Parallax View

Χαμένος

Του Γρηγόρη Βιόπουλου Είχε πολλή δουλειά εκείνη την ημέρα. Σαν να τα μοίραζαν τα βιβλία. Τύχαινε καμιά φορά. Και όταν τύχαινε τον κούραζε. Λίγοι ήξεραν τι έψαχναν και κυρίως γιατί. Οι περισσότεροι αγόραζαν το βιβλίο που είχαν δει στην τηλεόραση ή ως ταινία στο σινεμά ή στο σπίτι ενός φίλου. Τους βαριόταν. Τον έκαναν να […]

Parallaxi
χαμένος-13602
Parallaxi
bar.jpg

Του Γρηγόρη Βιόπουλου Είχε πολλή δουλειά εκείνη την ημέρα. Σαν να τα μοίραζαν τα βιβλία. Τύχαινε καμιά φορά. Και όταν τύχαινε τον κούραζε. Λίγοι ήξεραν τι έψαχναν και κυρίως γιατί. Οι περισσότεροι αγόραζαν το βιβλίο που είχαν δει στην τηλεόραση ή ως ταινία στο σινεμά ή στο σπίτι ενός φίλου. Τους βαριόταν. Τον έκαναν να αισθάνεται ότι δούλευε σε σούπερ μάρκετ. Τέλειωσε τη βάρδια του στις έξι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τι ήθελε να κάνει. Δεν είχε παρέα. Οι δυο πιο στενοί του φίλοι ήταν εξαφανισμένοι το τελευταίο διάστημα. Ο ένας με τη σχέση του, ο άλλος με τις δουλειές του. Ήδη περιδιάβαινε το κέντρο της πόλης χωρίς σκοπό. Τον εκτόνωνε το περπάτημα, μετά τον εγκλωβισμό στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου για οκτώ ώρες. Και τον θεωρούσαν και τυχερό, γιατί οι περισσότεροι δούλευαν part time. Δεν ήξερε τι προτιμούσε, το χρόνο ή τα χρήματα. Τα χρήματα τόσα που ήταν δεν άξιζαν. Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να ζητήσει να δουλεύει λιγότερες ώρες. Καλύτερα να έχει ελεύθερο χρόνο, παρά να δουλεύει για λεφτά, που έτσι κι αλλιώς δεν του επέτρεπαν να κάνει πολλά. Ήθελε να τα βροντήξει όλα και να φύγει. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Αυτή η κοπέλα από τη δουλειά. Τον είχε ζαλίσει. Να βγουν, να πάνε σινεμά. Δε γούσταρε. Προτιμούσε το ραντεβού του με τον υπολογιστή του. Σκεφτόταν αν έπρεπε απλά να της το πει ότι δεν του αρέσει. Στάθηκε μπροστά σε μια βιτρίνα με ρούχα. Είχε να πάρει καινούριο ρούχο πάνω από χρόνο. Μια κοπέλα βγήκε από το μαγαζί κρατώντας τσάντες και μιλούσε δυνατά στο κινητό γελώντας. Θα πήγαινε να πιει μια μπύρα. Αυτό ήθελε να κάνει. Γιατί όχι, χωρίς παρέα. Ήθελε να πιει μια μπύρα. Μπήκε σ’ ένα μπαρ που σύχναζε παλιότερα. Δεν γνώριζε κανέναν. Κάθισε στο μπαρ. Παρήγγειλε. Όσο έπινε τη μπύρα του, θέλησε να κάνει ένα τσιγάρο. Χωρίς να το σκεφτεί έστριψε ένα και το άναψε. Τότε ένα κορίτσι από τη διπλανή παρέα, του είπε ότι απαγορεύεται το κάπνισμα, και δείχνοντας το πακέτο με τον καπνό σχολίασε ότι κάπνιζε ακόμα την ίδια μάρκα. Και τη θυμήθηκε. Παλιά γκόμενα. Ήταν εκεί με το φίλο της. Άρχισαν να μιλάνε. Είπε ψέμματα για όλα. Για τη δουλειά του, για το σπίτι του, για τις διακοπές του, ακόμα και για το ραντεβού που του ακύρωσε τελευταία στιγμή ο κολλητός του και έτσι είχε μείνει μόνος να πίνει μπύρες. Γέλασαν. Έφυγε μετά από λίγο. Αισθανόταν άσχημα που δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Πάντα αισθανόταν άσχημα όταν έπρεπε να πει την αλήθεια. Επινοούσε δεδομένα που τον διευκόλυναν περισσότερο και χρησιμοποιούσε αυτά. Σ’ αυτήν δεν είχε μπορέσει να πει ότι είχε βαρεθεί το σεξ μαζί της. Της είχε πει ότι υπήρχε κάποια άλλη. Από την προηγούμενη δουλειά του, είχε φύγει λέγοντας ότι θα πήγαινε στο εξωτερικό να συνεχίσει τις σπουδές του. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ανέχεται πλέον τα ηλίθια αστεία του αφεντικού του ούτε να παριστάνει ότι μπορεί να είναι φιλαράκι με έναν μαλάκα που είχε τρεις μήνες να τον πληρώσει. Συνέχισε τη βόλτα του στην πόλη μέσα σε μια ανησυχία. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι. Δεν μπορούσε. Ένιωθε ότι χρειαζόταν να πάρει μια απόφαση για το αύριο. Για το τώρα. Πώς θα συνέχιζε τις μέρες του; Κάθισε σ’ένα παγκάκι μέσα σ’ ένα πάρκο που βρέθηκε στο δρόμο του. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Στο βάθος ακουγόταν ο βόμβος της κίνησης των αυτοκινήτων. Δεν υπήρχε κανείς άλλος σ’ εκείνο το σημείο. Προσπάθησε να ηρεμήσει πίνοντας τη μπύρα που είχε πάρει από το περίπτερο. Δεν ήταν πολύ κρύα, σκέφτηκε. Δεν του άρεσε. Ετοιμάστηκε να φύγει, όταν από το βάθος του δρόμου που διαπερνούσε το πάρκο, ακούστηκαν βήματα, ήχος από γυναικεία τακούνια. Η κοπέλα πέρασε βιαστικά χωρίς να τον προσέξει. Η σιλουέτα της ήταν πολύ θελκτική. Είχε πολύ καιρό να αισθανθεί ένα γυναικείο σώμα, σκέφτηκε. Καθώς η κοπέλα απομακρυνόταν, σηκώθηκε και άρχισε να την ακολουθεί από απόσταση. Ξαφνικά μέσα από τους θάμνους που βρίσκονταν στο πλάι του δρόμου, πετάχτηκε μια αντρική φιγούρα, άρπαξε την κοπέλα, η οποία πρόλαβε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή, και την τράβηξε πίσω από τους θάμνους. Μετά κρατώντας μάλλον την τσάντα της ο άντρας άρχισε να τρέχει. Έτρεξε πίσω του γρήγορα, κατάφερε να τον φτάσει και τον τράβηξε δυνατά από την μπλούζα ρίχνοντάς τον κάτω. Έπεσε πάνω του αρπάζοντας την τσάντα με το ένα χέρι και κρατώντας τον λαιμό του με το άλλο. Ήταν ένα νεαρό αγόρι αρκετά δυνατό. Με μια κίνηση τον πέταξε από πάνω του και εξαφανίστηκε, καθώς ήδη ακούγονταν πίσω τους οι φωνές της κοπέλας και οι σειρήνες της αστυνομίας. Έτσι όπως ήταν με την τσάντα στα χέρια, σηκώθηκε. Στάθηκε για μια στιγμή και μετά το’ βαλε στα πόδια. Στους αστυνομικούς δεν μπόρεσε να πει την αλήθεια. Η κοπέλα δεν είχε καταλάβει τίποτα από τη συμπλοκή του με τον νεαρό.  Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα τον πίστευε ότι δεν της είχε επιτεθεί αυτός. Δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτός ο δράστης. Θα ήταν μάταιο. Τον είχαν πιάσει μετά από μια μικρή καταδίωξη με την τσάντα της στα χέρια του. Ό,τι και να’ λεγε ήταν χαμένος.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα