Χειροκροτήματα
του Άκη Δήμου Δεν έχω καταλάβει πολλά ακόμα από το έργο αλλά είμαι σε δρόμο, λέει η Φρίντα, ξεπλένοντας ένα μπρόκολο κάτω απ’ τη βρύση και ραντίζοντας τη γύρω περιοχή σαν το εν Ιορδάνη. Πάντως είναι γερός συγγραφέας ο Ζενέ, δεν είναι; Η ερώτηση πέφτει στο μωσαϊκό της κουζίνας και σκάει χωρίς ήχο. Αν […]
του Άκη Δήμου
Δεν έχω καταλάβει πολλά ακόμα από το έργο αλλά είμαι σε δρόμο, λέει η Φρίντα, ξεπλένοντας ένα μπρόκολο κάτω απ’ τη βρύση και ραντίζοντας τη γύρω περιοχή σαν το εν Ιορδάνη. Πάντως είναι γερός συγγραφέας ο Ζενέ, δεν είναι; Η ερώτηση πέφτει στο μωσαϊκό της κουζίνας και σκάει χωρίς ήχο. Αν είχα κουράγιο (και κέφι), θα της έλεγα ότι οι «γεροί» συγγραφείς θέλουν και “γερούς” ηθοποιούς. Δεν παίζονται έτσι οι «Δούλες», επειδή τρία (συμπαθητικά κατά τα άλλα) κορίτσια, άρτι αποφοιτήσαντα από μια Δραματική, αποφάσισαν να συνεταιριστούν προς επιφοίτηση των κατοίκων της πόλης. Αλλά δεν έχω κουράγιο (ούτε κέφι). Έχω μόνο ένα βασανιστικό πονοκέφαλο, που τα θεατρικά σχέδια της Φρίντας τον εντείνουν. Καταπίνω βουβός στη ζούλα δυο ντεπόν, παίρνω διακριτικά το μπρόκολο – αγιαστούρα απ’ τα χέρια της και το ρίχνω στην κατσαρόλα. Συγκατάβαση – παύση.
Κρίμα, λέω, να κόψω τη φόρα της. Στο κάτω κάτω, είναι η πρώτη φορά που δείχνει δοσμένη κάπως σε κάτι – κρίνοντας κι απ’ το πάθος της στο μούλιασμα του μπρόκολου – αν εξαιρέσουμε μερικές αλήστου μνήμης παιδικές παραστάσεις, στις οποίες κατά καιρούς εμφανίζεται. Συνεχίζω, λοιπόν, να κάνω τουμπεκί, αφού, το ξέρω, αν συνεχίσω την κουβέντα θα μαλώσουμε. Θα μου πει ότι την ειρωνεύομαι, ότι αρκετά με τον σκεπτικισμό μου, ότι τώρα είναι ώρα για δράση και, εν πάση περιπτώσει, δεν καταλαβαίνει γιατί σαμποτάρω έτσι κυνικά μια ποιοτική προσπάθεια. Θα της απαντήσω ότι το επίθετο «ποιοτικός» μ’ ανατριχιάζει (έχει καταντήσει, εξάλλου, κενό νοήματος) κι ότι η δράση δεν αποκλείει ούτε τη σκέψη ούτε τη γνώση, αντιθέτως τις προϋποθέτει. Ούτε είναι αρκετή η ορμή και η τόλμη, χρειάζεται –τι να λέμε τώρα – και μια κάποια μελέτη (λέξη η οποία ανατριχιάζει τη Φρίντα). Κι ότι για να βρεθείς πάνω σε μια σκηνή και να αναγκάσεις και τους άλλους να (πληρώσουν για να) σε δουν δεν αρκεί μόνο η φιλοδοξία σου, χρειάζεται και στόχος μια στάλα ευρύτερος από το «να βρούμε ένα έργο με δυο τρία πρόσωπα…» (κι αν δεν βρούμε, να κοψοράψουμε επιπόλαια ένα με περισσότερα). Χρειάζεται ένα βάσανο κι ένας μόχθος, μια αγωνία βαθύτερη που έχει να κάνει με αδιάκοπες ανασκαφές για να συνδεθείς μ’ ό,τι υπήρξε πριν από σένα και να συντονιστείς μ’ ό,τι συμβαίνει ταυτόχρονα με σένα τριγύρω. Χρειάζεται ένας διαρκής έλεγχος των κινήτρων σου (μπορώ να ζήσω χωρίς το θέατρο; Έχω πράγματι κάτι να πω μέσα απ’ αυτό;), χρειάζεται (πες το, επιτέλους!) ταλέντο και γερό ένστικτο για να επιχειρήσεις (αν είναι) το άλμα τη σωστή στιγμή κάνοντας σκόνη όλα τα βολικά άλλοθι που κατά καιρούς ξεφουρνίζουμε (μέχρι πότε θα επικαλούμαστε τη ρημαδοκρίση για να δικαιολογήσουμε την ευκολία των επιλογών μας;). Θα της απαντούσα επίσης, τώρα μάλιστα που ο πονοκέφαλός μου δείχνει να υποχωρεί, ότι αυτό που πλασάρεται εδώ και καιρό συστηματικά και, όχι λίγες φορές, με αναίδεια, ως εύκολο (να γράψεις, να παίξεις, να σκηνοθετήσεις) στην πραγματικότητα είναι ένας μικρός Γολγοθάς που οφείλεις να τον ανεβαίνεις μ’ ανοιχτά μάτια κι όχι τυφλωμένος από τις αντανακλάσεις του ναρκισσισμού σου. Δεν κερνάει εύκολα σοκολατάκια η Μούσα και, το πιο βέβαιο, δεν κερνάει τον καθένα. Δεν μιλάμε εδώ για μια μοναχική πτήση στο θολό ορίζοντα της άγνοιάς σου αλλά για συνεχείς, όλο και πιο μακρινές αναχωρήσεις με όλο το πλήρωμα σε ετοιμότητα προς μια κατεύθυνση που δε φτάνει να την ονειρεύεσαι, πρέπει και να μπορείς να τη χαράξεις. Καμία σχέση δηλαδή με ξεπατικωτούρες και λόγια που απλώς εκφωνούνται χωρίς βάρος. Αλλά σωπαίνω, όπως σωπαίνω συχνά όταν δεν θέλω να στενοχωρήσω κάποιον, παρόλο που ξέρω ότι, πολλές φορές, είναι ευλογία να βρεθεί κάποιος στο δρόμο σου πρόθυμος να σε στενοχωρήσει για να πας παρακάτω. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτομαι μασώντας στοχαστικά μια παρανυχίδα, θα πάω σ’ αυτές τις συφοριασμένες «Δούλες» – που δεν θα είναι ακριβώς οι «Δούλες» του Ζενέ, σπεύδει να μου ξεκαθαρίσει η Φρίντα, αλλά μια άσκηση πάνω στις «Δούλες» του Ζενέ, δήλωση που με αποσβολώνει ακόμα περισσότερο. Για να μην πληρώσουμε δικαιώματα, καταλαβαίνεις. Καταλαβαίνω; Δεν είμαι σίγουρος. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι, αν δεν πάω, η Φρίντα θα με επικηρύξει ως εχθρό των προσπαθειών της, που (επιμένει να πιστεύει ότι) ταυτίζονται με τις προσπάθειες του ελληνικού θεάτρου, το οποίο, μέσα σ’ αυτό το ασυνάρτητο, ασύντακτο και χαοτικό παρόν που βράζουμε όλοι, το υπηρετούν αναρίθμητες ευκαιριακές θεατρικές ομάδες, σε αναρίθμητους μη θεατρικούς χώρους, με αναρίθμητους μη θεατρικούς όρους. Απλήρωτοι, ανασφάλιστοι, απαίδευτοι. Εκπαιδευόμαστε, άλλωστε, εδώ και καιρό να μαθαίνουμε ότι δεν είναι απαραίτητη η εκπαίδευση στο θέατρο, σημασία έχει να ‘χεις προπληρώσει εγκαίρως τη συνδρομή σου στα Μέσα (και οι μικρές έχουν κάτι άκρες σε δυο τρία ραδιόφωνα). Κάθομαι στην πόρτα της κουζίνας και αναρωτιέμαι αν η Φρίντα ξέρει ή, έστω, υποψιάζεται το ελάχιστο απ’ όλ’ αυτά. Κι αν θα καταλάβει κάτι μετά την «άσκηση πάνω στις Δούλες του Ζενέ» ή θα παραμείνει συνδεδεμένη με το σύμπαν της λησμονιάς σ’ αυτήν την χιλιοταλαιπωρημένη από λογής οπισθοδρομήσεις πόλη, όπου διάφοροι μιλούν ανέμελα για «θεατρική άνθιση» πλαστογραφώντας συστηματικά αυτό που πραγματικά συμβαίνει, δοκιμάζοντας τις αντοχές ενός εξ ορισμού μικρού κοινού και αναγορεύοντας σε φρέσκο εκείνο που έχει εν τη γενέσει του ψιλομουχλιάσει. Στο μεταξύ, τόση ώρα, το μπρόκολο έχει παραβράσει, σκατά θα βγει το ογκραντέν.-
*H εικόνα είναι από την παράσταση “Οι Δούλες” που ανέβηκε πέρυσι το καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη με τις Κέιτ Μπλάνσετ και Ιζαμπέλ Υπέρ, σε σκηνοθεσία Μπενεντικτ Άντριους και σε διασκευή Άντριου Άπτον (εικόνα: Λίζα Τομασέτι).