Blog me: Όχι πια βάρος του Kospanti
*«Ο Kospanti ζει στις συνοικίες του Πειραιά. Μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Κομοτηνής. Σπούδασε μια φορά, ερωτεύτηκε δύο. Όταν απέτυχε ξεκίνησε να γράφει, πράξη που δεν θεωρεί σπουδαία. Πιστεύει όμως πως οι σπουδαίοι καλλιτέχνες του καιρού μας ξεπηδούν μέσα από το διαδίκτυο. Οι βιοπαλαιστές και οι άνεργοι είναι για αυτόν οι σούπερ-ήρωες της […]
*«Ο Kospanti ζει στις συνοικίες του Πειραιά. Μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Κομοτηνής. Σπούδασε μια φορά, ερωτεύτηκε δύο. Όταν απέτυχε ξεκίνησε να γράφει, πράξη που δεν θεωρεί σπουδαία. Πιστεύει όμως πως οι σπουδαίοι καλλιτέχνες του καιρού μας ξεπηδούν μέσα από το διαδίκτυο. Οι βιοπαλαιστές και οι άνεργοι είναι για αυτόν οι σούπερ-ήρωες της εποχής μας».
Μια μονοκατοικία στη Βάρη. Στο δρόμο μπροστά τρεις εργάτες της εταιρείας υδρεύσεως τρυπάνε την άσφαλτο με τα εργαλεία τους. Μερικά μέτρα πιο πάνω τα παιδιά παίζουν στη γειτονιά με μια μπάλα. Ένα τρίκυκλο περνά τούτο το δρομάκι κάθε βράδυ στις δέκα. Μαζεύει χαρτόκουτα και παλιοσίδερα από τους κάδους. Δεκέμβρης κι οι νεραντζιές λυγίζουν σε κάθε φύσημα του ανέμου.
Μέσα στη μονοκατοικία, στο σαλόνι, η τηλεόραση ανοιχτή. Ειδήσεις. Περιμένουν το αγαπημένο τους σήριαλ. Εκείνος της δίνει τροφή στοργικά. Ένα γιαούρτι, ένα κουτάλι, δυο χαρτοπετσέτες. Τα χέρια του τρέμουν πολύ πλέον και τη λερώνει συχνά στη γαλάζια ρόμπα της. Νόσος του Πάρκινσον. Αυτή ξαπλωμένη τον κοιτά όλη την ώρα στα μάτια σαν ευχαριστώ.
Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι. Μετάσταση. Καρκίνος του στήθους. Τα αγαπούσε τα στήθη της. Ακόμα και τώρα που ήταν γερασμένα, ρυτιδωμένα. Θυμάται νέοι που τα άρπαζε μέσα στις χούφτες του και τα έφερνε κοντά στα χείλη του, στη μύτη του. Κι αυτός δεν ήταν πια ο νέος που εκείνη είχε αγαπήσει. Ο ψηλός νέος με τις φαρδιές πλάτες, τότε που κολυμπούσε τα καλοκαίρια μαζί με τους φίλους του στο Φάληρο. Παρέμενε ψηλός, ίσως με λίγη καμπούρα. Έτρεμε όλο του το κορμί, ξεχνούσε εδώ και χρόνια.
Είχε ένα κουτάκι με χωρίσματα για τα χάπια. Κάθε χώρισμα και μια μέρα της εβδομάδας. Κάθε μέρα της εβδομάδας κι ένα χάπι. Άσπρα χάπια, ροζ, κίτρινα, χαρούμενα σαν παιδικές καραμέλες, χρωματιστά για αυτούς που ξεχνάνε. Το σπίτι είχε χάσει την παλιά ζεστασιά του. Ο παλιός ξύλινος μπουφές, ένα ρολόι τοίχου με σταματημένους τους δείκτες εδώ και χρόνια στις 22.00 ακριβώς. Αραδιασμένα ολόγυρα ιατρικά είδη. Ένα πι, πιεσόμετρα, σακούλες φαρμακείων.
Οι γείτονες που έχουν χρόνια να τους επισκεφτούν αποκαλούν το σπίτι μεταξύ τους «μαυσωλείο». Μα και τα εγγόνια έχουν να πατήσουν χρόνια. Η μικρή γύρω στα είκοσι τρία βγαίνει εδώ και καιρό με αγόρια. Ο μικρός κοντά στα δεκαπέντε κολλημένος μπροστά σε μια οθόνη. Δεν έχουν χρόνο για τους παππούδες. Μικρά όταν ήταν πήγαιναν συχνά. Πάντα την πάταγαν με τον ίδιο τρόπο. Άνοιγαν το μεταλλικό στρογγυλό κουτί που είναι πάνω στο μπουφέ με λαχτάρα να βρουν μπισκότα με ζάχαρη και κανέλα. Απογοήτευση. Πάντα έβρισκαν μέσα τα σύνεργα ραπτικής της γιαγιάς.
Αλλά κι ο γιος. Ναι ο γιος τους … έχει κι αυτός τα δικά του. Διατηρεί ένα μικρό κατάστημα με υποδήματα στο κέντρο. Πνιγμένος στα χρέη εδώ και καιρό. Θα βάλει λουκέτο σύντομα. Πεσμένη κίνηση, ανταγωνισμός με τα «θηρία, φόροι, νοσήλια για τους γέρους γονείς.
Το παλιό Citroen DS «βάτραχος» είναι παρκαρισμένο στον κήπο τους. Δυο φορές τη βδομάδα την μεταφέρει προσεκτικά, την βάζει να κάτσει στο κάθισμα του συνοδηγού, κλείνει την πόρτα. Τα χέρια του τρέμουν πολύ. Δυσκολεύεται στην οδήγηση. Φοβάται το τιμόνι, τις ταχύτητες. Πρέπει να την πηγαίνει στο νοσοκομείο. Στο δρόμο της βάζει τραγούδια από μια παλιά ξεχασμένη κασέτα … «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα». Δεν μιλάνε στη διαδρομή. Στα φανάρια σφίγγεται να μην κλάψει. Θυμάται τις εκδρομές τους στη θάλασσα τότε που είχε αγοράσει το «βάτραχο».
Τα νέα από την κλινική είναι άσχημα. Γυρίζουν σπίτι. Εκείνος θα την αλλάξει όπως πάντα. Θα την πλύνει, θα της φορέσει καθαρή πάνα, θα της δώσει το γιαούρτι της όπως κάθε βράδυ. Θα περπατήσει ως τον ξύλινο παλιό μπουφέ. Θα ανοίξει το δεξί ντουλάπι. Θα πάρει στα χέρια του το παλιό γερμανικό Λούγκερ των 9 χιλιοστών. Εδώ παραδίπλα στη Βάρη είναι η Βάρκιζα. Αυτός δεν παρέδωσε ποτέ το όπλο του. Σαν να ήξερε πως κάποτε θα του χρειαστεί για κάτι άλλο, πάντως όχι για να σκοτώνει αγνώστους. Θα δουλέψει; Έχει να το χρησιμοποιήσει από τον πόλεμο. Γερμανικό μηχάνημα. Αξιόπιστο. Φτιάχτηκε για να σκοτώνει.
Ο κύριος ιατροδικαστής έφτασε. Το πόρισμά του πέραν πάσης αμφισβήτησης. Η πόρτα δεν είχε παραβιαστεί. Δεν υπήρχαν ίχνη ληστείας. Διπλή αυτοκτονία. Εκείνη διαμπερές τραύμα στο στήθος. Ο καρκίνος νικήθηκε. Εκείνος δίπλα της, αγκαλιά, με φονικό τραύμα στο κρανίο. Σημείωμα : «Όχι πια βάρος». Ώρα συμβάντος 22.00 … η ίδια με το χαλασμένο ρολόι.
Το αγγελτήριο θανάτου θυροκολλήθηκε. Αυτός, αυτή, ηλικίες. 90 ετών. 80 ετών. Ο υιός, τα εγγόνια, οι λοιποί συγγενείς. Οι εργάτες της εταιρείας υδρεύσεως θα συνεχίσουν να τρυπάνε το οδόστρωμα με τα εργαλεία τους ανυπόμονοι να σχολάσουν. Τα παιδιά χαρούμενα κι αθώα θα συνεχίσουν να παίζουν με τη μπάλα. Το τρίκυκλο θα περάσει κι απόψε για το μεροκάματο. Οι νεραντζιές που δεν μπορούν να μιλήσουν θα συνεχίσουν το χορό στον αέρα του Δεκέμβρη.
Το μόνο που μπορεί να αλλάξει είναι ότι ίσως βρεθεί κάποιος άσημος γραφιάς στην άλλη άκρη της πόλης που θα βρει να γράψει δυο λόγια για αυτούς.
*Το κείμενο είναι από το blog του Kospanti