Bricklayer: Ο χτίστης – υπερκατάσκοπος της Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη ως πόλη κατασκόπων σε μια ταινία τίγκα στη μπαναλιτέ, στα κλισέ, στις σικέ σεναριακές δήθεν «ανατροπές» και τις χορογραφημένες σκηνές βίας
Αν είχε σχεδιαστεί με τη διάθεση σάτιρας ή έστω παρωδίας το Bricklayer θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια τεράστια και απολαυστική ταινία συνδυασμένη με άπειρα παιχνίδια ρεπεράζ από τις δεκάδες τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης, όπου γυρίστηκε.
Και ναι, μόνο ως παρωδία ή ως σάτιρα θα μπορούσε να ειδωθεί ένας… up and running σταθμός του Μετρό με την ονομασία Πλατεία Αριστοτέλους τοποθετημένος κάπου στην… Άνω Πόλη, όπως επίσης το συμβούλιο κατασκόπων στα έγκατα της πόλης (πάλι σε κάποιον σταθμό του Μετρό το οποίο είναι λειτουργικό και up and running κανονικά και με το νόμο) ή το Δημαρχείο της πόλης μεταμορφωμένο ως… κεντρικά γραφεία της CIA (έμπνευση για Όσκαρ σε όποιον το σκέφτηκε) ή το κυνηγητό με τα αυτοκίνητα στα στενά της Άνω Πόλης ή τέλος η αντιαμερικάνικη διαδήλωση στα στενά των Άνω Λαδάδικων και του Φραγκομαχαλά, όπως επίσης και το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται σε πόλη των κατασκόπων και φιλοξενεί την τοπική σταθμάρχη της CIA σε μια καμαρούλα μια σταλιά, ένα airbnb 2Χ2.
Δυστυχώς όμως και παρά όλα αυτά τα απείρως διασκεδαστικά trivia η ταινία και ο σκηνοθέτης παίρνουν τον εαυτό τους τόσο πολύ στα σοβαρά ώστε κάπως έτσι να χάσουν σταδιακά το ενδιαφέρον του θεατή για την εξέλιξη μιας σειράς πλίνθων ατάκτως ερριμένων μέσα σε μια δήθεν περιπέτεια – κατασκοπευτική ιστορία που διαχειρίζεται.
Και είναι μια ιστορία τίγκα στην αδρεναλίνη (αυτό όχι απαραίτητα κακό αν αγαπάς τη δράση) αλλά κυρίως τίγκα στη μπαναλιτέ, στα κλισέ, στις σικέ σεναριακές δήθεν «ανατροπές» και τις χορογραφημένες σκηνές βίας.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε ο θεατής να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο… πλινθοποιός κατάσκοπος με την μοναδική αγάπη στον Μαϊλς Ντεϊβις, στη τζαζ και στους δίσκους βινυλίου Άαρον Έκχαρτ προσπαθεί να φροντίσει μια χαίνουσα πληγή από σφαίρα με μονωτική ταινία για οικοδομές ή λίγο αργότερα ο άσπονδος φίλος του και κακός της ταινίας ανάμεσα σε ένα αδιάκοπο κυνηγητό και τις δολοφονίες κάποιων δημοσιογράφων βρίσκει τον χρόνο να μιλήσει στον άλλοτε επιστήθιο φίλο του που πλέον τον κυνηγάει πάνω – κάτω σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Ακόμα και έτσι βέβαια αυτό που βλέπεις είναι μέχρι κάποιο βαθμό υποφερτό και διασκεδαστικό – πάντα με το άλλοθι της Θεσσαλονίκης ως ένα στούντιο, ως έναν χώρο δράσης που ενισχύεται σαν παρουσία ολοένα και περισσότερο στην σκέψη σου.
Όσο για το πρωταγωνιστικό δίδυμο δεν βρίσκει ποτέ την ουσιαστική χημεία μεταξύ τους κυρίως γιατί οι δύο ηθοποιοί είναι η μέρα με τη νύχτα. Από τη μια ο Άαρον Έκχαρτ είναι σοβαρός και αξιοπρεπής επαγγελματίας ηθοποιός ως… χτίστης και υπερκατάσκοπος Αμερικής, Θεσσαλονίκης και περιχώρων. Από την άλλη η Νίνα Ντομπρέφ που δεν βρίσκει ποτέ την ουσία του χαρακτήρα της, μοιάζει αμήχανη και (θα τολμήσω να πω) εντελώς ξενερωμένη με αυτό που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας.
Το ίδιο αμήχανος είναι και ο Άκης Σακελλαρίου που – όπως όλοι οι χαρακτήρες του Bricklayer – δεν θα λάβει ποτέ κάποια ουσιαστική ευκαιρία για καλύτερο και πιο δημιουργικό σεναριακό χτίσιμο αλλά θα παραμείνει λειτουργικός σε αυτό το επιφανειακό πρώτο επίπεδο στο οποίο επιλέγει συνειδητά να κινηθεί αφηγηματικά όλη η ταινία.
Έτσι κι αλλιώς όλο το Bricklayer μοιάζει σαν να βγήκε κοπιαρισμένο από την παράδοση μιας σειράς ταινιών που προσπαθούν να συνδυάσουν το μυστήριο, την δράση, την αδρεναλίνη χωρίς ποτέ ουσιαστικά να κλείνει το μάτι στο θεατή, με ακατάσχετα τηλεγραφικά πλάνα στο μοντάζ, με την πρόθεση να σε διασκεδάσει μόνο με την ένταση αλλά χωρίς να παίζει ούτε στο ελάχιστο με την φαντασία σου, αν και επιλέγει, πάλι για αυτό, να στήσει μερικές από τις πιο χοντροκομμένες σκηνές δράσης και βίας που μπορεί να έχετε δει ποτέ στο σινεμά.
Ακόμα και έτσι όμως, το γεγονός ότι όλο αυτό το σύνολο γυρίστηκε στην προ fly over Θεσσαλονίκη είναι λιγότερο σουρεαλιστικό από αυτό που ζει η πόλη στη μετά fly over εποχή.