Χωρίς εγγύηση
του Γρηγόρη Βιόπουλου Αισθάνομαι ένα ρομπότ. Μια μηχανή που προσπαθεί να μοιάσει σ’ έναν άνθρωπο, που έχει ως ιδανικό. Πολύ αταίριαστο για μια μηχανή να έχει ιδανικά. Τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτά σκεφτόταν, καθώς είχε τελειώσει ένα αρθράκι που διάβαζε on line για τις τεχνολογικές εξελίξεις στη ρομποτική και ετοιμαζόταν για έναν δεύτερο καφέ. Είχε […]
του Γρηγόρη Βιόπουλου
Αισθάνομαι ένα ρομπότ. Μια μηχανή που προσπαθεί να μοιάσει σ’ έναν άνθρωπο, που έχει ως ιδανικό. Πολύ αταίριαστο για μια μηχανή να έχει ιδανικά. Τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτά σκεφτόταν, καθώς είχε τελειώσει ένα αρθράκι που διάβαζε on line για τις τεχνολογικές εξελίξεις στη ρομποτική και ετοιμαζόταν για έναν δεύτερο καφέ. Είχε ζητήσει άδεια από τη δουλειά και είχε όλη τη μέρα στη διάθεσή του. Απλά δεν ήξερε τί είχε διάθεση να κάνει.
Πολλοί θα το ζήλευαν αυτό. Τόσο ελεύθερο χρόνο. Τόσες επιλογές. Τίποτα και κανείς δεν εξαρτιόταν απ’ αυτόν. Όλα θα συνέχιζαν κανονικά και χωρίς αυτόν. Δεν ήταν ιδιαιτέρως απαραίτητος σε κάποιον ή για κάτι. Αυτό ήταν ελευθερία. Αλλά γιατί ένιωθε παγιδευμένος; Σκέφτηκε ότι μια μηχανή δεν παρουσιάζει τέτοια προβλήματα. Βασικά, γιατί δεν έχει συνείδηση, για να έχει προβλήματα. Είχε διαβάσει πρόσφατα ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, παρά μόνο λύσεις καλές ή κακές.
Ας πούμε, λοιπόν, είπε, ότι διαθέτω μια πολύ καλή λύση σ’ ένα πολύ κακό πρόβλημα. Διάλεξε τυχαία τον τρίτο αριθμό στη σειρά των επαφών του στο κινητό του. Κάλεσε. Ήταν ο Γιώργος, ήταν στην δουλειά και το βράδυ θα έβγαινε με τη γυναίκα του και ένα φιλικό ζευγάρι. Διάλεξε τον πέμπτο αριθμό στη σειρά των επαφών του στο κινητό. Ήταν για κάποιο λόγο το τηλέφωνο πληροφοριών της εταιρίας του κινητού. Είπε να μην πάρει. Διάλεξε τον όγδοο αριθμό. Ήταν ένας πρώην, που έγινε φίλος και μετά χάθηκε σαν φίλος και όχι σαν πρώην, ή τουλάχιστον έτσι είχε καταλάβει. Δεν τον πήρε. Και σκέφτηκε να τον διαγράψει, αλλά δεν το έκανε. Διάλεξε τον δέκατο τρίτο αριθμό και τον έπιασαν τα γέλια, γιατί ήταν το τηλέφωνο ενός φίλου, που δεν έγινε εραστής, ενώ έμεινε φίλος, αλλά δεν τον πήρε, γιατί γι’ αυτόν δεν ήταν φίλος. Και ήθελε να μιλήσει μ’ έναν φίλο.
Κατέληξε στον εικοστό πρώτο αριθμό του κινητού του και ήταν τυχερός τελικά. Την είχε ξεχάσει. Είχαν χρόνια να βγουν. Η Τίνα. Να άνθρωπος να σου φτιάξει διάθεση. Την πήρε. Ο αριθμός ήταν ανενεργός. Ουφ, εγκατέλειψε. Τελικά ο Φιμπονάτσι δεν ήταν καλή λύση. Δεν πειράζει την επόμενη φορά. Σαν καλή μηχανή που ήταν θα συνέχιζε απτόητος να λειτουργεί, μέχρι το επόμενο αναβαθισμένο λογισμικό να του βρει καλύτερη λύση. Τελικά είναι ελευθερία να φταίει ο κατασκευαστής σου. Και έτσι ανακουφισμένος συνέχισε τον καφέ του.