Blue Jasmine
Του Γεράσιμου Χαριτόπουλου Αν δεν υπήρχε ο Woody Allen, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Ένας σκηνοθέτης, που κατ’ ουσίαν δεν σκηνοθετεί. Ή έτσι δείχνει. Στις ταινίες του παρακολουθείς, χωρίς κράχτες και ενοχλητικούς μεσάζοντες, ζωές: με τα σκαμπανεβάσματά τους, τις σχεδόν κωμικές αλλά και λιγότερο νόστιμες στιγμές τους χωρίς τις φασαριόζικες υπερβολές στις οποίες μας έχει […]
Του Γεράσιμου Χαριτόπουλου
Αν δεν υπήρχε ο Woody Allen, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Ένας σκηνοθέτης, που κατ’ ουσίαν δεν σκηνοθετεί. Ή έτσι δείχνει. Στις ταινίες του παρακολουθείς, χωρίς κράχτες και ενοχλητικούς μεσάζοντες, ζωές: με τα σκαμπανεβάσματά τους, τις σχεδόν κωμικές αλλά και λιγότερο νόστιμες στιγμές τους χωρίς τις φασαριόζικες υπερβολές στις οποίες μας έχει συνηθίσει το αμερικανικό σινεμά. Άλλωστε η ίδια η ζωή, αν την αφήσεις απείραχτη σου φυλάει τις μεγαλύτερες συγκινήσεις. Αρκεί να την ακούσεις, σαν κάνεις απόλυτη ησυχία.
Η μόνη παρέμβαση που μπορείς να πεις ότι από τις πρώτες κιόλας ταινίες του σε περιμένει, πιστή στο ραντεβού; Όλα αυτά δίνονται με μιαν απαράμιλλη τζαζ διάθεση που επιτρέπει να απορροφηθείς από όσα βλέπεις στο πανί, συχνά σε καταιγιστικό τέμπο, να συμβαίνουν σε άλλους κοινούς και κατατρεγμένους θνητούς. Τρέχοντας μαζί, να προλάβετε τους ρυθμούς των ζωών τους.
Στη γλυκόπικρη “Blue Jasmine”, συμβαίνει ακριβώς αυτό. Παρακολουθείς τη ζωή μιας γυναίκας που τα έχασε όλα. Μαζί και ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της προσωπικότητάς της, που το ψάχνει σε χάπια, αλλεπάλληλα μαρτίνι και άλλα μαγικά τρικ που θα μπορούσαν από κάπου να της εμφανίσουν τα χαμένα κομμάτια του παζλ. Κατά πρώτο λόγο, βλέπεις την ανώμαλη προσγείωσή της από την “καλή κοινωνία” στον άχαρο, ρυπαρό, κουραστικό, ψυχοφθόρο κόσμο των καθημερινών ανθρώπων.
Δεν μπορείς να μη νιώσεις συμπάθεια για την ηρωίδα αυτή. Τον έκπτωτο, όχι άγγελο, αλλά αμέριμνο καταναλωτή. Που από τις ακριβές λεωφόρους του Μανχάταν ξέπεσε στις φτωχογειτονιές των βιοπαλαιστών: ατελείωτων λαϊκών τύπων που πολιορκούν σαν τις μύγες γύρω από τη λάμπα την αδερφή της. Σαν να μην της έφτανε η τσουλήθρα από τον κόσμο του (πολύ) χρήματος στον πλανήτη των συνηθισμένων ανθρώπων. Οι οποίοι παρελαύνουν σε μια σειρά από έντεχνα σμιλευμένους “δεύτερους” χαρακτήρες που ουκ ολίγες φορές κλέβουν την παράσταση, αποσπούν για λίγο το βλέμμα από τη, χαρισματική όπως και να την κάνεις, πρωταγωνίστρια: το καλό, τακτοποιημένο πλην σεξουαλικά στερημένο παιδί στο πρόσωπο του οδοντιάτρου-εργοδότη της, ο λαϊκός οικοδόμος, πρώτος άντρας της αδερφής της που θα αναδειχθεί σε ένα βαθιά τραγικό, ανθρώπινο πρόσωπο στη ροή της ταινίας – ίσως πιο τραγικό και από την ίδια τη Jasmine -, ο επόμενος σύντροφος της εξαρτημένης από μια ανδρική παρουσία δίπλα της αδερφής, μονίμως μουντζουρωμένος από τον ημερήσιο κάματο αλλά γεμάτος καθαρά, απαστράπτοντα αισθήματα. Και άλλοι, πολλοί, τόσο προσεκτικά πλασμένοι, τόσο αντιφατικοί – τη μια τους φοβάσαι, στις εκρήξεις τους, την άλλη θες να τους νοιαστείς, σαν τους παίρνουν τα κλάματα – που θα μπορούσαν να κάθονται, πραγματικοί, στο κάθισμα δίπλα.
Η όλη πλοκή, εξέλιξη και κορύφωση της ταινίας, πλήρως αντιηρωική. Ηρωικά αντιηρωική. Δεν έρχεται το ρημάδι το happy end, στο οποίο τόσο μας έχουν εθίσει αμέτρητες δημιουργίες του αμερικανικού κινηματογράφου. Όπως πολλές φορές δεν έρχεται στις Jasmine του κόσμου τούτου. Και η ταινία σε αφήνει με μια γλυκιά αίσθηση ζωής. Ελάχιστα φιλτραρισμένης από τον δημιουργό της, τόσο, όσο χρειάζεται για να βγεις από τη σκοτεινή αίθουσα σιγοτραγουδώντας το Blue Moon.