Χαλκιδική. Μας έπιασε ο πόνος!

Οι πιο παλιοί διηγούνται πως εκεί στη δεκαετία του ‘60 για να πάνε στα Μουδανιά για την καλοκαιρινή «παραθέριση» θέλανε τρεισήμισι ώρες χωματόδρομο. Φόρτωναν τα μπογαλάκια τους σε ένα ημιφορτηγό και όλα τα κουτσούβελα στην καρότσα και έφευγαν για έναν τουλάχιστον μήνα. Δεν υπήρχε πήγαινε έλα. Ήταν μια απολύτως ασύμφορη, όσο και απίστευτη ταλαιπωρία. Αλλά […]

Βάνα Χαραλαμπίδου
χαλκιδική-μας-έπιασε-ο-πόνος-46068
Βάνα Χαραλαμπίδου
1.jpg

Οι πιο παλιοί διηγούνται πως εκεί στη δεκαετία του ‘60 για να πάνε στα Μουδανιά για την καλοκαιρινή «παραθέριση» θέλανε τρεισήμισι ώρες χωματόδρομο. Φόρτωναν τα μπογαλάκια τους σε ένα ημιφορτηγό και όλα τα κουτσούβελα στην καρότσα και έφευγαν για έναν τουλάχιστον μήνα. Δεν υπήρχε πήγαινε έλα. Ήταν μια απολύτως ασύμφορη, όσο και απίστευτη ταλαιπωρία. Αλλά τα Μουδανιά, μικρό και παρθένο ψαροχώρι ήταν ένας παράδεισος, που άξιζε τον κόπο.

Στις πέντε δεκαετίες που μεσολάβησαν στις δύο από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής, – και προφανώς και στην τρίτη -, σ’ ένα από τα άλλοτε ωραιότερα μέρη της Ελλάδας έγιναν κοσμογονικές αλλαγές. Η διάνοιξη του δρόμου, αρχικά για την Κασσάνδρα και αργότερα για τη Σιθωνία ήρθε σαν θαύμα που εξασφάλιζε πρόσβαση στις πιο υπέροχες παραλίες. Οι Θεσσαλονικείς, πολλοί βορειοελλαδίτες αλλά και ρέκτες από όλη τη χώρα, φυσικά και ξένοι, ανακάλυψαν σιγά – σιγά τον επίγειο παράδεισο με τα κρυστάλλινα νερά, τις πεντακάθαρες αμμουδιές, τους κρυμμένους όρμους, τα ψαροχώρια, έστηναν τη σκηνή τους στην έρημη παραλία του Αρμενιστή αφήνοντας το αυτοκίνητο ψηλά στη δημοσιά, γιατί η πρόσβαση ήταν απολύτως προβληματική για τροχοφόρα, έβρισκαν τον παράδεισο στις Καβουρότρυπες, απολάμβαναν το πιο φρέσκο ψάρι στον προσφυγικό Νέο Μαρμαρά… Αληθινή Εδέμ.

Κι ύστερα ήρθε η λαίλαπα της λεγόμενης «ανάπτυξης». Σαν τα μανιτάρια άρχισαν να ξεφυτρώνουν στην Κασσάνδρα οι βίλες δίπλα στο κύμα. Να και οι «μεζονέτες» σε αντιαισθητικές σειρές. Όρμησαν και οι διάφοροι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί με τα δικά τους κακουργήματα φράζοντας τον αιγιαλό. Από δίπλα πλάκωσε η λαίλαπα των εργολάβων και των πανταχού παρόντων καταπατητών, απαίδευτοι ντόπιοι ανήγειραν εξαμβλώματα με rooms to let, rent car, και άλλα σε άπταιστα χαλκιδικιώτικα, κακόγουστα κατασκευάσματα παρίσταναν τις ψαροταβέρνες, τα café, τα θορυβώδη μπαρ, τις απείρου κάλλους ντίσκο με διακόσμηση Φαρ Ουέστ μέσα στο πουθενά, οι παράνομες οικοδομές πολλαπλασιάστηκαν μέσα στο δάσος, οργίασαν οι υπομηχανικοί με τα διώροφα κουτιά, η αποψίλωση της ομορφιάς έγινε πλέον φυσική κατάσταση, οι εξόφθαλμα παράτυπες οικοδομικές άδειες πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο, – η αρμόδια πολεοδομία ασφαλώς έβγαλε αρκετούς εκατομμυριούχους -, νομιμοποιήθηκε η αναίσχυντη οικοδόμηση μεγαθηρίων ξενοδοχείων ακόμη και επάνω σε αρχαιολογικούς χώρους τεράστιας σημασίας με τις ευλογίες της χούντας, που κόπτονταν για την «τουριστική ανάπτυξη», ακολούθησε το ξεπούλημα των οικοπέδων της ανεξάντλητης και ανεξέλεγκτης εκκλησιαστικής περιουσίας για να οικοδομηθούν απόρθητα συγκροτήματα, που πλήγωναν τα μάτια και το περιβάλλον, ήρθε και το καζίνο, απαραίτητο αξεσουάρ σε κάθε ξιπασμένο νεόπλουτο που σέβεται τον εαυτό του – αυτό μας μάρανε -, κάποιοι εκεί αποφάσισαν ότι είχαν βρει το μήνα που θρέφει τους δώδεκα και ανέβασαν τις τιμές στα ύψη, ησυχία δεν υπήρχε πια πουθενά, εκατοντάδες – χιλιάδες αποχετεύσεις έριχναν και ρίχνουν το περιεχόμενό τους στη θάλασσα, οι αλλεπάλληλες τρομερές πυρκαγιές, έργο βέβηλων δραχμοφονιάδων, αποτελείωσαν το μαγικό φυσικό περιβάλλον, με το μποτιλιάρισμα τα Σαββατοκύριακα ήθελες πάλι τρεισήμισι ώρες για να επιστρέψεις στην πόλη…

Ρημάχτηκε η Χαλκιδική με τη συνδρομή όλων. Είναι να απορείς πως ακόμη τα νερά της δεν βγήκαν ακατάλληλα για κολύμπι. Όσο για την ομορφιά της αυτή σώθηκε στις παλιές φωτογραφίες μόνο. (Και σ’ εκείνη την ομορφιά ασφαλώς και θα ήταν αδιανόητο να μιλάει κανείς για μεταλλεία).

Αλλά, τώρα μας έπιασε ο πόνος για τη Χαλκιδική. Τα μεταλλεία χρυσού, αυτά μας φταίνε. Θα καταστρέψουν, λέει, το περιβάλλον. Αυτό που κάψαμε και ξανακάψαμε, αυτό που καταπατήσαμε, αυτό που το γεμίσαμε αυθαίρετα και βόθρους, αυτό που τσιμεντώσαμε αλύπητα, αυτό που από επίγειος παράδεισος έγινε μια αληθινή κόλαση. Γι αυτό πρέπει όλοι να βγούμε στους δρόμους και να φωνάξουμε. Να διαδηλώσουμε! Το ζητάει ο Σύριζα και οι Οικολόγοι, τοπικοί δημοτικοί άρχοντες και επαγγελματίες συνδικαλιστές! Αυτοί ξέρουν, έχουν ευαισθησίες…, έχουνε αληθινό πόνο για τη Χαλκιδική.

(Η τελευταία φράση δεν γράφεται γιατί εμπίπτει στον περί Τύπου νόμο. Αλλά είναι εύκολο να τη φανταστεί κανείς).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα