Ballerina: Δεν καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει πλήρως ούτε την ιδιαίτερη ταυτότητα του φράντσαιζ, ούτε να αποκτήσει δική του
Μία κριτική του Νικόδημου Τριαρίδη για την κινηματογραφική ταινία
Θα απογοητευτείτε, αγαπητοί αναγνώστες, όταν μάθετε ότι η καλή ταινία για εμένα αποτελείται από τρία μόλις συστατικά: λεπτοδουλεμένο σενάριο, προσεγμένη σκηνοθεσία, και την πλήρη απουσία του “χαρακτήρα” του Τζον Γουίκ· καμία ταινία δεν είχε αποτύχει και στα τρία, μέχρι που βγήκε το “Ballerina”.
Η υπό του μετρίου Άνα ντε Αρμάς πρωταγωνιστεί ως Ηβ, μέλος της σέκτας μπαλαρίνων-υπερδολοφόνων της (για μια ακόμη φορά τραγικά χαραμισμένης) Αντζέλικα Χιούστον, η οποία κυνηγάει τους υπεύθυνους για τη δολοφονία του πατέρα της σε μια χιλιοφορεμένη ιστορία εκδίκησης που, ύστερα από αρκετό πιστολίδι, ανούσιες ανατροπές, και ξύλινες σκηνές διαλόγου, θα την φέρει αντιμέτωπη με μια παράξενη αίρεση δολοφόνων καθώς και το σκοτεινό παρελθόν της για περίπου δέκα λεπτά στα οποία η ταινία επιδιώκει να της χαρίσει τουλάχιστον μια δεύτερη διάσταση (αριθμός ρεκόρ για τους χαρακτήρες αυτού του φράντσαιζ).
Φυσικά, το ότι όλοι οι χαρακτήρες στη σειρά των “John Wick” έχουν λιγότερη προσωπικότητα ή εξέλιξη από το θρυλικό εκείνο σκυλί εκπλήσσει όσο το γεγονός ότι η προαπαιτούμενη πλέον για το Χόλιγουντ ανακατάταξη σκηνών και προσθήκη καινούργιων σεκάνς αφήνουν τη δομή και τη ροή του “Ballerina” σε χειρότερη μοίρα από τον δάσκαλο υποκριτικής της Άνα ντε Αρμάς. Λιγότερο αναμενόμενη είναι η απουσία του μοναδικού αξιόλογου στοιχείου της σειράς, του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα αυτού του μυστικού κόσμου δολοφόνων (εξαιρείται μια σύντομη σεκάνς στην Πράγα), καθώς η Ηβ παλεύει κατά βάση σε αποθήκες ή γκαράζ. Γιατί εξάλλου να περιμέναμε από μια ταινία που τιτλοφορείται “Ballerina” να ασχολήθει περισσότερο με το μπαλέτο;
Απουσία του κομιξίστικου αυτού μπαρόκ που χαρακτηρίζει τις προηγούμενες ταινίες, η Ηβ καταλήγει τυπική ηρωίδα δράσης που πασχίζει να μας υπενθυμίσει ότι είναι η πρωταγωνίστρια όταν η αφήγηση την τοποθετεί σε τετραπλό σταυροδρόμι μεταξύ ντε Αρμάς, Νόρμαν Ρήντους (!), Γκάμπριελ Μπάιρν (ίσως ο χειρότερος κακός στο φράντσαιζ) και (ωιμέ) του ίδιου του Τζον Γουίκ, ο οποίος εμφανίζεται για επτά λεπτά προκειμένου ο βαριεστημένος Κιάνου Ρηβς να μας επιβεβαιώσει ότι ακόμα δεν έχει μάθει δεύτερη έκφραση προσώπου από το 1992!
Αν αποκωδικοποιήσατε σωστά την εναρκτήρια παράγραφο, αγαπητοί αναγνώστες, έχετε καταλάβει ότι, παρά τα πολλαπλά σεναριακά προβλήματα των υπολοίπων “John Wick”, θεωρώ τον Τσαντ Σταχέλσκι ικανότατο σκηνοθέτη, καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους μπλοκμπαστεράδες που δίνουν την ίδια φροντίδα στις θεαματικές σκηνές δράσης όσο και στις σκηνές διαλόγου, ενώ ο τρομερός φωτογράφος Νταν Λώστσεν μόνιμα ξεπερνά τον εαυτό του με τα εκτυφλωτικά του χρώματα.
Έλα μου όμως ντε που ο Λώστσεν απουσιάζει πλήρως, και ο Σταχέλσκι (καθώς έχουμε να κάνουμε με σύγχρονη χολιγουντιανή ταινία, εξάλλου) ήταν παρών μονάχα σε δεύτερα γυρίσματα, και στη θέση τους ήρθαν οι απείρως μετριότεροι Ρομαίν Λακουρβάς και Λεν Γουάισμαν αντίστοιχα. Ο Λακουρβάς είναι πιο πρόχειρος στους φωτισμούς από τον Λώστσεν, ενώ ο Γουάισμαν, αν και όχι εντελώς ανίκανος (ξεχωρίζει μια μπολιγουντιανή σχεδόν σεκάνς με φλογοβόλα), συχνά αγνοεί την σταχελσκική λογική της απερίσπαστης και καθαρής δράσης και των ευπρεπών σκηνών διαλόγου, υποβαθμίζοντας και τα δύο σε αδιάφορα πλάνα με τυχαίο μοντάζ όπως τόσες άλλες ταινίες δράσης.
Για να φανούμε ωστόσο δίκαιοι, ο θεατής που περιμένει καταιγιστική δράση σίγουρα θα ενθουσιαστεί από τις καταστάσεις στις οποίες ο Γουάισμαν παγιδεύει την Ηβ και θα εκπλαγεί από τις ευφάνταστες (και τρομερά βίαιες) λύσεις που βρίσκει ενάντια στους αντιπάλους της (ας αναγνωρίσουμε στην ντε Αρμάς ότι, αν και ανίκανη ως ηθοποιός, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων σε ό,τι αφορά κασκαντερικά και χορογραφίες δράσης), αλλά είμαι της άποψης ότι ακόμη και ένα φράντσαιζ όσο απλοϊκό όσο το “John Wick” έχει περισσότερες αρετές εκτός των καλοεκτελεσμένων πλην κουραστικών σεκάνς του, και είναι αυτή η επιπρόσθετη ποιότητα που ευελπιστούσα να μου έδινε το “Ballerina”, αλλά εντέλει το μόνο που κατάφερε είναι να αντικαταστήσει μια βλοσυρή σανίδα ξύλου που ακούει στο όνομα Τζον Γουίκ με μια δεύτερη βλοσυρή σανίδα ξύλου που ακούει στο όνομα Ηβ Μακάρο.
Και εντέλει αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του “Ballerina”. Αν και spin-off του “John Wick”, δεν καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει πλήρως την ιδιαίτερη ταυτότητα του φράντσαιζ, και συνεπώς δεν ξεφεύγει από το καλούπι πιο μέτριων ταινιών δράσης. Αν μη τι άλλο, το προτείνω περισσότερο από το “Mission Impossible: The Final Reckoning”, καθώς και εγώ και η ντε Αρμάς δηλώνουμε εξουθενωμένοι μετά τη συνάντηση με τον Τομ Κρουζ.