Χριστός Ανέστη και φέτος

Φτάσαμε στην εκκλησία τελευταίοι. Θα μέναμε και στη Λειτουργία αργότερα, οπότε μας άρεσε να πιστεύουμε ότι ήμασταν δικαιολογημένοι. Με τον αδερφό μου ποτέ δεν φτάναμε στην ώρα μας. Γονείς, παππούδες, θείες, θείοι και μικρά ξαδέρφια ήταν ήδη εκεί και μας περίμεναν. Πριν από λίγα λεπτά το Άγιος Φως είχε ανάψει τις λαμπάδες τους. Γίναμε ένα […]

Σάκης Ιωαννίδης
χριστός-ανέστη-και-φέτος-18108
Σάκης Ιωαννίδης
pasha.jpg

Φτάσαμε στην εκκλησία τελευταίοι. Θα μέναμε και στη Λειτουργία αργότερα, οπότε μας άρεσε να πιστεύουμε ότι ήμασταν δικαιολογημένοι. Με τον αδερφό μου ποτέ δεν φτάναμε στην ώρα μας. Γονείς, παππούδες, θείες, θείοι και μικρά ξαδέρφια ήταν ήδη εκεί και μας περίμεναν. Πριν από λίγα λεπτά το Άγιος Φως είχε ανάψει τις λαμπάδες τους. Γίναμε ένα με τον κόσμο έξω από την εκκλησία. Είχαμε χρόνια να ανέβουμε στο χωριό. Στις πλαγιές του Βερμίου η μικρή Καστανιά φιλοξενεί τις παιδικές μου αναμνήσεις. Αμέτρητα καλοκαίρια μακριά από την πόλη, βραδιές του Αυγούστου κάτω από τα αστέρια, αναμμένο τζάκι και κάστανα, Πάσχα με κρύο και ποδήλατο.

Χριστός Ανέστη. Ο εκκωφαντικός ήχος από τις καμπάνες καλύπτει τα λόγια μας. Το χαρμόσυνο μήνυμα τους ήταν από τα λιγοστά του τελευταίου χρόνου. Σαν πρωταγωνιστές σε βουβή ταινία σπάσαμε αυγά και ανταλλάξαμε σταυρωτά φιλιά.

Το έθιμο επιβάλλει την πόρτα της εκκλησίας να κλείνει μετά την Ανάσταση και ο νεωκόρος να παριστάνει τον διάβολο. Ο διάλογος χαρακτηριστικός: «Άρατε Πύλας» φωνάζει ο παππάς και χτυπά την πόρτα με το χέρι, «Ποιος είσαι;», «Ο άρχων ο ισχυρός», ανταπαντά και μπαίνει μέσα. Η Παναγία Σουμελά κατάφωτη και ζεστή μας υποδέχτηκε σαν παλιά γνώριμη. Στην αυλή της παίζαμε κρυφτό και κάναμε χάζι τους στρατιώτες που έστηναν εξέδρες και σκηνές κάθε 15αύγουστο για τους «επίσημους». Στον τρούλο αγιογραφίες και σε μια γωνιά «χορηγία επί δημαρχίας Βασίλειου Παπαγεωργόπουλου με τη συνδρομή του υπουργού Εθνικής Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου». Ειρωνεία των ημερών, σκέφτομαι.

Φέτος πήγαμε στο χωριό οικογενειακώς. Διψήφιος ο αριθμός. Εμείς χωρέσαμε όλοι σ’ ένα αμάξι. Στριμωχτήκαμε αλλά τι πειράζει; Πόσος καιρός πάει από τότε που ήμασταν όλοι σ’ ένα αυτοκίνητο, ρώτησε ο πατέρας μου. Κανείς δεν θυμόταν. Στο τραπέζι τρεις γενιές και η επόμενη στο δρόμο. Τσουγκρίσματα με σπιτικό κρασί και τσίπουρο. Στη σούβλα ο οβελίας, «έπαθλο» ότι ακόμη μπορούμε να τα φέρουμε βόλτα. Το ’60 και το ’70 όταν ο παππούς και η γιαγιά ήταν νέοι, οι συζητήσεις στο πασχαλινό τραπέζι μιλούσαν για μια Ελλάδα που έβγαινε από έναν εμφύλιο και πάλευε με τη φτώχεια. Το ’80 και το ’90 το μέλλον φαινόταν λαμπρό και οι δυνατότητες απεριόριστες. Προχθές οι κουβέντες ήταν γύρω από τις τιμές του πετρελαίου, αν συμφέρει να βάλεις φυσικό αέριο και σε ποια χώρα μπορούμε ν’ αποδράσουμε.

Κι όμως το Πάσχα στο χωριό έχει σημασία. Η μυρωδιά του βρεγμένου ξύλου, ο αέρας που γεμίζει τα πνευμόνια σου, οι γωνιές που ξέρεις μόνο εσύ στον κόσμο, το σίγουρο βλέμμα των παλιών που σου θυμίζει ότι τα πράγματα υπήρξαν και χειρότερα, το χαμόγελο των μικρότερων που σε γεμίζει αισιοδοξία, το χιούμορ και η διακωμώδηση της σύγχρονης τραγωδίας μας. Χωρίς αυτά πού πας; Χριστός Ανέστη. Καλά κουράγια.

* Φωτογραφία: Ελένη Βράκα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα