμπάμε φέτος το καλοκαίρι εμφανίστηκε η κυρία Βίκη. Περασμένα εβδομήντα. Με λουλακί μαλλί, σπασμένα ελληνικά, δεν μάθαμε ποτέ από πού ήρθε. Από την πρώτη μέρα άρχισε να χαιρετά τους πάντες. Να χαμογελά στους πάντες. Καλημέρα, καλησπέρα, τι ωραία θάλασσα σήμερα, τι καλό μαγειρέψατε, θα σας δω και το απόγευμα. Έγινε η μορφή της παραλίας. Με κάποιο τρόπο μας ένωσε με μια ανθρώπινη γραμμή. Την τελευταία μέρα μας χαιρέτησε όλους με ένα καλό χειμώνα να ‘χουμε. Στο τελευταίο μπάνιο είδα και την εικόνα που βλέπετε εδώ πάνω. Την πιο γαλήνια εικόνα αυτού του καλοκαιριού. Μια οικογένεια ξένων πέρασε μια ολόκληρη μέρα στα βράχια μαζεύοντας ήλιο για το χειμώνα στο Βορρά. Το αγόρι στα πόδια της μάνας του έγινε για μένα κάτι σα σινιάλο. Σαν να περίμενα να μου πει κάποιος, γύρνα πίσω η ζωή θα συνεχιστεί με κάθε τρόπο.
Επιστρέφοντας έπεσα πάνω σε σκοτάδια μεγαλύτερα από αυτά που άφησα πίσω. Η πόλη άλλαξε μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ισοπεδώθηκε. Σκιές ανθρώπων περπατούν παντού σέρνοντας καρότσια, ζωές ερείπια, απόγνωση. Ιστορικά κτίρια ρημάζουν, το μετρό χάσκει ένα άδειο κουφάρι στα σπλάχνα της πόλης, αμήχανοι υπουργοί ψελλίζουν ανοησίες στα κανάλια. Κάνεις δεν τους ακούει πια, κάνεις δεν δίνει σημασία, κάνεις δεν διαμαρτύρεται στη θέα τους. Η βαριά σκιά του ζόφου σκέπασε τα πάντα. Μέσα σε όλο αυτό το τέλμα, στο βασίλειο των αβέβαιων καιρών που πρόβαλλαν με έπιασε ένα διαολεμένο πείσμα στο γυρισμό. Να μην αφήσω το σκοινί από τα χέρια. Άρχισα να σχεδιάζω πράματα, μικρά και μεγάλα για να απασχολώ το μυαλό. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο να ελπίζεις πια, πως δεν υπάρχουν αποθέματα κουράγιου, πως κάνεις δεν θέλει να παλέψει για μια χαμένη μάχη. Πως μπορεί αυτό που λέω να ακούγεται ουτοπικό σε πολλούς. Με άδεια τσέπη, άδεια είναι και τα όνειρα. Μπορεί και όχι.
Διάβαζα μια διήγηση του Μίκη Θεοδωράκη, πρόσφατα, για μια μεγάλη παρέα παιδιών, στο τέλος της κατοχής, σε μια Αθήνα διαλυμένη, που ξεκινούσαν με τα πόδια από την Κυψέλη να κατέβουν στη θάλασσα για μπάνιο. Μαζεύοντας στο δρόμο και άλλους και άλλους. Σε πείσμα του κακού. Τίποτε δεν τελειώνει στα αλήθεια ποτέ. Στο χέρι μας είναι η ζωή να συνεχιστεί και να λάμψει και πάλι με ένα πιο υγιές φως, από το τεχνικολόρ του λάιφ στάιλ που προηγήθηκε. Λέω αυτό το χειμώνα να στήσουμε μικρές γέφυρες για το παρακάτω. Που μετά θα γίνουν λεωφόροι.
Καλό φθινόπωρο. Καλά κουράγια.
*Το κείμενο είναι το editorial του τεύχους #183 της Parallaxi