Χριστούγεννα 1 9 4 4
Ο Άκης Δήμου γράφει για κάποια δικά του Χριστούγεννα
Αύριο Χριστούγεννα αλλά δεν ξέρω τι θέλω. Ούτε τι πάει να πει Χριστούγεννα καλά καλά ξέρω. Πριν δυο μήνες καλύτερα ήξερα. Ήμασταν όλοι εδώ, ο πατέρας μου πρώτος. Δεν είχανε παράσταση εκείνο το βράδυ, κάτσαμε γύρω απ’ τη σόμπα, μουδιασμένοι απ’ την ξαφνική ησυχία και με τη μυρωδιά απ’ τα τριαντάφυλλα νωπή ακόμη στον αέρα.
Επιτέλους, έλεγε ο πατέρας, και ξανά: επιτέλους! Τα δύσκολα περάσανε. Όταν είσαι ελεύθερος, τα δύσκολα τα ‘χεις αφήσει όλα πίσω σου, το καθετί είναι εύκολο, ακόμη και το ψωμί στο τραπέζι σου. Κι ας μη φτάνει κι απόψε το ψωμί, πού θα πάει; Θα χορτάσουμε. Τώρα όλα στο χέρι μας.
Δεν θυμάμαι αν τραγουδήσαμε εκείνο το βράδυ, αλλά όλα όσα άκουγα σαν τραγούδι τα άκουγα: τις ιστορίες για το εργοστάσιο Ηλεκτρισμού που καταφέρανε να σώσουνε απ’ τα χέρια των Γερμανών, πριν το ανατινάξουν, και για το Αλλατίνη που το γλυτώσανε μια χούφτα Ελασίτες, ο θείος Μιχάλης πρώτος – ή μπορεί και να μην ήταν πρώτος, να ήταν δεύτερος ή τέταρτος ή τελευταίος, αλλά όταν ξαναβγάζεις στο φως μια πόλη πρώτος είσαι πάντα, όλοι πρώτοι είναι, πρώτοι πάνε και τελευταίοι φεύγουνε…
30 Οκτώβρη όλ’ αυτά, ξημερώματα. Κοντά δυο μήνες πριν τα Χριστούγεννα αλλά πιο πολύ κι από Χριστούγεννα. Ο Βαφειάδης και οι άντρες του στη βίλα Μοσκώφ κι ο κόσμος στους δρόμους αγκαλιά με τους αντάρτες. Σημαίες να ξετυλίγονται στον φθινοπωρινό αέρα, στεφάνια, χρυσάνθεμα και τραγούδια, που μέχρι τότε τα ψιθυρίζαμε μόνο, τώρα με όλη μας τη φωνή ανοιγμένη διάπλατη σαν τα παράθυρα. Ο χρόνος φέτος άλλαξε δυο μήνες πριν την Πρωτοχρονιά, θα ‘χω να λέω. Το άλλο βράδυ, ο πατέρας με πήρε μαζί του στο θέατρο. Πολλά βράδια μ’ έπαιρνε, περνάγαμε σκοτάδια και σκοτάδια μέχρι να φτάσουμε στο Βασιλικό, έσταζε κύματα η υγρασία από πάνω μας κι εγώ θρονιασμένος στα καμαρίνια, στα γόνατα της Έλλης – η δεσποινίς Ξανθάκη! Θυμάσαι που την είδες να κάνει την νεράιδα; Θυμόμουν την «Τρισεύγενη», αλλά πιο νεράιδα την έβλεπα τώρα που έψαχνε ξυπόλητη τα τσόκαρά της. Κρατικόν Θέατρον Θεσσαλονίκης, το πρώτο έργο που είδα ήταν η «Λουΐζα Μίλλερ», προχωρημένη Κατοχή, τι λέγανε ούτε που καταλάβαινα αλλά καταλάβαινα ότι κάτι λέγανε κι ότι άμα κάτι θέλεις πολύ να το πεις το λες, ακόμα και ξελιγωμένος, ακόμα και με μισή οκά φασόλια και πενήντα δράμια λάδι από τον Επισιτισμό. Κι ο κόσμος ξαναχτίζεται ολόκληρος με καμιά δεκαριά πήχες κάμποτ και αλατζά που, άμα είσαι ο κύριος Γιώργος, τα μεταμορφώνεις σε ατλάζι κι όλοι σε χαιρετάνε -γεια σου ρε Γιώργο που μας έντυσες Πρίγκιπες!
Δυο μήνες έχουν όλ’ αυτά, το ξαναλέω. Μετά το θέατρο έκλεισε. Για λίγο είπαν αλλά έκλεισε. Κι έκλεισε για πάντα κι φωνή του πατέρα μου, προτού προλάβει να ξανανέβει στη σκηνή να παίξει ένα Μολιέρο που τον διασκέδαζε. Και προτού δει το φίλο του τον Δαυίδ που ξαφνικά μας φανερώθηκε ένα βράδυ στα καλά καθούμενα και που ‘ναι ο Γιώργος, ρώτησε, αλλά ο Γιώργος πουθενά, από τις 21 Νοέμβρη πεθαμένος. Κι έκατσε για μια στιγμή στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς καληνύχτα, μόνο στην πόρτα…θα ξαναφτιάξουμε τη Συναγωγή, μου λέει, λίγοι σωθήκαμε απ’ τα δόντια τους αλλά θα την ξαναφτιάξουμε. Και πήγε απέναντι κι έκατσε στο ουζερί και μου χαμογέλαγε απ’ το ίδιο παράθυρο που στέκομαι απόψε κι εγώ, Χριστούγεννα του ’44, χωρίς κανένα Γερμανό μες στα πόδια μου και με τον πατέρα μου φευγάτο για πάντα. Κι όλο κοιτώ τις φυλακές στο Γεντί και το Επταπύργιο τυλιγμένο στην ομίχλη που δεν είναι ομίχλη, είναι τούλι σου λέω, μουρμουρίζει ο πατέρας στ’ αυτί μου, έχουνε τέτοια στο θέατρο για να γράφουνε από πίσω οι σκιές των φυλακισμένων καλύτερα, που κι αυτοί δεν είναι φυλακισμένοι, μη στενοχωριέσαι, αλλά κομπάρσοι σ’ αυτήν την Ιστορία και σ’ άλλες που θα μας ανοίξουνε οι ρουφιάνοι που μείνανε, να ‘χεις το νου σου…