Brain drain, who’s to blame?
Τρεις φοιτητές μοιράζονται τις σκέψεις τους για την εργασία στο εξωτερικό και εξηγούν πώς η πανδημία αλλάζει τα δεδομένα
Λέξεις: Άρτεμις Ματζάρη
Ο δημοσιογράφος Paul Marshall της Guardian αναφέρει πως «τα πανεπιστήμια λειτουργούν ως καθρέφτες και όχι ως ηλιακά πάνελ, παίρνουν τα καλύτερα και πιο φωτεινά μυαλά και τα ανακλούν ξανά, αντί να τα απορροφήσουν και να τα μετατρέψουν σε χρήσιμη ενέργεια και αξία για την τοπική οικονομία». Το ξέσπασμα της κρίσης του 2010 ,σε συνδυασμό με την σταδιακή παγκοσμιοποίηση της αγοράς και των τηλεπικοινωνιών, ενίσχυσε το κύμα μετανάστευσης των νέων για επαγγελματική αποκατάσταση, μέχρι και σήμερα. Το πιο μορφωμένο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας “αποχωρεί”. Αναζητά ευκαιρίες και αναγνώριση των ικανοτήτων του.
Το 2008-2017 έφυγαν πάνω από 467.000 Έλληνες, το 1/3 των οποίων είναι γυναίκες. Το 2013 η ανεργία ανέβηκε στα 28%,εξαιρετικά υψηλό ποσοστό για χώρα της Ε.Ε.
Ο Σίμος και ο Άλεξ είναι 22 χρονών και σπουδάζουν εφαρμοσμένη πληροφορική στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
«Γενικά, η χώρα μας δεν συνειδητοποιεί πως οι εργαζόμενοι είναι ουσιαστικά επένδυση. Στο εξωτερικό οι θέσεις εργασίας παρέχουν προνόμια που για μας είναι ουτοπικά. Εμείς δουλεύουμε με όρους εκμετάλλευσης», αναφέρει ο Σίμος.
Η Μαρία έχει ακολουθήσει τις ανθρωπιστικές επιστήμες και σε λίγο θα ολοκληρώσει τις σπουδές της στο παιδαγωγικό τμήμα του Αριστοτελείου. Αγάπα ιδιαίτερα τις νέες εμπειρίες και τις τέχνες, τις οποίες θέλει να ενσωματώσει στην μελλοντική της απασχόληση, εμπλέκοντας στα μαθήματα της το θεατρικό παιχνίδι.
«Οι νέοι μεταναστεύουν για οικονομικούς λόγους. Και ίσως για να αλλάξουν περιβάλλον, να δούνε και να ζήσουνε κάτι καινούργιο».
Τα σχέδια τους
Τα όνειρα πάντα διαφέρουν από την πραγματικότητα. Η μετακίνηση σε μια άλλη χώρα αποτελεί περίπλοκη – και γραφειοκρατική – διαδικασία.
«Το σχέδιο μου είναι να κάνω πρακτική και μετά μεταπτυχιακό, ιδανικά στη Σουηδία, ώστε να δικτυωθώ και να έχω πιθανότητα πρόσληψης. Νομίζω ότι με ένα καλό πτυχίο μπορείς να βρεις δουλειά στο εξωτερικό. Οι μισθοί είναι υψηλότεροι αλλά και η “ποιότητα ζωής” είναι σαφώς καλύτερη. Προσωπικά, θα μετακόμιζα λόγω περισσότερων ευκαιριών, δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εταιρία στο μυαλό μου. Όσο πιο γνωστή βέβαια, τόσο το καλύτερο» σημειώνει ο Άλεξ
«Δεν θα ήμουν αρνητική να το δοκιμάσω. Γνωρίζω αρκετούς που έχουν φύγει, σε ηλικίες άνω των 25 βέβαια» σχολιάζει η Μαρία.
Από την πλευρά του ο Σίμος λέει: «Ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αρκετά εύκολο να ζήσεις και να δουλέψεις σε άλλη χώρα-μέλος. Σκέφτομαι να κάνω πρώτα πρακτική, κατά προτίμηση στο εξωτερικό, ώστε να έχω μια γνώση για το πώς λειτουργεί εκεί ο τομέας του προγραμματισμού, έπειτα μεταπτυχιακό και καθώς οι προγραμματιστές είναι περιζήτητοι, θα μπορούσα εύκολα να βρω κάποια θέση. Αλλιώς, θα κάνω το καλύτερο μου δυνατό στην χώρα, να δω μέχρι που μπορώ να φτάσω κι αν δεν νιώθω ικανοποιημένος, θα επιδιώξω να φύγω».
Σημαντικό ρόλο σε κάθε δύσκολο εγχείρημα παίζει η ενδελεχής, a priori έρευνα και η προετοιμασία. Όλο και περισσότερο, το μεταπτυχιακό και η εμπειρία στο εξωτερικό συγκαταλέγονται στις απαιτήσεις των σημερινών εργοδοτών.
«Η αλήθεια είναι ότι είμαι εντελώς άσχετος. Δεν έχω ασχοληθεί, ούτε έχω ενημερωθεί», παραδέχεται ο Σίμος.
«Έχω συγγενικό πρόσωπο που σπουδάζει “έξω” και μπορεί να με βοηθήσει. Ωστόσο, ο καθένας έχει διαφορετική πορεία. Θα επιλέξω το πρόγραμμα σπουδών που με ενδιαφέρει περισσότερο και έπειτα, θα αναζητήσω εργασία βάσει των δικών μου εμπειριών και γνωριμιών» λέει ο Άλεξ
«Έχω ενημερωθεί από διάφορα σάιτ αλλά όχι με πολλές λεπτομέρειες, για να πω την αλήθεια» προσθέτει η Μαρία.
Ποιες οι επιπτώσεις του brain drain στην ελληνική κοινωνία;
Αμφιλεγόμενη παραμένει η συζήτηση για το αν και κατά πόσο η εκροή του μισού σχεδόν εκατομμυρίου ανθρώπων από την Ελλάδα την περασμένη δεκαετία είναι αρνητική. Από την μία, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη η οικονομική και κοινωνική “ζημία” του brain drain.
«Πιστεύω ότι έχει επιπτώσεις και στα δύο. Οικονομικά, σκέφτομαι την Ελλάδα σαν μία επιχείρηση που επενδύει στους νέους. Παρέχει χρηματικά κεφάλαια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την προετοιμασία τους, ωστόσο τα ικανότερα μυαλά, αντί να συνδράμουν στην οικονομία, φεύγουν στο εξωτερικό και δημιουργείται έλλειμμα στην αγορά. Και φυσικά, το να έχουν οι επιχειρήσεις αποδυναμωμένο εργατικό δυναμικό δημιουργεί αλυσιδωτή αντίδραση, μένουν “πίσω” σε τεχνογνωσία και σε επίπεδο ικανοτήτων. Κοινωνικά, πλήττεται επίσης ιδιαίτερα η χώρα, καθώς φεύγει το μορφωμένο μέρος του πληθυσμού και έτσι παραμένουμε στάσιμοι, οπισθοδρομικοί και απαισιόδοξοι» δηλώνει ο Σίμος.
Από την άλλη, εγείρεται δικαίως η υπόθεση της – ωφέλιμης – «αποσυμπίεσης» σε κλάδους εργασίας με υπερπροσφορά πτυχιούχων.
«Προσωπικά, δεν νομίζω ότι δημιουργούνται μεγάλες, αρνητικές επιπτώσεις όταν φεύγουν οι νέοι. Γιατί υπάρχουν άλλοι τόσοι στη χώρα, με τις ίδιες ικανότητες και δημιουργικές, πρωτότυπες ιδέες, οι οποίοι μπορεί να καλύψουν το κενό. Δηλαδή, μια εταιρία μπορεί να εύκολα να εντοπίσει άτομα με την κατάλληλη εξειδίκευση, καθώς πολλοί νέοι είναι άνεργοι, παρά τις ικανότητες τους» τονίζει ο Άλεξ.
Άλλα «οφέλη» συμπεριλαμβάνουν την καλύτερη κεφαλαιοποίηση των ικανοτήτων των νέων, εμπλουτισμός των βιογραφικών και των δεξιοτήτων τους και εν τέλει, ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας με τον επαναπατρισμό τους, μεταλαμπαδεύοντας γνώση και νέες τεχνολογίες στην αγορά.
Δυσκολία ενσωμάτωσης
Η απομάκρυνση από το «οικείο» και το «γνώριμο» δεν είναι εύκολη για κανέναν. Χιλιάδες νέοι, οι οποίοι μάλιστα κατάφεραν να επιτύχουν επαγγελματικά στην χώρα της επιλογής τους, επιστρέφουν στην Ελλάδα.
Η Μαρία λέει: «Πάει ανάλογα με την περίπτωση. Έχω έναν γνωστό ο οποίος ασχολείται με τα οικονομικά μιας εταιρίας στην Ελβετία και παίρνει πολύ μεγαλύτερο μισθό από ότι θα έπαιρνε αν δούλευε στην Ελλάδα, ωστόσο αναγκάζεται να μένει σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα γιατί οι τιμές στα νοίκια στην χώρα αυτή είναι εξωφρενικά υψηλές όπως και σε όλη την αγορά της Ελβετίας. Δεν τρώει έξω συχνά και μένει σε ένα πολύ μικρότερο σπίτι».
Ακόμα και σε μια ομαλή εγκατάσταση, τα «θέλω» των ανθρώπων σταδιακά αλλάζουν.
«Θεωρώ ότι θα ανταπεξέλθω μια χαρά στη μετάβαση, ειδικά όταν συνηθίσω την ρουτίνα της δουλειάς και δημιουργήσω κάποιες φιλίες. Θα ήθελα όμως να ξαναγυρίσω αν και όταν κάνω οικογένεια. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι μακριά από την οικογένεια σου και τους φίλους σου σε αυτό το εγχείρημα» λέει από την πλευρά του ο Άλεξ
Μετά την πανδημία;
Η πανδημία του κορονοίου έστρεψε την εκπαιδευτική και επαγγελματική δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Το φαινόμενο της νεοεμφανιζόμενης τηλεργασίας αυξήθηκε. Εργαζόμενοι από όλο το κόσμο δουλεύουν, αρθρογραφούν, συμβουλεύουν, διδάσκουν και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εξ’αποστάσεως. Οι λεγόμενοι «νομάδες εργασίας» έχουν ενταχθεί δυναμικά στο χώρο. Εργάζονται σε διαφορετική χώρα από αυτή που κατοικούν, ταξιδεύοντας παράλληλα σε όλο το κόσμο.
«Θα με ενδιέφερε ιδιαίτερα κάτι τέτοιο. Και θεωρώ πως είναι το μέλλον, όχι μόνο της πληροφορικής, αλλά και όλων των κλάδων. Κρύβει όμως με την σειρά του άλλες παγίδες. Οι μεγάλες εταιρίες θα μονοπωλήσουν εργαζόμενους με υψηλό επίπεδο ικανοτήτων. Θα μειωθούν βέβαια οι μετακινήσεις και τα καυσαέρια, γενικότερα η μόλυνση του περιβάλλοντος. Πρέπει να εξετασθεί ως εναλλακτική» εξομολογείται ο Σίμος.
«Η μονιμότητα με τρομάζει. Αν εργαζόμουν στο εξωτερικό μόνιμα, θα ερχόμουν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο στην Ελλάδα. Η καραντίνα απέδειξε πως αυτά τα προβλήματα είναι διαχειρίσιμα, καθώς όλα λειτούργησαν με ικανοποιητικό τρόπο διαδικτυακά. Ακόμη, έχει γίνει ευκολότερη η μετακίνηση μεταξύ χωρών και η άμεση επικοινωνία με όλο το κόσμο, μιας που οι περισσότεροι μιλούν αγγλικά και αυξάνεται η συνδεσιμότητα στο ίντερνετ. Στην ουσία, οι αποστάσεις “μηδενίζονται”» λέει ο Άλεξ.
Το 2020 ονομάστηκε στην Ιταλία «η χρονιά της επιστροφής» καθώς μεγάλο ποσοστό μεταναστών επέστρεψαν και εργάστηκαν εξ’αποστάσεως από την μόνιμη κατοικία τους. Παράλληλα συμμετείχαν σε αναπτυξιακές για την χώρα δράσεις, προσφέροντας την γνώση και την εμπειρία τους. Σύμφωνα με την Ιταλική κυβέρνηση, η συνθήκη είναι μόνο προσωρινή. Ένα μέτρο που προτείνεται είναι χαρτογράφηση και εγκατάσταση δημόσιων χώρων με ισχυρό και δωρεάν δίκτυο ίντερνετ, ώστε να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Λύσεις και πρωτοβουλίες
Οι πρωτοβουλίες του κράτους για την αντιμετώπιση του brain drain συνεχίζουν αποδεικνύονται ως τώρα «ανεπαρκείς». Τα φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα σε επαναπατριζόμενους και σε εταιρίες που προσλαμβάνουν ή ιδρύονται από αυτούς αποτελεί μια καλή πρωτοβουλία, δεν εξετάζει όμως άμεσα τις πρωταρχικές αιτίες.
«Κατά την διάρκεια της κρίσης, ακούγαμε στα οικογενειακά τραπέζια ότι “δεν έχουμε ελπίδες πλέον, μας έχουν καταστρέψει, δεν έχουμε μέλλον…”. Έτσι, από μικρός αρχίζεις να λες «ωραία, να πάω στο εξωτερικό, αφού είναι έτσι η κατάσταση στην Ελλάδα».
Το εξαιρετικό εκπαιδευτικό επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αδυνατεί να συνδεθεί με τις απαιτήσεις του χώρου ενώ δημιουργείται μια αίσθηση “απαξίωσης” των ικανοτήτων των νέων, λόγω της έλλειψης ευκαιριών στην ειδικευμένη εργασία.
«Είναι θέμα έλλειψης τεχνογνωσίας ή εξοπλισμού. Γενικά, έχουμε μείνει λίγο πίσω σαν χώρα και γι’ αυτό πολλά παιδιά έφυγαν στο εξωτερικό για να εξελιχθούν . Ίσως σε αυτό το τομέα, η πανδημία “βοήθησε”. Πολλές επιχειρήσεις προσέλαβαν πτυχιούχους πληροφορικής ώστε να φτιάξουν τις ιστοσελίδες για τα καταστήματα τους. Θέλω να πιστεύω πως βελτιωνόμαστε» καταλήγει ο Άλεξ.
Πράγματι, βελτιωνόμαστε άραγε;
Σίμος: «Καλό θα ήταν να γίνουν περαιτέρω οικονομικές ή κοινωνικές ενισχύσεις πριν την μετανάστευση των νέων. Να δούμε σε ποια σημεία υπολειπόμαστε ως κράτος, τα οποία τους οδηγούν στο εξωτερικό και δώσουμε έμφαση στην ανάπτυξη αυτών, ώστε να μην δημιουργείται η τάση εξαρχής».
Άλεξ: «Ίσως με επιδοτούμενα προγράμματα ή συνεργασία των πανεπιστημίων με ιδιωτικές εταιρίες. Και σίγουρα ενημέρωση του προγράμματος διδασκαλίας ώστε να είναι “up-to-standards” με τις απαιτήσεις του κάθε κλάδου στην σημερινή αγορά εργασίας, γιατί έχουμε παρατηρήσει με τους συμφοιτητές μου, πως κάποια μαθήματα θεωρούνται πλέον ξεπερασμένα στην πληροφορική ή διδάσκονται για κερδοσκοπικούς ενδεχομένως λόγους».
Σίμος: «Πρέπει οπωσδήποτε να το πάρουμε πιο σοβαρά ως φαινόμενο, να γίνει καλύτερη ενημέρωση για ευκαιρίες στην Ελλάδα και μέτρα που μπορεί να πάρει κανείς ατομικά, πριν αναγκασθεί να μεταναστέψει».
Άλλες πρωτοβουλίες που έχουν διατυπωθεί: μείωση του ψηφιακού αναλφαβητισμού (digital divide) με έμφαση τις γυναίκες, διά βίου μάθηση των εργαζομένων, αύξηση κονδυλίων για την έρευνα και την καινοτομία, έμφαση στους αναδυόμενους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας (ρομποτική, νανοτεχνολογία κ.τ.λ.)
Αύξηση παρατηρείται και στην ίδρυση κέντρων έρευνας και ανάπτυξης, όπως τα Digital Hub, Deloitte, Cisco στη Θεσσαλονίκη, Sunlight, Data Centers, Lamda Hellix στην Αθήνα και Team Viewer στα Γιάννενα. Αν και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι επαρκείς για την μείωση της ανεργίας, τα κέντρα αυτά προμηνύουν την ένταξη στην Ελλάδας στην λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση.
*Η Άρτεμις Ματζάρη είναι φοιτήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του ΑΠΘ.