Parallax View

Blog me: O άνθρωπος που έτρωγε για να ζήσει του PanwsK

Ο Panws K είναι άνεργος, δεν την παλεύει, γράφει για τη δόξα και τα λεφτά αλλά έξι χρόνια αποτυγχάνει και παραμένει σε κατ’ ήχον αυτοπεριορισμό. Χθες το πρωί ήταν στην πορεία αλληλεγγύης και το βράδυ στη συναυλία των 2L8. Είναι πολιτικοποιημένος, αυτοσαρκάζεται, διαβάζει, φημίζεται για το χιούμορ του, τις εμπνεύσεις του, τη γεμάτη γεύση του. […]

Μιχάλης Αποστολίδης
blog-me-o-άνθρωπος-που-έτρωγε-για-να-ζήσει-του-pa-30796
Μιχάλης Αποστολίδης
1.jpg

Ο Panws K είναι άνεργος, δεν την παλεύει, γράφει για τη δόξα και τα λεφτά αλλά έξι χρόνια αποτυγχάνει και παραμένει σε κατ’ ήχον αυτοπεριορισμό. Χθες το πρωί ήταν στην πορεία αλληλεγγύης και το βράδυ στη συναυλία των 2L8. Είναι πολιτικοποιημένος, αυτοσαρκάζεται, διαβάζει, φημίζεται για το χιούμορ του, τις εμπνεύσεις του, τη γεμάτη γεύση του. Στο μπλογκ του χτυπάει μια ανήσυχη καρδιά της Θεσσαλονίκης. Σκοπεύω να τον γνωρίσω.

Ο άνθρωπος που έτρωγε για να ζήσει

Κάθε πρωί σηκωνόταν και χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη πήγαινε στο μπουγατσατζίδικο. Καθότανε πάντα στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του δίνανε τις καλύτερες μερίδες, με κρέμα, με τυρί, σπανάκι και κιμά. Όλες τις σπεσιαλιτέ. Και σοκολατούχο γάλα. Έτρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Τις δύο ώρες που καθόταν εκεί, το κατάστημα φρόντιζε πάντα τα πιατάκια του να είναι γεμάτα. Στις δυο ώρες απάνω, σηκωνόταν, έλεγε κανά δυο κουβέντες με το αφεντικό, κάνα αστείο με τους πελάτες για τις ποδοσφαιρικές ομάδες κι έφευγε χωρίς να πληρώσει.

Το μεσημέρι πήγαινε στην ψησταριά. Καθόταν και πάλι στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του δίνανε τις καλύτερες μερίδες, σουτζουκάκι, σουβλάκι, γύρο, παντσετούλα. Όλες τις σπεσιαλιτέ. Και ρετσίνα, τσίπουρο ή χύμα κρασί, καμιά αλοιφή, πατάτα τηγανιτή, πιπεριά καυτερή, φέτα ψητή ή μπουγιουρντί. Έτρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Ήταν μεθοδικός κι οι μεζέδες έρχονταν απανωτοί. Ένας άνθρωπος που ήξερε να τρώει, λέγαν οι απ’ έξω περαστικοί. Κι αυτό που τρώει μάλλον είναι καλό, συλλογίζονταν. Ζωντανή διαφήμιση του μαγαζιού. Στις τρεις ώρες απάνω, σηκωνόταν, έλεγε κανά δυο κουβέντες με το αφεντικό, καμιά χαζομάρα με τα γκαρσόνια για γκόμενες και τρεκλίζοντας ελαφρώς έφευγε χωρίς να πληρώσει.

Το βράδυ πήγαινε στο γκουρμέ εστιατόριο. Καθότανε στο καλύτερο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο. Του σερβίριζε ο γκραν μετρ τα καλύτερα τα πιάτα, τις πιο εντυπωσιακές δημιουργίες, χοιρινό φιλέτο μενταγιόν με προσούτο πάρμας και σαφράν, σφακιανό κουνέλι τσιγαριστό με κόκκινο κρασί, τούρτα καπνιστού σολωμού. Και γαλλικό κρασί. Από τ’ ακριβά. Έτρωγε αργά-αργά, χωρίς να κρύβει, επιδεικνύοντας μάλλον την απόλαυσή του. Στις τρεις ώρες απάνω, φώναζε τον σεφ, του έδινε συγχαρητήρια για τα υπέροχα πιάτα, τις καλοζυγισμένες, πλούσιες γεύσεις και αποχωρούσε μεγαλοπρεπώς χωρίς να πληρώσει. Οι υπόλοιποι πελάτες κι οι περαστικοί τον θεωρούσαν κάποιον εκκεντρικό, βαθύπλουτο μπονβιβέρ.

Έφτανε σπίτι, άνοιγε μια σόδα από το κατά τ’ άλλα άδειο ψυγείο του, άνοιγε την τηλεόραση στην κατά τ’ άλλα άδεια γκαρσονιέρα του και αποκοιμιόταν ήσυχος ότι είχε επιτελέσει σωστά και σήμερα το καθήκον του στην κατά τ’άλλα άδεια ζωή του.

Όταν πέθανε από κάποια πάθηση του στομάχου, αποκαλύφθηκε ότι δούλευε ως βιτρίνα-κράχτης για καταστήματα εστίασης. Ήταν, λέει, ο καλύτερος επαγγελματίας φαγάς στην πιάτσα.

Μια βλακεία διόλου πρωτότυπη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τύπος που ‘χε ένα μαγαζί με μια ταμπέλα που έγραφε “ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ” και, όπως είναι φυσικό, έφτιαχνε γλυκά, όχι τα καλύτερα ούτε και τα χειρότερα της αγοράς, αλλά τα έβγαζε πέρα, μέχρι που, σε μια ακόμη επιβεβαίωση της θεωρίας του χάους, ο ΓΑΠ πήγε στο Καστελόριζο, έκτοτε το “ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ” άρχισε να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, μια μέρα μάλιστα με σφοδρή κακοκαιρία και ανέμους πολλών μποφόρ έπεσε από την επιγραφή το ζήτα κι απέμεινε να γράφει “ΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ, τρομερό κοκομπλόκο έπαθε ο δύσμοιρος αχαροπλάστης, κρίση ταυτότητος, επαγγελματική, συνειδήσεως και ψυχολογική, τι σκατά κάνω, ποιος είμαι, τι είναι αυτό το άχαρο που πρέπει να φτιάχνω, ένας σεισμός ακολούθως, σεισμός σκέτος, όχι διπλός, κομμουνισμός, γκρέμισε και το πρώτο άλφα της επιγραφής, που πλέον έλεγε “ΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ”, προς στιγμήν φάνηκε να έχει δοθεί μια κάποια λύση, θα φτιάχνω χαρά, σκέφτηκε ο χαροπλάστης, ή μήπως θα φτιάχνω χάρο; ήταν το δίλημμα μεγάλο, είχε φάει όλη του την περιουσία στους ψυχολόγους, σε μάγισσες, σε χαρτορίχτρες, είδε κι απόειδε, αποφάσισε να πάρει τη ζωή του στα δικά του χέρια, γκρέμισε από μόνος του το “ΧΑΡΟΠΛ” κι έμεινε να γράφει η επιγραφή “ΑΣΤΕΙΟ”, έφτιαχνε και πωλούσε αστεία, μα δεν αγόραζε κανείς, ήταν, σαν να λέμε, για εσωτερική κατανάλωση μόνο.

Τα κείμενα θα τα βρείτε εδώ

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα